Το ταξίδι μου/Παρίσι

Από Βικιθήκη
Το ταξίδι μου
Συγγραφέας:
Παρίσι



Παρίσι μου, νὰ σὲ ξεχάσω δὲν μπορῶ! Οἱ κουβέντες, τὰ γέλοια καὶ τὰ παιχνίδια δὲ μὲ διασκεδάζουνε. Πάντα σὲ σένα πάει ὁ νοῦς μου. Κι ὡςτόσο μποροῦσα ἄλλα νὰ συλλογιστῶ, μποροῦσε ἡ καρδιά μου νὰ χαρῇ. Προβαίνει τὸ βαπόρι καὶ μοῦ δείχνει νέα θάλασσα, νέο κόσμο· σὰ νὰ περηφανέβεται ποὺ βλέπει τόσα κύματα καὶ δὲν τὰ φοβᾶται· ἥσυχο προχωρεῖ καὶ ξεσκεπάζει στὰ μάτια μου μπροστά, ὅταν εἶναι μέρα, τὴν αἰώνια καλοσύνη τοὐρανοῦ μας, ὅταν εἶναι νύχτα, τὶς ἄπειρες λαμπάδες ποὺ τρέμουνε κεῖ ἀπάνω μέσα στὸ σκοτεινό τους τὸ φῶς.

Τὸ κορμί μου μοναχὰ σέρνει μαζί του τὸ βαπόρι, τὴν ψυχή μου πίσω τὴν ἀφίνει. Τοῦ κάκου συλλογιοῦμαι πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πατήσω τὸ ξακουστὸ τῆς πατρίδας τὸ χῶμα, πὼς ἡ ὥρα κοντέβει ὅπου τὰ μάτια μου θὰ χαροῦνε τὴν πανώρια θέα τῆς Ἑλλάδας, πὼς θὰ πλησιάσω τόσα θάματα τῆς φύσης, τόσα ἱερὰ τῆς ἱστορίας μεγαλεῖα! Τοῦ κάκου λέω μέσα μου πὼς γλήγορα θὰ διῶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, μοναδικὸ κατόρθωμα τῆς τέχνης, τὸν Παρθενώνα, παντοτινὴ φαιδρότητα τοῦ κόσμου!

Ὄχι! Παρίσι μου ἀγαπημένο! Πάντα ἐσένα ποθεῖ, ἐσένα σὲ κλαίει πάντα ἡ καρδιά μου. Ἡ πατρίδα μου εἶσαι σύ. Ἐσὺ μοῦ γέννησες νοῦ καὶ ψυχή. Ποῦ εἶναι πόλη νὰ σ’ ἀξίζῃ; Ποιὸς σὲ γνώρισε ποτὲς καὶ δὲ σ’ ἀγάπησε γιὰ πάντα; Με τὴ βαρειά σου τὴν ἀτμοσφαίρα, μὲ τὸ συννεφιασμένο σου τὸν οὐρανό, μὲ τὸν ψυχρό σου τὸν ἀέρα, τὸ γκάζι σου ποὺ βρωμᾷ καὶ τὸ κακό σου τὸ κλῖμα, μάγεψες τὸν κόσμο. Τί νόστιμη ποὺ εἶναι ἡ λάσπη σου, τί γλύκα ποὺ τὴν ἔχει ἡ βροχή σου! Ἡ λάσπη σου μιλεῖ καὶ λέει τοῦ διαβάτη· — «Ἐσὺ ποὺ λερώνεις τὰ παπούτσια σου κι ἀφανίζεις τὸ πανταλόνι σου, μὴ σὲ μέλῃ! Ἰδέες γεμίζεις τὸ μυαλό σου. Ἅγιο χῶμα πατεῖς. Φρονήματα γενναῖα, σοβαροὺς λογισμούς, ἀγάπη τῆς λεφτεριᾶς, τῆς πρόοδος καὶ τῆς πατρίδας, φτάνει νἀνοίξῃς τὸ στόμα σου κι ὅλα μαζὶ τἀναπνές.» Γιὰ διές τις, καλέ, τὶς ἰδέες πῶς πετοῦνε τριγῦρο σου στὸν ἀέρα, ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ κι ἀπὸ κάθε μεριά. Ἡ ἀτμοσφαίρα ποὺ καταπίνεις εἶναι ἰδέες φορτωμένη· ἀπὸ παντοῦ σοῦ τριγερνοῦνε τὸ κεφάλι, ποιὰ νὰ πρωτομπῇ.

Κι ὅλο τρέχει στους δρόμους, κάνει, δείχνει, κοπιάζει, δουλέβει ὁ λαός σου. Ξυπνός, ἐργατικὸς λαός, ὁρμητικά παιδιὰ καὶ γενναῖα, πρόθυμα γιὰ τὸ καλό, φοβερὰ στὸ θυμό τους. Δὲν πρέπει νὰ τὰ πειράξῃς· ξέρεις νὰ τὰ πιάσῃς, σὰν πρόβατα σ’ ἀκολουθοῦνε· ὁρμοῦνε σὰν τὸ θεριό, ἅμα τἀγγίξῃς. Δὲ θέλουνε σκλαβιά· τοὺς βασιλιάδες δὲν τοὺς φοβοῦνται, κι ὅταν τοὺς βαρεθοῦνε, ἁπλώνουνε τὸ χέρι καὶ τοὺς σπάνουνε σὰν τὰ παιχνίδια. Οἱ πέτρες στοὺς δρόμους σηκώνουνται μοναχές τους· ἡ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη ἀνεβαίνει· τἀμάξια ποὺ περνοῦνε, στέκουνται κ’ ἐφτὺς γίνουνται πύργοι· τὰ κάγκελλα τὰ κάνουνε κοντάρια, καὶ τὸ φύσημά τους μπαρούτι. Ὥςπου νὰ γυρίσῃς νὰ διῇς, βρεθήκανε μπάλλες, πιστόλια καὶ τουφέκια· δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ βγήκανε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ σπίτια, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ κελλάρια, μαζώνουνται, πηδοῦνε, ξεφυτρώνουνε καρέγλες, ξύλα, γυαλιά, σίδερα, μολύβι. Ὅλα μαζὶ στὴ μέση τοῦ δρόμου σωρέβουνται, μεγαλώνουνε, ἄξαφνα γίνουνται βουνὸ κι ἀφτὸ τὸ βουνὸ – ἄχ! Πόλη μου καημένη, ποῦ νὰ τὰ ξέρῃς ἐσὺ ἀφτά; – λέει στοὺς τυράννους· – «Ἴσα μὲ δῶ, ἀρχοντικό μου, κι ὄχι παρέκει!»

Μὲ τὰ βουνά σου τὰ ξαφνικά, Παρίσι μου ποθητό, ἔσωσες τὴν Ἐβρώπη κι ἀκόμη θὰ τὴ σώσῃς. Ὅλα σὲ σένα τὰ χρωστοῦμε. Ἐσὺ θυσιάστηκες γιὰ τὸν κόσμο. Ἀπό σένα πρωτομάθαμε λεφτεριὰ τί θὰ πῇ. Δὲ σοῦ ἔμελε μόνο γιὰ σένα· τὴν ἀθρωπότητα ἁλάκαιρη συλλογιόσουνε. Τοὺς δικούς σου τοὺς τυράννους δὲ σ’ ἔφτασε ὄξω νὰ τοὺς πετάξῃς· εἶχες στὸ νοῦ σου τὴν οἰκουμένη· τὴ γὶς θέλησες νὰ γλυτώσῃς. «Ὅλοι οἱ ἀθρῶποι εἶναι ἀδέρφια κ’ ἔχουν ἕνα νόμο.» Ἔτσι μηνοῦσες τῆς Ἐβρώπης, ὅταν καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, βασίλεια καὶ δημοκρατίες, τρέμανε μπροστά σου καὶ σκύφτανε τὸ κεφάλι. «Λεφτεριά. Ἰσότη. Ἀδερφοσύνη», τέτοια λόγια μᾶς ἔλεγες τότες κι ἀκούστηκε μακριὰ μακριὰ ἡ φωνή σου. Θέλει δὲ θέλει, ἀργὰ ἢ νωρίς, ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ μᾶς ἄνοιξες, πρέπει σήμερις ὁ κόσμος νὰ περάσῃ. Οἱ βαρβάροι δὲ θὰ βαστάξουνε πολλὴ ὥρα. Ὅποιος δὲν ξέρει λεφτεριά, ἰσότη κι ἀδερφοσύνη, – ὅποιος γυναῖκες δὲν ψηφᾷ καὶ λέει τοὺς ἄντρες σκυλιά – ἂς ξολοθρεφτῇ ἡ βασιλεία του κι ἂς ἀφανιστῇ τὄνομά του!

Γίνεται λοιπό, Παρίσι μου νὰ σὲ ξεχάσω τώρα ποὺ τρέχω στὴ χώρα τῆς σκλαβιᾶς, τώρα ποὺ πάω στὴν Πόλη; Τί μὲ μέλει ἡ Ἁγιὰ Σοφιά; Τὴν ἱστορία σου μελετῶ, τὴ φήμη σου τὴ ζουλέβω· μὲ πόνο ψυχῆς, μὲ καρδιοχτύπι καὶ μὲ δάκρια σὲ θυμοῦμαι. Ἄντρα μ’ ἔκαμες ἐσύ· μoῦ ἔμαθες νὰ δοξάζω τὴ λεφτεριά, νὰ σέβουμαι, νἀγαπῶ τὰ μεγάλα τὰ κεφάλια ποὺ γέννησες καὶ ποὺ πάντα γεννᾷς, – νὰ τὰ σέβουμαι, γιατὶ κυνηγοῦνε τὸ καλὸ καὶ ξέρουνε νὰ μᾶς δείξουνε ποῦ θὰ τὸ βροῦμε καὶ μεῖς – νὰ τἀγαπῶ, γιατὶ μαζί τους γεμίζει θάῤῥος ἡ καρδιά καὶ σὰ νὰ σοῦ φωνάζουνε· — «Πρόσεχε, παιδί μου, καὶ σὺ κάτι νὰ φανῇς, τὴν πατρίδα σου νὰ δουλέψῃς.» Ἐσὺ μοῦ ἔθρεψες τὸ νοῦ· ἔφαγα τὸ ψωμί σου, βύζαξα τὸ γάλα σου, καὶ τὸ χῶμα σου ἔγινε χῶμα μου.

Γιὰ τοῦτο καὶ τώρα στὸ ταξίδι, τὴ νύχτα ποὺ βγαίνουνε τἄστρα στὸ σεργιάνι, τραβιοῦμαι μοναχός μου στὸ κατάστρωμα, ἀκκουμπῶ στὸ κατάρτι καὶ σὲ συλλογιοῦμαι. Ὅλα μὲ μιᾶς τὰ θυμοῦμαι, ὅλα τὰ ξαναβλέπω, ὅσο ἡ φύση κοιμᾶται κι ὁ οὐρανὸς ξαπλώνει ἀπάνω στὴ θάλασσα τὸ μυστικό του σκοτάδι. Ἕνα δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω, ἕνα μοῦ δέρνει τὸ νοῦ, σὰν τὸ κῦμα ποὺ δέρνει τὸ βαπόρι. Ποτὲς ὅπως ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ταράχτηκα στὴ ζωή μου. Νύχτα εἴτανε καὶ τότες, νύχτα τρομαχτικὴ γιὰ μένα. Εἶχε πεθάνει ὁ μεγάλος ὁ γέρος, ὁ Βιχτὼρ Οὐγκώ, ὁ γενναῖος ὁ φίλος τῆς Ἑλλάδας. Ὅσο ζοῦσε, πήγαινα σπίτι του συχνὰ καὶ τὸν ἔβλεπα. Ἕνα βράδυ, μὲ τὴ βαρειά του φωνὴ – σὰ νὰ μιλοῦσε μνῆμα – μοῦ εἶπε δυό του στίχους γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Σὲ λίγες μέρες πέθανε. Καὶ πολὺ πιώτερο ἀκόμη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια ποὺ μοῦ ἔλεγε, μὲ τάραξε ὁ θάνατός του.