Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το τραγούδι του Κούνβαρ

Από Βικιθήκη
Τὸ τραγοῦδι τοῦ Κούνβαρ
Συγγραφέας:
Σελ. 346-347 από το Τεύχος 12 (1930) του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη»


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΥΝΒΑΡ

Βέβαια, μάγια καὶ γητιὲς θάρριξες, Γκόη,
κι ὅλα τὰ σαραγκὶ καὶ τὰ σαντούρ,
ὕμνο γιὰ σένα ὁλημερὶς βαροῦν ἢ μοιρολόϊ,
γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀνανταπούρ.—

Καὶ ξεγελᾶν τὸν Κούνβαρ ποῦ στ’ ἀχνάρια τους, καβάλλα
πάνω σὲ κάτασπρον ὁλόχρυσον ἐλέφα,
ἔρχεται μὲ ζουρνάϊ γλυκό, μ’ ἀλύγιστη πάλα,
ταμποῦρι τὴν ἀποθυμιὰ νὰ στήση, χρυσογνέφα,

ἀγνάντι σου ἢ μάχη ἢ σκοπό... Γι’ αὐτό, τ’ ἀσκέργια,
ὅπλα βαστᾶνε τὰ μισὰ καὶ τ’ ἄλλ’ ἀκολουθᾶνε
μὲ βίνες, μὲ ρεμπάμπ, μὲ σαραγκὶ στὰ χέργια
κι’ ἀνέμου σάλαγο σὲ πεύκων κλώνια, πᾶνε...

Μέσα στὴν πόλι Ἀνανταποὺρ κλαγγὴ πολέμου κλώθει
κ’ οἱ πόρτες της κατάκλειστες στοῦ Κούνβαρ τὸν ἐλέφα.
Ντο, ρέ, φα—κι’ ὅσο σίμωνε βογγίνα ὀχτροῦ—ντο, ρέ, φα,
σηκώθηκε σὰ κορνιαχτό, βουὴ λαοῦ, μελισσολόϊ,
καὶ πέφτει ὡς τρίζουνε πορτιὰ μὲ τ’ ἀτσαλένιο μάνταλο
καὶ σειοῦνται τὰ μουράγια
στοῦ Κούνβαρ τὰ προστάγματα, τοῦ Μαχαράγια.
Κι’ ὡς βγῆκ’ ὁ ἥλιος τοῦ χαμοῦ ἀπάνω της κι’ ἁπλώθη,
ἀχτίνες ξαφνικοῦ κακοῦ, τὰ βέλη σποῦν ὁλοῦθε.
Μὰ πρὶ στὰ αἵματα βαφῆ χρυσοπλεμμένο σάνταλο,
πάνω ἀπ’ τὶς τρικυμιὲς γλυκόφωτο ἄστρο,
βιαστικὰ ἐπρόβαλε στὶς πολεμίστρες τὶς ψηλές,
—καὶ ποῦ μποροῦσε ἀλλοῦθε;—
φεγγοβολῶντας πέρα ἀπὸ ψυχὲς
ἢ μάτια... Ἡ Γκόη!..
Κ’ ἔτσι, δὲν πάρθηκε τὸ κάστρο.


Πέφτει ὡς τόσο ἡ χλαλοή, σκορποῦν οἱ θρῆνοι,
κ' οἱ δυό, ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο μνήσκει ἀντίκρα.
Κι' ὤ! τραγωδίας ξύπνημα καὶ Θάνατε καὶ Πόθε!
Τραγοῦδι, ποῦ χτυπᾶς βαρειὰ στὰ τείχια πέρα, δῶθε
σὰ μιᾶς ἀνάβρας ξέσπασμα ἢ σὰ μιᾶς ζήσης τέλος—
Στὶς πολεμίστρες ἀμίλητη πομένει πάντα Ἐκείνη,
στὸ σαϊτόχορδο ἔχοντας τ' ἀνθρωποχτόνο βέλος,
κι' ὅλα βαρειὰ σὰν ἔρωτας φαντάζουν, κι' ὅλο πίκρα!
Κ' ἔτσι, καταμεσῆς ἀπ' τὰ πιστὰ τ' ἀσκέργια,
ἤχοι ἀνάλαφροι, πνοὲς ἀπ' τὰ παιγνίδια βγαίνουν.

Ἴδιο τραγουδιστὸ φῶς φεγγαριοῦ ἡ ραβανάστρα,
πάνω σὲ λόγια ποὺ λυγοθυμᾶν στὰ χείλια καὶ πεθαίνουν,
κι’ ἡ Γκόη, ἀγήτευτη δὲ μνήσκει πειὰ στ’ ἄπαρτα κάστρα.
Τὸ νοιώθει, καὶ σὰ ν’ ἄρχιζε σουρμένο μοιρολόϊ,
τ’ αὐτιά της κλεῖ ἀργὰ- ἀργὰ μὲ τὰ δυὸ χέργια,
καὶ τῶν χεργιῶν τ’ ἀνέβασμα αὐτό, χαμοῦ ἦταν σημεῖο...
Κι’ ὅμως, δὲν πάρθηκεν ἡ Γκόη.

Τώρα, σὲ μιά, ὁ γυρισμός, ψυχὴ παληκαρίσια,
δίνει ὁράματα μορφιᾶς ἀσάλευτης γι’ ἀγῶϊ.
Σὰ φλόγα τώρ’ ἀκοίμητη τὸν παραδέρνει αὐτόνα,
ἄλλος διπλὸς πρωτόφαντος, στεῖρος ἢ πλάστης πόνος,
Ἕνας, αὐτῆς π’ ἀντίκρυσε κ’ ἕνας δικός του, δύο.
Περιπλοκάδα ὁ στρατός, κεντᾶ τὴ στράτα ἴσια.
Κ’ οἱ περπατιάρικες στιγμὲς ποὺ ροβολᾶν μπροστά του,
σὲ κόσμους ξένους δείχνουν του, πὼς παραδέρνει μόνος.
Κι’ ἔτσι, σκιὲς ἀπέραντες, σὲ ἰδανικὴ μιὰ χλόη
ἁπλώνουνται στό αἰθέριό του αυτὸ βασίλεμμά του,
τ’ ἀγνάντεμά τους.. ὁ χαμός... τ’ ὄνειρο τ’ ὥνα.
Ἔχε γειά, Γκόη.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΡΙΑΔΗΣ