Το όνειρον
Το όνειρον Συγγραφέας: |
Από το EBook #34169 του Project Gutenberg |
Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε
Του Απριλιού η πρώτη.
Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή,
'Σάν μια παρθένα λατρευτή,
Που την χρυσόν' η νιότη,
Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα,
Που τα βουνά γελούνε,
Πέφτει της νύχτας η δροσιά,
Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά,
Να γλυκοκελαϋδούνε.
Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα
'Κοιμώντανε μια κόρη,
Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή.
Πούχε την κόμη καστανή,
Και κάτασπρα εφόρει.
Έν αηδόνι έξαφνα
'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.
Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά,
Αρχίνησε γλυκά, γλυκά.
Κι' αρμονικά να ψάλλη.
'Σ το λάλημα του αηδονιού
Ξυπνάει λαχταρισμένη
Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά,
Κυτάει, και μες απ' την καρδιά
Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει.
« Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε
Τι όνειρο που είδα!...
'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό
Να πάρω 'λίγο, δροσερό·
Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»
« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ
'Σ τα στήθηα να τον σφίξω,
Και 'ς ένα φίλημα γλυκό
'Σ το στόμα του το ερωτικό,
Τον έρωτα να πνίξω.»
« Τον έρωτα, που μ' έβαλε
Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου,
Που μ' άναψε τα τρυφερά,
Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά·
Και καιν τα 'σωθικά μου.»
«'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά
Βογγούσαν 'σάν να λέγαν:
— Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός,
Ο φίλος σου, ο λατρευτός —
Και τα πουλιά να κλαίγαν.»
« Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα,
Και να 'μοιρολογάνε·
— 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά,
Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά,
Αντί να κελαϋδάνε.»
« Φθάνω 'ς τη βρύσι· η άμοιρη
Δεν πρόφθασα 'ς το ένα,
'Σ το ένα δέξιο της πλευρό
Για να κυτάξω, και νεκρό
Τον είδα· Ωιμένα!...»
« Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα.
'Στά στήθηα του απάνω.
Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ;
Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό
Σ τα χέρια μου να πιάνω.»
« Προσπάθησα η δύστυχη,
Πνοή για να του δόσω
'Σ το στόμα του με τα φιλιά,
Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά
Για να του ξεστομώσω.»
« Τον ψάχνω τότε 'ς την καρδιά...
Ωχ! έπαυσε να πάλλη!
Τον 'φώναξα δεν με λαλεί,
Τον 'κάλεσα δεν με καλεί,
Τότ' έγεινα άλλη για άλλη.»
« Αχ!..τότε τον κατάλαβα.
Πώς ήτον σκοτωμένος.
Τον άφησα 'ς την ερημιά.
Και τρέχω ναύρω το φονιά·
Μα ο φονιάς κρυμμένος.»
« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα
Έν φάντασμα 'μπροστά μου,
Αρχίνησε με ανθρωπινή,
Και 'σάν εκείνου την φωνή
Να μ' είπη τ' όνομά μου.»
« Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή
'Στήν ερημιά τι τρέχεις;
Ποιόνε ζητάς 'ς την ερημιά; —
— 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά
Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »
« Μου λέγει, — Είμαι η σκιά
Του εραστού σου Φώτου
Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός,
'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός,
Απάνω 'ς το θυμό του.»
« — Ο Δημητρός! — εφώναξε, —
— Η ζήλια μ' απαντάει,
Τον εκατάντησε φονιά,
Και το μαχαίρι 'ς την καρδιά.
Μου έμπηξε 'ς το πλάι — »
« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα.
— Η ζήλια απ' την αγάπη,
Πούχα 'ς σένα, Ανθή, εγώ
Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό
Του γλύστρησε απ' το μάτι.»
« 'Σ το λόγο του λιπόθυμη
Πως έπεσα μου 'φάνη·
Κ' εξύπνησα λαχταριστή.
Για δες ιδέα ζαλιστή
Ονείρατα που φκιάνει.»