Το ταξίδι μου/Πόλη και Πολίτες

Από Βικιθήκη
Το ταξίδι μου
Συγγραφέας:
Πόλη καὶ Πολῖτες


Ηʹ.
Πόλη καὶ Πολῖτες.

Ὅ τι κι ἂν εἶπα, ὅ τι κι ἂν ἔγραψα, ὅσα παραμύθια κι ἂν ἀράδιασα, τώρα ποὺ σᾶς μιλοῦσα γιὰ δάκρια, βάσανα, πίκρες καὶ νυχτερνοὺς περιπάτους, ὅλα, ὅλα τὰ παίρνω πίσω· κάλλια χίλιες νυχτιὲς σὰν καὶ κείνηνε ποὺ πέρασα στὸ Παρίσι, παρὰ τὴν πρώτη νύχτα ποὺ πλάγιασα στὴν Πόλη! Τέτοιο πρᾶμα δὲν τὄπαθα ποτές. Καὶ μὴ νομίζετε πὼς εἶναι ὁ λόγος μου γιὰ ψύλλους ἢ κουνούπια, γιατὶ συνηθίζουνε οἱ ταξιδιῶτες καὶ βγάζουνε κουνούπια στὴ μέση, ἅμα δὲν ξέρουνε πιὰ τί νὰ ποῦνε, κι ἄξαφνα σᾶς γράφουνε καμιὰ νοστιμάδα, νὰ σᾶς διασκεδάσουνε. Ὄχι! Ἄλλα εἴτανε τὰ δικά μου τὰ βάσανα. Θὰ σᾶς τὸ μαρτυρήσουνε ὅσοι μὲ γνωρίσανε τότες, ὅσοι μὲ τὰ μάτια τους εἴδανε τὸ χάλι ποὺ εἶχα τὸ πρωί, τὴν ὥρα ποὺ σηκώθηκα. Ἔμοιαζα πεθαμμένος· εἶχα χλωμιάσει, ἀσπρίσει, λιγνέψει καὶ κονταίνει. Ὅλα τἄφταιγε ἡ φοβερὴ ἀγρυπνιὰ τῆς νύχτας ἐκείνης.

Τοῦ κάκου, πέφτοντας στὸ κρεββάτι, προσπαθοῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ὥσπου νὰ χαράξῃ, δὲν μπόρεσα μάτι νὰ σφαλοίξω. Ἔννοιωθα τέτοιο βάρος στὸ στῆθος μου, ποὺ νόμιζα πὼς σήκωνα βουνό. Ἡ μάβρη πλάκα δὲν εἶναι τόσο βαρειά. Κοβότανε ἡ ἀναπνοή μου, κρύος ἵδρος μὲ περέχυνε, τὸ στομάχι μου ἀνεβοκατέβαινε σὰν τὴ θάλασσα, καὶ κόντεβε νἀγγίξῃ τὴ ῥάχη μου· τὸ κεφάλι μου φωτιά! Ἀνακατώθηκα, μὲ συμπάθειο, κι ὅλη τὴ νύχτα, πῆγα νὰ βγάλω τἄντερά μου. Δὲν εἶχα πιὰ καὶ δύναμη νὰ ξαναπέσω· κοιτόμουνε κατὰ γῆς ἀφανισμένος καὶ σπασμένος. Ψυχομαχοῦσα.

Τὸ πρωῒ φέρανε τὸ γιατρὸ κι ἄδικα τονὲ φέρανε. Ὁ γιατρὸς δὲν μποροῦσε τίποτα νὰ μοῦ κάμῃ. Εἶπε πὼς εἶχα λίγη ζάλη, πὼς εἴμουνε κουρασμένος ἂπὸ τὸ ταξίδι κι ἄλλα τέτοια. Ἒγὼ τὸ ξέρω τί εἶχα. Χωρὶς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσῃ ὁ γιατρός, ἔννοιωσα μέσα μου τί γινότανε, ἅμα πάτησα τὴς πατρίδας τὸ χῶμα, ἅμα εἴδανε τὰ μάτια μου Τουρκιά. Καθόντανε οἱ μιναρέδες στην ψυχή μου· ἀδύνατο νά τοὺς χωνέψω. Οἱ μιναρέδες εἶναι ποὺ ὅλη τὴ νύχτα μοῦ πλακώνανε τὸ στομάχι. Ἀνάθεμάν της ἐκείνη τὴν κόκκινη τὴ σημαία μὲ τὸ μισοφέγγαρο στὴ μέση, ποὺ ἴσια ἴσια ἀντίκρυ στὰ παράθυρα τῆς κάμερής μου εἴτανε ἀνεβασμένη ἁψηλὰ ἀπάνω στὸν Κουλά. Μοῦ ἔτρωγε τὸ συκώτι, τὸ αἶμα μοῦ ῥουφοῦσε. Άχ! τὰ καταραμένα τὰ φέσια! Μοῦ σκάνανε τὴ χολή. Παλάτια, τζαμιά, τουρμπέδες, τίποτις ἀπ’ ἀφτὰ νά μὴ διῶ! Τὸ αἷμα μου βράζει· τετρακόσιω χρονῶ μῖσος μοῦ πνίγει τὴν καρδιά! Δώστε μου, φέρτε μου ὅ τι κι ἂν εἶναι, ὅ τι κι ἂν τύχῃ· κάτι πρέπει νὰ σπάσω. Δὲ θέλω, δὲν μπορῶ Τοῦρκο νὰ διῶ, δὲ θέλω Τοῦρκος κοντά μου νὰ βρεθῇ, ἀπὸ μακριὰ δὲ θέλω Τοῦρκο νὰ μυρίσω, δὲ θέλω νὰ ξέρω πὼς εἶναι Τοῦρκοι στὸν κόσμο, Τοῦρκο δὲ θέλω νἀκούσω...

Τὸ πρωί, πού βγῆκα νὰ σεργιανίσω τὴν Πόλη, ἀπάντησα παντοῦ στοὺς δρόμους πρόσωπα γελαστὰ καὶ χαρούμενους ἀθρώπους. Μὲ χαιρετοῦσε ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. — «Καλῶς τὸν εἴδαμε!» καὶ «Τί χαμπάρια;» — «Πῶς τὰ πάμε δὰ στὸ Παρίσι;» — «Ἔβγε σου, ποὺ δὲν ξέχασες τὴν πατρίδα!» — «Ἔλα, νὰ σὲ τραττάρω ἕνα καφεδάκι.» — «Καλέ, διέστε ποὺ μᾶς ἄφησε μωρὸ καὶ μᾶς γύρισε λεβέντης!» κι ἄλλα τέτοια πολλά πού, νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μ’ ἄρεζε νὰ τἀκούω. Γιὰ μῖσος, γιὰ σκλαβιὰ τίποτα! Μπορεῖ μέσα τους νὰ βράζανε οἱ καρδιές· βέβαια ὅμως δὲν τὸ δείχνανε. Καὶ γὼ ὁ ἴδιος, πρέπει νὰ τὸ μολογήσω, δὲν ἔσπασα τίποτα, δὲν ἔσφαξα Τοῦρκο, κανενός αἷμα δὲν ἤπια. Εἶδα μάλιστα καὶ κάμποσα φέσια. Λίγο λίγο μαλάκωνε ἡ ψυχή μου. Ἔτσι μοιάζει πὼς τὸ φέρνει ἡ ἀτμοσφαίρα τῆς Πόλης. Στρώννει σιγὰ σιγὰ τὰ πάθη καὶ τοὺς θυμοὺς ὁ γλυκὸς ἀέρας τοὐρανοΰ καὶ σοῦ τὰ κάνει ὅλα γαλήνη.

Οἱ Πολῖτες ἔχουνε ἄλλο σύστημα. Οἱ Πολῖτες ζοῦνε, ὅσο μποροῦνε, ἀδερφικὰ μὲ τὸν Τοῦρκο καὶ προσπαθοῦνε νὰ τὸν κυβερνήσουνε — -ἢ μ ἄλλα λόγια νὰ τὸν κάμουνε τοῦ χεριοῦ τους. Πρῶτα, κάπως τὸ κατωρθώνανε τὸ πρᾶμα· νά ποῦ τώρα κάτι πιὸ δύσκολο τοὺς ἔρχεται τὸ σύστημά τους. Ἀνακατέβεται σήμερα κ’ ἡ Ἐβρώπη στὶς δουλειές τους καὶ θέλει καὶ κείνη νὰ πῇ τὸ λόγο της. Τί νά κάμουνε οἱ δυστυχισμένοι μας οἱ Ῥωμιοί; Τί νὰ κάμῃ κανείς, ὅταν τουφέκι δὲν ἔχει; Θὰ μοῦ πῆτε· — «Αγοράζει.» Ναί, τέτοια ἰδέα ἔχω καὶ γώ. Μὰ ἐλᾶτε ποὺ εἶναι ἡ Ἐβρώπη! Τί θὰ κάμουνε οἱ δικοί μας μὲ τὴν Ἐβρώπη, ἂν πιάσουνε κι ἀγοράσουνε τουφέκια; Πῶς σὰς φαίνεται ἀφτὸς ὁ λόγος; Σὰ νὰ εἶναι σωστός. Ὅπως συνηθίσῃ κανείς! Ἂν ἀπαρχῆς θύμωνε ὁ Πολίτης, ἂν καὶ τώρα προτιμοῦσε θάνατο παρὰ σκλαβιά, τότες ποιὸς ξέρει; Ἡ Ἐβρώπη σήμερα δὲ θὰ πρόφταινε νὰ πῇ λέξη. Μὰ λογαριάστε πὼς μποροῦσε κιόλας νὰ μὴν ἀπομείνῃ Πολίτης ζωντανός.

Ἔτσι φαίνεται τὸ καταλάβανε οἱ Πολῖτες, καὶ φαίνεται πὼς τὸ καταλάβανε περίφημα, γιατὶ ποτέ τους δὲ σαλέψανε. Παιδιά, τί νὰ σᾶς πῶ; Ἔχω πάρα πολλὴ ἀδυναμία μαζί σας καὶ δὲ μ’ ἀρέσει νὰ σᾶς κατηγορῶ. Θὰ λέτε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι πὼς τὰ μισά σας τὰ ψεγάδια δὲν τἄβγαλα στὴ μέση. Ἄξαφνα μπορεῖ καμιὰ μέρα νὰ τὸ κάμετε παράπονο, καὶ νὰ πῆτε πὼς σᾶς παίνεσα μὲ τὸ παραπάνω. Τί νὰ γίνῃ; Δικός σας εἴμουνε καὶ γώ. Ἂς σκεπάσουμε καὶ μερικά. — Ἔτσι τὸ θελῆσαν, ἔτσι τὸ κάμαν, ἔτσι τὸ σήκωνε τὸ αἴμα τους. Φιλονικίες, μικρολογίες καὶ θεολογίες ὅσες θέλετε· φτάνει νὰ κάθουνται στὴ γωνιά τους. Κι ὠςτόσο, χωρὶς μεγάλες κολακεῖες, χωρὶς νὰ δείξουνε ταπείνωση πιώτερη άπ’ ὄτι ἔπρεπε, μὲ τὸ φιλότιμό τους, μὲ τὴ φρόνησή τους, μὲ τὸ νοῦ τους, μὲ τὴν ὀρθή τους κρίση, τὸ κατωρθώσανε, ὁ Τοῦρκος νὰ τοὺς ἀκούῃ, νὰ τοὺς σέβεται, κάποτε, κιόλας νὰ τοὺς φοβᾶται — καὶ τέλος πάντα, πρέπει νὰ τὸ ποῦμε, βαστάξανε τὸν ἑλληνισμό. Κάτι πάθανε, κάτι είδανε κι ἀφτοὶ στὸ μεγάλο τὸ Σηκωμό· ἐδώ κόρωσε ἡ φωτιά· ἡ σπίθα εἴτανε κρυμμένη σ’ ὄλες τὶς καρδιὲς κι ὅλοι μαζὶ τὴ θρέφανε, νὰ μὴ σβήσῃ.

Γιὰ τὴν ὥρα προσμένει ἥσυχα ὁ Πολίτης, μοναχός του νὰ πέσῃ ὁ ἀφέντης του. Ξέρει πὼς ὁ Ῥωμιός, καὶ μόνο ὁ Ῥωμιός, πάντα στὸν τόπο του θὰ μείνῃ καὶ πὼς ποτέ του ἀπὸ τὴν Πόλη του δὲ θὰ τὸ κουνήσῃ. Ἀφτό τοῦ φτάνει. — «Παραφέντη, μοῦ ἔλεγε ἕνας γέρος καϊξὴς ποὺ μὲ πήγαινε κάθε μέρα στὸ Φανάρι, πολύ τσακιστήκανε οἱ Τοῦρκοι.» — «Παιδάκι μου, τοῦ λέω γώ, μὲ τὸν καιρὸ ἀκόμη πιώτερο θὰ τσακιστοῦνε· καμιὰ μέρα τόσο τσακισμένους θὰ τοὺς διῇς, ποὺ θὰ τοὺς πετάξουνε κιόλας στὰ θάλασσα. Μὰ τί κατάλαβες ἐσύ; Βασιλιά δὲ θὰ σὲ βάλουνε σένα — μήτε μένα. Θὰ σοῦ ἔρθῃ ἄλλος νοικοκύρης.» — «Παραφέντη μου, μὴ σὲ μέλῃ· θὰ τσακιστῇ κι ἀφτός!»

Ὅ τι ἔχουνε ὄλοι μέσα τους μοῦ ἔλεγε ὁ καλός μου ὁ καϊξής. Ἔτσι λογαριάζουνε μὲ τὸ νοῦ τους. Γιὰ τοῦτο τοὺς βλέπεις καὶ σιγὰ σιγὰ κάνουνε τὴ δουλειά τους. Τὸ ἐμπόριο τὸ βαστοῦνε στὸ χέρι· ἔχουνε τὴ μεγαλήτερη δύναμη τοῦ κόσμου, τὸν παρά. Καλλιεργοῦνε καὶ τὰ γράμματα· μαθαίνουνε κάπου κάπου δυὸ τρία ἑλληνικά· χαίρουνται καὶ καμαρώνουνε, γιατὶ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουνε. Ἀγαποῦνε τὴ μάθηση· χτίζουνε σωρὸ σκολειά· τὰ θέλουνε πλούσια καὶ καλά. Ξοδέβουνε παράδες ἀμέτρητους γιὰ νὰ χτίσουνε τέσσερα ὅπου ἕνα φτάνει. Ὁ πιὸ φτωχὸς κάτι θὰ βγάλῃ νὰ δώσῃ καὶ κεῖνος.

Οἱ καλοί μας οἱ Πολῖτες ἔτσι κυβερνιοῦνται, ἔτσι ζοῦν, ἔτσι πεθαίνουνε. Κάπου κάπου σοῦ λένε· — «Ἡ ἀνάπτυξις τῶν γραμμάτων ὑπῆρξε τὸ μέγιστον αἴτιον τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος» ἢ «τὰ σχολεῖα, ἡ ἐκπαίδευσις τρέφουσιν ἀκαταπαύστως τὸν πατριωτισμὸν» κι ἄλλα τέτοια πολλά, κι ἄλλοι τὰ λένε ἀλλοῦ, καὶ θὰ τὰ λένε ἀκόμη χρόνια. Καὶ σ’ ἀφτὸ ἔχουνε ἄδικο οἱ καλοί μας οἱ Πολῖτες καὶ κακὰ τὸ λένε. Τὸ σκολειὸ ὄχι μόνο δὲ θρέφει τὸν πατριωτισμό, μὰ καὶ τὸν ξολοθρέφει· κόντεψε καὶ τὸν ἔφαγε ὅλονε. Ὅλους τοὺς παράδες τοὺς ἅρπαξε τὸ σκολειό· δὲν ἄφησε μισὸ παρὰ μήτε γιὰ τὸ στρατό μήτε για τὸ ναφτικό. Ἀντὶς ἄρματα, βιβλία· ἀντὶς στρατιῶτες, δασκάλοι. Γιὰ τοῦτο κ’ οἱ Πολῖτες κάθουνται καὶ διαβάζουνε κ’ ἔχουνε ἀποπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους τὸν Τοῦρκο. Ὅποιος μάθῃ γράμματα, τουφέκι πιὰ δὲν πιάνει. Στὴν Ἐπανάσταση εἴτανε ἀγράμματος ὁ κόσμος, μὰ εἴτανε ἀγράμματο λιοντάρι. Ὁ Τοῦρκος, ὅταν πῆρε τὴν Πόλη, μὲ τὴ σοφία του δὲν τὴν πήρε. Σοφοὶ εἴτανε οἱ Βυζαντινοί. Τώρα ποὺ ξέρει πιώτερα ὁ Ῥωμιός, σκούριασε τὸ σπαθί· ἡ πέννα βασιλέβει.

Τόσες δοτικὲς δὲ χρειάζουνται. Στὰ 1821, ἔφτανε νἄχῃ ἀκουστὰ ὁ στρατιώτης πὼς μιὰ φορά κ’ ἕναν καιρὸ εἶταν ἕνα μεγάλο ἔθνος στὸν κόσμο, πὼς εἶταν ἔθνος λέφτερο, πὼς τὸ λέγαν Ἑλλάδα, πὼς οἱ Ἕλληνες δὰ ἀφτοὶ εἴτανε προγόνοι μας καὶ πὼς καταντήσανε τώρα σκλάβοι τοῦ Τούρκου. Μὲ τοὺς απαρεφάτους δὲν πήγαμε ὀμπρος, πήγαμε πίσω. Ἄς ἔχῃ γειὰ ὁ Ἀλέξαντρος ὁ πρίγκηπας τῆς Βουργαριᾶς! Μαζί του θὰ κάμω χωριό. — «Πρῶτα, ἄρματα καὶ καλό στρατό» ἄκουσα πὼς εἶπε μιὰ μέρα, «ἔπειτα βλέπουμε γιὰ πανεπιστήμια καὶ μάθηση.»

Ἀφτοῦ κλίνω καὶ γὠ. Ὅσο θωρῶ τὰ λαμπρὰ τὰ χτίρια, λυποῦμαι τὶς πέτρες ποὺ πήγανε τοῦ κάκου, κι ἀντὶς νὰ σπάσουνε κεφάλια, γίνανε σκολειό. Οἱ πέτρες, ποὺ ξέρουνε τί θὰ πῇ σκλαβιά, μέσα τους θα τὄχουνε καημό. Ἕνα χοντρὸ σίδερο, ἕνα παλούκι, μιὰ τράβα, ἔνα δοκάρι δὲν μπορῶ νὰ διῶ, χωρὶς νὰ δακρίσουνε τὰ μάτια μου, ποὺ δὲ σηκώνεται, Τοῦρκο νὰ σκοτώσῃ... Ἂς τἀφήσουμε πιὰ ἀφτά! Δὲ μᾶς φελοῦνε καὶ πέρασε ἡ ὥρα. Ἂς πάρουνε ἄλλοι τὴν Πόλη! Ἂς τὴν ἔχουνε, ὥςπου καὶ κεῖνοι νὰ τσακιστοῦνε, σὰν ποῦ τὄλεγε ὁ γέρος. Τὴν Πόλη, Θέ μου, καὶ τί θὰ τὴν κάμουμε τώρα; Μόλις τὸ μικρό βασίλειο ξέρει νὰ κυβερνηθῇ. Ἂς μᾶς γλυτώσουνε ἄλλοι πρῶτα ἀπὸ τὰ δικά μας τὰ χέρια. Ποῦ θὰ τὰ βγάλουμε στὸ κεφάλι μὲ δυὸ πρωτέβουσες, ποὺ ἡ μιὰ μᾶς ἀφανίζει; Τὶς δυὸ πρωτέβουσες κάποιος ἄλλος ἂς τὶς κάμῃ. Τότες βλέπουμε τί λογῆς ζυγαριὰ θὰ πάρῃ, γιὰ νὰ μὴ σπάσουνε τοὺς δίσκους ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ Πετρούπολη κι ἀπὸ τἄλλο ἡ Κωσταντινούπολη.

Οἱ Πολίτες δὲν τὴν πολυθέλουνε ἀφτὴ τὴ ζυγαριά. Μήτε γὼ δὲν τὴ θέλω, μὰ τί νὰ κάμω; Ὅσο κάθεστε ἥσυχοι καὶ προσμένετε, μὴ γυρέβετε ἄλλα. Κάποτες ἀκοὺς καὶ κάτι παιδιακήσια· — «Ἂς τὴν κρατοῦνε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, ὥςπου νὰ πάρουμε δύναμη.» Γιὰ νὰ δυναμώσῃ τὸ χέρι, πρέπει νὰ δίνῃ ὅλο γροθιές· ἅμα φορέσῃ γάντι, μουδιάζει. Ἀμέ, σ’ ἀφτὸ τὸ διάστημα, οἱ Ῥούσσοι τί θὰ κάμουνε; Ἐκείνοι δὲ θὰ δυναμώσουνε; Οἱ δικοί μας μόνο θὰ δυναμώσουνε, ποὺ μήτε πιστολιὰ δὲν ξέρουνε νὰ τραβήξουνε; Οἱ καλοί μας οἱ Πολίτες ἔτσι τὸ πιστέβουνε καὶ γιὰ τοῦτο ζοῦνε ἥσυχα μὲ τὸ φονιά τους.

Φτάνει, φτάνει ὁ βάρβαρος νὰ φύγῃ, ποὺ μοῦ χαλνᾷ τὸ κέφι καὶ δε μ’ ἀφίνει τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ! Δὲ μὲ μέλει ποιὸς θὰ τὸν καταστρέψῃ· μόνο νὰ καταστραφῇ! Πρῶτα εἴχανε καὶ τὸ μεγαλεῖο τους· τώρα καταντήσανε καραγκιόζηδες τῆς Ἐβρώπης. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πατήσανε τοῦτο τὸ χώμα, φέρανε τὴν κατάρα μαζί τους. Ὁ Τοῦρκος δὲν προδέβει· σφάζει καὶ στέκεται· πνίγεται στὸ αἶμα ποὺ χύνει. Ἡ θρησκεία του εἶναι ὁ πρῶτος του ὀχτρός· δὲν τὸν ἀφίνει νὰ πάῃ ὀμπρός, γιατὶ τοῦ μπλέκει τὰ ποδάρια. Ἀλλοίμονο στὸ Ῥωμιὸ ποὺ δὲν τὸ νοιώθει! Ὁ Τοῦρκος ἢ πρέπει νὰ εἶναι παντοδύναμος ἢ τίποτα νὰ μὴν είναι — ἢ βασιλιὰς ἢ δοῦλος. Ἂς γυρίσῃ πίσω τὸ λοιπὸ στὴν κόκκινη μηλιά, ἀφοῦ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ κυβερνήσῃ τὸν κόσμο. Ἂπὸ ποῦ ξεσπάσανε, ἀπὸ ποῦ μᾶς ἤρθανε τέτοιοι βάρβαροι στὴν Ἐβρώπη; Τὸ χῶμα μας δὲν τοὺς σηκώνει. Νικήσανε καὶ νικηθήκανε οἱ ἴδιοι. Ὡς καὶ στὰ καλὰ ποὺ μᾶς κάμανε, δείξανε τί λίγο μυαλὸ ποὺ εἴχανε. Παντοῦ στὴν ἱστορία βλέπουμε καὶ διαβάζουμε πὼς ὁ νικητὴς ἄλλη ἔννοια δὲν ἔχει, ἅμα πάρῃ ἕναν τόπο, παρὰ νὰ τὸν πιάσῃ καλά· γίνεται ἕνα μὲ τοὺς νικημένους καὶ σὲ μερικὰ χρόνια, σὰ στὴ Γαλλία, στὴ Γερμανία, στὴ Ῥουσσία, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ ξεδιακρίνῃς τὸν ἕναν ἀπό τὸν ἄλλο. Ὁ νικητὴς θρέφεται καὶ δυναμώνει μὲ τοῦ ντόπιου τὸ αἷμα. Ἀφτοὶ δὲν μπορέσανε ποτέ τους νὰ γίνουν ἔθνος. Τοὺς στράβωνε ὁ φανατισμός. Ἅμα πλάκωσε ὁ καταχτητής, ἅμα μπῆκε στὴν Πόλη, ξεχώρισε Τοῦρκο καὶ Χριστιανό. Ἔμεινε ξένος μέσα σ’ ὅλους. Δὲ συντρόφιασε μὲ κανένανε καὶ τέσσερεις αἰῶνες ζήσαμε ὁ ἔνας κοντὰ στὸν ἄλλο, σὰν τὸ σκύλο μὲ τὴ γάτα. Κρῖμας ὅμως ποὺ εἴτανε κεῖνοι τὸ σκυλὶ — καὶ ποὺ ἐμεῖς δὲ φανήκαμε οὔτε γάτα.

Τέτοια συλλογιόμουνε κ’ ἔλεγα μέσα μου, ὅσο περπατοῦσα στοὺς δρόμους καὶ σεργιάνιζα τὴν Πόλη. Θυμόμουνε τὴ Σύρα ὅπου εἶχα κατεβῆ δυὸ μέρες πρὶ φτάσω στὴν Πόλη. Γιατί νὰ σταθῶ πρῶτα στὴ Σύρα; Ἡ Σύρα μοῦ φαρμάκεψε τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Πόλης καὶ μοῦ χάλασε τὸν οὐρανὸ ποὺ βλέπω τώρα ἀπὸ πάνω μου. Πολὺ πιὸ ὄμορφη ἀπό τὴν Πόλη μοῦ φαίνεται ἡ Σύρα! Ἡ Σύρα εἶναι λέφτερο χῶμα. Τί λαμπρὰ ποὺ θὰ κοιμοῦνται τὴ νύχτα οἱ Συριανοί! Στὴ Σύρα δὲν ἔχεις πλάκα στὸ κεφάλι, δὲ σοῦ πέφτει βάρος στὸ στομάχι. Ὁ οὐρανὸς γλυκογελᾷ· ἡ καρδιὰ ξεθυμαίνει. Ἂχ! δὲν εἶναι οὐρανὸς στὸν κόσμο, δὲν εἶναι ὡραιότητα στὴ φύση ποὺ νἀξίζῃ τὴ λεφτεριά. Ὅπου λείπει, εἶναι νύχτα καὶ σκοτάδι· ὅπου βασιλέβει, ξεπερνᾷ τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς της. Στὴ Σύρα Τοῦρκο πιὰ σήμερα δὲ βλέπεις. Ἀπ' ὅσους εἴτανε πρί, ἕνας ἀπόμεινε μοναχά. Ὅτι κατέβηκα, τὸν πῆρε τὸ μάτι μου. Φοροῦσε φέσι• γονατισμένος κατὰ γῆς, ἔσκυφτε τὸ κεφάλι• δὲν ἔβλεπα τὸ πρόσωπό του. Ἕνας Ῥωμιός, ἀπὸ πάνω του, στεκότανε ὄρθιος κ' ἔσπρωχνε τὸ ποδάρι στοῦ Τούρκου τὴ μύτη. Μοῦ φάνηκε μιὰ στιγμὴ πὼς ὁ Τοῦρκος προσκυνοῦσε τὸ Ῥωμιό. Ὕστερα κατάλαβα• ὁ Τοῦρκος εἴχε γίνη λουστρατζής! Τὸν περασμένο χειμώνα, κι ἀφτόνε τὸν Τοῦρκο κοντέψανε οἱ Συριανοὶ νὰ τὸν πνίξουνε. Ἣ πρέπει ὁ Τοῦρκος νὰ πατῇ τοῦ ἀλλουνοῦ τὸ κεφάλι ἢ πόδι νὰ φιλῇ. Καὶ γιὰ τοῦτο τώρα στὴν Πόλη θυμοῦμαι μὲ γλύκα τὴ Σύρα, ὅπου φιλοῦσε πόδι.