Το τραγούδι του Ξωπατέρα

Από Βικιθήκη
Τὸ τραγούδι τοῦ Ξωπατέρα
Τραγούδι που περιλαμβάνεται στην ανθολογία του Παύλου Ι. Φαφουτάκη, Συλλογή ηρωικών κρητικών ασμάτων εις την δημώδη γλώσσαν, Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου της “Αθηναΐδος”, 1889.


Πουλιὰ μὴ κηλαϊδήσετε Σαββάτο γὴ Δευτέρα,
γιατί τὸν ἐσκοτώσανε προχθὲς τὸν Ξωπατέρα.
Οὔτε ’ς τὴν Κρήτη ’κούστηκε οὔτε στὴν Ἐγγλιτέρα[1],
νὰ πολεμήσῃ τὴν Τουρκιὰ ὡσὰν τὸν Ξωπατέρα.
Σὰν ἤθελε νὰ κατεβῇ ’ς τὸ Τοπαλτὶ[2] μιὰν ὥρα,
μικροὺς μεγάλους τὴν Τουρκιὰν ἐμάντριζε ’ς τὴν χώρα.
Μιὰ ταχυνὴ ’κατέβηκε μὲ τὸ γδυμνό μαχαίρι,
ἑφτὰ ἀγάδων κεφαλὲς ἐπῆρεν εἰς τὸ χέρι.
Τσὴ κεφαλές των ἔκοψε ’ς τὸν ἥλιον τσὴ ξαπλώνει,
καὶ ἡ Τουρκιὰ ὡς τὄμαθε περίσσα ξαγριώνει.
Τὸ μεσφερέτι[3] ’κάμανε ντελόγο καί τερτίπι[4],
γιὰ νὰ σκοτώσουν τὸν Παπὰ νὰ ξεμπερδέσ’ ἡ Κρήτη.
Ἐγράψανέ του οἱ Χριστιανοὶ μηνοῦν του καί ξετστίχου,
ὅλ’ ἡ Τουρκιὰ ’ρχεται γιὰ σὲ μόνο, Παπά, διαρμίσου[5].
Δέν τό ’χω πῶς ἐκίνησεν ὅλ’ ἡ Τουρκιὰ γιὰ ’μένα,
μόνον ’διαλέξαν τὸν καιρόν ποῦ ’χω λαβή ’ς τὴν χέρα.
Ὁ Μαλικούτης ἀρχηγὸς τοῦ διπλοπαραγγέρνει,
γιά τὸν Θεόν ἐξάδελφε ’ς τὸν Πύργον μὴ ’ξωμένεις.
Γιά τὸν Θεόν ἐξάδελφε ’ς τὸν Πύργον μὴ πλανᾶσαι,
γιά θὰ σὲ κλείσῃ ἡ Τουρκιὰ καί θὰ παραπονᾶσαι.
Ἐγώ ’ς τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί μὲ τὴν Παναγία,
’ς τὸν Πύργον μέσα ’σὰν κλειστῶ ὀρντοῦ δέν ἔχω χρεία.
Μηνᾶ τ’ ὁ Μεραμέτ-Ἀλής πρόδωσε Ξωπατέρα,
γιατ’ ἔφταξε τὸ τέλος σου, κ’ ἡ ἄσκημή σου ’μέρα.
Πάλιν τοῦ ξαναμήνησε πρόδωσε Ξωπατέρα,
γιατί θά ἦνε αὔριον ἡ ὕστερή σου ’μέρα.
Δὲν προσκυνῶ μωρέ σκυλιά, μόνον θά πολεμήσω,
ἴσως μιντάτι[6] νὰ μοῦ ’ρθῇ νὰ σᾶσε διαγουμίσω.
Δέν προσκυνῶ μωρέ σκυλιά, καλά, θά ταγιαντίσω[7],
τὸν Κόρακα ἀνημένω δά, νὰ σᾶσε διαoλίσω.
Ἄν ’αι πεινᾶτε κ’ ἤρθετε νὰ σᾶσε μαγερέψω,
πάλι καὶ θέλετε καυγὰ κορμιὰ θὰ μακελέψω.
Δέν ἤρθαμε γιὰ τὸ φαΐ καί γιὰ τά μαγεργιά σου,
μἄρθαμε σήμερο, Παπᾶ, νὰ ’δοῦμε τὴν ἀντρειά σου.
Τοῦρκοι κολοῦνε ’ς τὸν πηλὸν κ’ ὁ Ξώπαπας ’ς τὸ κρέας
καλά τὸ λόγιασ’ ἡ Τουρκιά, πῶς δέν ’πομένῃ ἕνας.
Αὐτὸς ἐκόλαν εἰς τὸ κρὲς[8] κ’ οἱ Τοῦρκοι ’ς τὰ σμαγδάλια,
Θέμου μὴ ῥίψῃς Χρισθιανόν ποτὲ σὲ τέθοια χάλια.
Γιατί περίφημος Παπὰ ’ς τὸν Πύργο πολεμᾶται,
αὐτὸς ’πού ’κανε τὴ Τουρκιὰ καὶ πάντα τὸν φοβᾶται.
Τοῦ Πύργου ’δώκανε φωθιά κ’ ἤνοιξαν τά θεμέλια,
’ποῦ τὸν ἐσιγουράρανε τὰ τέσσερα καστέλια.
’Στὴν μέσην των ’γιουρούντισε[9] πάλιν μὲ τὸ μαχαίρι,
ἕναν ἀγάν ἐπλάκωσε, τὴν κεφαλήν του πέρνει.
Ντελόγως τὴν ἐκάρφωσε ’πάνω ’ς τὸ μπαϊράκι,
Καὶ τὴν ἐθώριεν ἡ Τουρκιὰ καὶ ἤπινε φαρμάκι.
Ἴντα νὰ κάμω τοῦ καιροῦ ποῦ ’σεῖραν τὰ ποτάμια,
Μ’ οὕλοι θὲ νὰ βρωμέσετε ’ς τῆς ’Διγήτριας τὰ πλάγια.
Μ’ ἀμέτε δὰ μπουρμάδες μου κάμετε τὸ ντοά σας,
πάρετε τσὴ καντίνες σας κάτσετε ’ς τὰ χωριά σας.
Ἔκαμε μάνες χωρὶς γὑιοὺς καντίνες δίχως ἄντρες,
’σὰν τά τραγιὰ τσοὶ ’μάζωνε καί τσοί ’σφάζε ’ς τσὴ μάντρες.
Αὐτὴ δέν εἶνε ἀντρειὰ μόνο ’ναι ποτανάτο,
σήμερον ἕνας Ξώπαπας σᾶς ἔκαμ’ ἄνω κάτω.
Δὲν εἶνε λέγω ἀντρειὰ μόνο ’ναι πουστουλοῦκι,
νά πολεμᾶτ’ ἕνα Παπᾶ, ἐννιὰ χιλιάδες Τοῦρκοι.
Ἐχόρτασα τὴ χέρα μου κ’ εὔφρανα τὸ κορμί μου,
ἔλα σύ, Συλικτάρ ἀγά, κόψε τὴν κεφαλή μου.
Ὅσοι Χριστὸν ’νομάζουνε καί τό νε προσκυνοῦνε,
λιβάνι νὰ τοῦ βάνουνε καί νὰ τοῦ συγχωροῦνε.

  1. Αγγλία
  2. τοποθεσία έξω από την πόλη του Ηρακλείου
  3. συμβούλιο
  4. σχέδιο
  5. φρόντισε να φύγεις
  6. βοήθεια
  7. αντέξω
  8. κρέας
  9. ώρμησε