Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το ταξίδι μου/Η γιανούλα

Από Βικιθήκη
Το ταξίδι μου
Συγγραφέας:
Η γιανούλα


Δὲν ἔκαμα τίποτα στὴ ζωή μου, χωρίς νὰ ῥωτήσω πρῶτα τὴ γιαγιά μου. Ἐμένα ἀγαποῦσε μέσα σ’ ὅλα της τὰ παιδάκια. Τὴν ἔλεγα γιανούλα καὶ τῆς ἄρεζε νὰ τἀκούῃ. Ὅλα της τὰ χάδια, ὅταν εἴμουνε παιδί, ὅλες μου τὶς τρέλλες καὶ τὰ τρυφερά της μαλλώματα, τὰ θυμούμουνε κάθε φορὰ ποὺ τὴ φώναζα γιανούλα. Ἔβλεπε ἀμέσως πὼς γύρεβα νὰ τὴν καλοπιάσω. Ὅταν ἔγινα μεγάλος, συχνὰ ἀκόμη ἔτσι τῆς μιλοῦσα. Τί μοναδικὴ γυναίκα ποὺ εἴτανε κείνη! Πόσες ἀνοησίες μ’ ἐμπόδισε νὰ κάμω, κι ἂς μοιἀζανε κάποτες οἱ ἀνοησίες μου σωστές! Πόσα καλά, πόσα φρόνιμα λόγια εἶχε πάντοτες νὰ μοῦ πῇ! Μὲ τί τρόπο ἤξερε νὰ μ’ ἁρμηνέψῃ! Μόνες οἱ γυναῖκες γνωρίζουνε, χωρὶς νὰ τὴ μάθανε ποτέ τους, τὴν τέχνη ποὺ μαλακώνει τὴν καρδιὰ καὶ πείθει τὸ νοῦ. Ὁ λόγος τους μπαίνει ἴσια μέσα στὴν ψυχή. Ἡ γυναίκα, ὅ τι γεννηθῇ, εἶναι μάννα· μάννα τὴν ἔχει ἡ φύση καμωμένη, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ξέρει μωρὰ νὰ μᾶς νανουρίζῃ, νὰ μᾶς ἡσυχάζῃ μὲ τὸ φιλί της, ἔτσι καὶ κατόπι, μὲ τὴν ἴδια καλοσύνη, μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη, ξέρει νὰ παρηγορῇ, ξέρει νὰ κάμῃ μέλι τὴ ζωή μας.

Μιὰ γλύκα ξεχωριστὴ εἴχανε τῆς γιανούλας μου τὰ λόγια· εἴχανε τὰ λόγια της μιὰ φρόνηση δική τους. Τὸ πρόσωπό της εἶχε ἕνα χαμογέλοιο ἔξυπνο καὶ τρυφερὸ συνάμα· τέτοιο καὶ τὸ μίλημά της. Δὲν εἴμουνε ἐγὼ ποὺ τὴν ἔκανα κάπου κάπου νὰ ξεχνᾷ τὶς τόσες πίκρες τῆς ζωῆς της, τὶς δυστυχίες ποὺ σὰν τἀγκάθια κεντούσανε τὴν καρδιά της· μ’ ὅλα της τὰ χρόνια εἴτανε κείνη ποὺ μ’ ἔσπρωχνε, ποὺ μοῦ ἔδινε θάῤῥος, ποὺ μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ μὴν ἀπελπίζουμαι. Μαζί της ἡσύχαζα. Ἅμα εἶχα κανέναν καημό, ἀμέσως στὴ γιανούλα! Ἔτσι καὶ τώρα. Ὅση βία κι ἂν εἶχα νὰ βγῶ στὸ ταξίδι, νὰ διῶ τὴν πατρίδα, νὰ χαιρετήσω τοὺς δασκάλους, συλλογίστηκα μέσα μου· — «Καλὸ εἶναι νὰ πάω πρῶτα νὰ βρῶ τὴ γιαγιά μου, τί θὰ μοῦ πῇ.»

Ὅταν πῆγα, τὴν ἧβρα καθησμένη στὴν πολτρόνα της· φοροῦσε τὴ μάβρη της σκούφια λίγο στραβὰ στὸ πλάγι, ποὺ τῆς σκέπαζε τὸ ἕνα της τἀφτί· εἴτανε πάντα μαβροφορεμένη κι ὡςτόσο τὴν ἔβλεπες πάντα μὲ τἀγαθό της τὸ χαμογέλοιο, ποὺ ἔλαμπε μέσα στὰ ζωηρά της, τὰ γλυκά της τὰ μάτια.

— Γιανούλα μου χρυσή, τὴν ἐφκή σας! Τὄχω ἀπόφαση ἀπὸ χτές· θὰ σύρω στὴν Ἑλλάδα. Ἀποθύμησα τοὺς ὁμογενεῖς (ἀφτὴ τὴ λέξη, θυμοῦμαι, ἡ γιανούλα δὲν τὴν ἀγαποῦσε). Κοιμᾶται μέσα στὸ στῆθος βαθιὰ τῆς πατρίδας ἡ ἀγάπη· ἄξαφνα μιὰ μέρα, καὶ κεῖ ποὺ κανεὶς δὲν τὸ προσμένει, παίρνει φωτιά, κορώνει σὰ σπίθα κρυφὴ καὶ σοῦ καίει γλυκὰ τὴν ψυχή.

— Ὁ ἴδιος εἶσαι ποὺ εἴσουνε πάντα, ὁρμητικό, πεταχτὸ παιδί, μεγαλόκαρδο κι ἀστόχαστο. Δὲν κάθεσαι, Γιάννη μου, στὴ γωνιά σου; Σωστὸ νἀγαπᾷ κανεὶς τὴν πατρίδα του, νὰ τὴ θυμᾶται, ἀκόμη κι ἂν ἔκαμε ἄλλη πατρίδα· ἡ ἰδέα σου φρόνιμη μοιάζει κι ὁ πόθος σου φαίνεται καλός. Μὰ δὲν τὸ βλέπεις πὼς κάνεις τρέλλα; Πρῶτα πρῶτα δὲ μοῦ λές, ἀπὸ πότε σ’ ἔπιασε τόσος πατριωτισμός, ἐσὺ ποὺ δὲ θέλεις νἀκούσῃς τέτοια λέξη;

— Ἀπό χτές, γιαγιάκα μου, ἀπὸ χτές! Ἀλήθεια εἶναι, τὄχω ἀφτὸ τὸ κακό· σιχαίνουμαι τὰ λόγια, καὶ ντρέπουμαι, γιὰ τὸ παραμικρὸ πρᾶμα ποὺ θὰ κάμῃ κανείς, νὰ βγάζῃ τόση λέξη ἀπὸ τὸ στόμα του. Σιχαίνουμαι τὸν πατριωτισμό, γιατὶ κάτι νομίζουνε πὼς λὲν ὅσοι γιὰ πατριωτισμὸ σοῦ μιλοῦνε. Σιχαίνουμαι τοὺς φαφλατάδες, τοὺς φωνακλάδες τοὺς μισῶ! Μ’ ἀρέσει δουλειά, ὄχι ῥητορικὴ καὶ φωνές.

— Τί πὰς τότες στὴν Ἑλλάδα; Τί πὰς νὰ κάμῃς μὲ τοὺς ὁμογενεῖς; Ὅλες σας οἱ ἰδέες ἀντίθετες· ἔλα νὰ τὶς πάρουμε μιὰ μιά. Πρῶτα πρῶτα, ποτέ σου δὲ θέλησες νὰ τὸ πιστέψῃς πὼς ἔχουμε στὶς φλέβες μας μέσα, ἴδιο κι ἀπαράλλαχτο, τῶν ἀρχαίωνε τὸ αἷμα. Λὲς πὼς καὶ σὲ μᾶς, ὅπως καὶ σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου, ἀρχαίους καὶ νέους, αἴματα ξένα πολλὰ μὲ τὸν καιρὸ ἀνακατωθήκανε καὶ στὸ τέλος γενῆκαν ἕνα.

— Δὲν πρέπει λοιπὸ νὰ λέμε τέτοιο πρᾶμα;

— Ὄχι! Πρέπει νὰ μὴ μοιάζουμε μὲ κανένα ἔθνος. Ἂς πὰ νὰ εἶναι καὶ καθὼς τὸ θέλεις, δὲ σοῦ λέω· ἂν εἶναι, πῶς μποροῦμε κιόλας νὰ κάμουμε νὰ μὴν εἶναι; Νὰ ποῦμε ὅμως τὴν ἀλήθεια, δὲ γίνεται. Γιά στοχάσου το λιγάκι! Ἐσὺ τώρα, εἶχες ἕναν παπποῦ Ἰταλό· ὁ ἄλλος σου παπποῦς εἴτανε Χιώτης καὶ μένα ὁ πατέρας μου Ἀρβανίτης. Ταιριάζει, σὲ παρακαλῶ, νὰ φανερώσῃς ποτέ σου τέτοια γενιά; Πρέπει νὰ τὴν ἀρνηθῇς. Ἡ Ἐβρώπη, ποὺ σ’ ἔχει γιὰ ἀπόγονο τοῦ Περικλῆ, τί θὰ πῇ, ἅμα τὸ μάθῃ; Ἀμέσως ξεπέφτεις.

— Ὄχι μόνο δὲν ξεπέφτω· μοῦ φαίνεται μάλιστα πὼς ἀνεβαίνω. Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξῃ νὰ ντραπῶ γιὰ τὴν ἀλήθεια· πιώτερο ἀπὸ καθετὶς ἡ ἀλήθεια μᾶς τιμᾷ. Πήραμε αἵματα ξένα, τὰ κάμαμε δικά μας. Ποιὸς βλέπει σήμερα στὴν Ἑλλάδα πὼς καὶ Φράγκοι καὶ Σλάβοι τὴν ἔχουνε πατημένη, πὼς μᾶς χύσανε ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος μιὰ σταλιὰ αἷμα στὴ φλέβα μας τὴ ῥωμαίϊκη; Ῥωμιὸς εἶναι, Ῥωμιὸς λέγεται ὁ καθένας, ἡ καρδιά του φωνάζει Ῥωμιός. Νίκησε τὸ ἑλληνικὸ τὸ στοιχεῖο, κ’ ἔτσι πλουτίσαμε μὲ δύναμη νέα καὶ μὲ νέα ζωή.

— Τέτοια φιλοσοφία, παιδάκι μου, δὲν τὴ σηκώνουμε ἀκόμα. Θέλεις νὰ συφωνοῦνε οἱ ἄλλοι μὲ τὴν ἰδέα σου; Πρέπει πρῶτα νὰ πάρῃς ἐσὺ τὴ δική τους. Ποιοὶ εἶναι ποὺ ἔχουνε πέραση στὸν κόσμο; Ὅσοι ξέρουνε καὶ κολακέβουνε τοὺς ἀθρώπους. Ποιοὺς ἀγαποῦνε στὴν Ἑλλάδα; Ὅσους ὅλο τὰ ἴδια κοπανίζουνε. Ἔτσι νὰ τὸ κάμῃς καὶ σύ. Ὅ τι σοῦ ποῦνε, ποτέ σου νὰ μὴν πῇς ὄχι. Ἂν ἀκούσῃς μάλιστα τίποτα για τὴν προφορά, ἀμέσως σώπα. Θὰ τὸ καταφέρῃς; Δὲν τὸ πιστέβω. Κανεὶς ὡς τώρα δὲν μπόρεσε νὰ σὲ καταπείσῃ, πὼς δυὸ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια στάθηκε δυνατὸ νὰ προφέρνουμε πάντοτες μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κάθε τριάντα χρόνια παντοῦ, λές, ἀλλάζει κάθε προφορά. Πρόσεχε καλά· θὰ πειράξῃς καὶ τοὺς ἄλλους λαούς. Φαντάσου νὰ βγοῦνε τώρα στὴ μέση κ’ οἱ Ἐβρωπαῖοι! Ἂν ποῦμε στοὺς Γάλλους πὼς δὲ μιλοῦνε σήμερις ἀπαράλλαχτα σὰν ποὺ μιλούσανε ἢ στὰ χίλια ἢ στὰ χίλια διακόσια, θὰ νομίσουνε πὼς τοὺς βρίζουμε. Μήπως κι ἀφτοὶ δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι Γάλλοι ποὺ εἴτανε καὶ τότες; Τὸν πατριωτισμὸ τί τὸν κάνεις;

— Τὸν ἀφίνω κεῖ ποὺ πρέπει. Ὁ Πλάτωνας βέβαια δὲν πρόφερνε σὰν τον Ὅμηρο. Στοχάστηκε ποτὲς κανένας νὰ τοῦ πῇ πὼς δὲν εἶταν Ἕλληνας καὶ κεῖνος σὰν τὸν Ὅμηρο; Δὲν εἴμαστε ἀκόμη σὰν τοὺς πεθαμμένους. Δὲ μᾶς πλάκωσε ὁ τάφος, νὰ βουβαθοῦμε. Οἱ πεθαμμένοι μονάχα δὲν ἀλλάζουνε. Ἕνας ζωηρός, δραστήριος λαὸς σὰν τὸ δικό μας, τουλάχιστο κάθε τριάντα χρόνια βγάζει καινούρια προφορὰ κι ἀπὸ κεῖ φαίνεται πὼς εἶναι ὁ ἴδιος λαός. Ἔτσι μᾶς δείχνει ἴσια ἴσια πόση ἐνέργεια ἔχει μέσα του ἡ ψυχή του, πόσο τρέχει μέσα στὸ στόμα του ἡ γλώσσα του. Ἴσως εἶναι τἀφτιά μου χαλασμένα· μὰ τέτοια ἀκούω νὰ μοῦ λέῃ σιγὰ σιγὰ ὁ πατριωτισμός. Ὁ πατριωτισμὸς θέλει πρῶτα πρῶτα νὰ ξέρουμε τί γίνεται στὸν κόσμο, τί λένε καὶ τί κάνουνε οἱ ἀληθινοὶ σοφοί. Καιρὸς εἶναι ποὺ κατάλαβε ἡ ἐπιστήμη μὲ τί τρόπο, μὲ τί νοῦ πρέπει κανεὶς νὰ πιάνῃ τέτοια ζητήματα· ἔμαθε νὰ ξεχωρίζῃ πράματα ποὺ μαζὶ δὲν ταιριάζουνε· ἄλλο πατριωτισμὸς κι ἄλλο γλωσσολογία. Μόνοι μας θὰ μείνουμε πίσω, μέσα στἄλλα τὰ ἔθνη; Ἕνα βλέπω καὶ λυποῦμαι, πὼς μὲ τὶς ἰδέες μας, μὲ τὸ μπόσικό μας τὸ πεῖσμα γενήκαμε περιγέλοιο στὸν κόσμο. Καὶ τὴ λύπη μου τούτη τὴ λέω πατριωτισμό.

— Ἐμένα, θὰ μὲ ξεχνιάσῃς μὲ τὰ λόγια σου; Σὲ κατάλαβα καὶ βλέπω ποῦ θέλεις νὰ μὲ φέρῃς. Τοὺς δασκάλους καὶ τὴ γλώσσα τους πολεμᾷς νὰ ξεπαστρέψῃς. Καὶ ποιόνα ἐλπίζεις νἄχῃς μὲ τὸ μέρος σου; Ὅλος ὁ κόσμος λέει τὴ γλώσσα μας βάρβαρη· ἐσὺ λὲς πὼς νὰ μὴν τὴν ξέρουμε εἶναι βάρβαρο. Ἐμεῖς φωνάζουμε πὼς διόρθωση θέλει· ἐσὺ γράφεις πὼς διόρθωση θέλει τὸ κεφάλι μας. Ἄραγες θὰ βρεθῇ κανένας νὰ σὲ πιστέψῃ; Ὁ καθένας νομίζει πὼς γυρέβεις τὸ κακό μας. Δὲν εἶναι πιὸ φρόνιμο, δὲν εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ μιλοῦμε μιὰ γλώσσα σὰν τὴν ἀρχαία, ποὺ κανένας μας πιὰ σήμερα δὲ τὴ νοιώθει, παρὰ νὰ καθούμαστε νὰ μελετοῦμε τὴ μητρική μας γλώσσα, ποὺ καὶ τὰ μωρα παιδιὰ μπορεῖ σήμερα νὰ τὴν καταλάβουνε; Τί νὰ σοῦ πῶ; Ἀφοῦ μοῦ λὲνε πὼς μὲ ξεβγενίζει ἡ καθαρέβουσα, ἄρχισε πιὰ νὰ μ’ ἀρέσῃ τῶ δασκάλωνε τὸ σύστημα.

— Γιαγιάκα μου, ξέρετε ὅλα νόστιμα νὰ τὰ λέτε. Βλέπω καὶ γὼ ἡ γνώμη σας ποῦ πέφτει. Ἡ μόνη ἐβγένεια εἶναι τῆς ἀλήθειας ἡ ἀγάπη, κ’ ἡ ἐβγένεια ἀφτὴ δὲν κάθεται στὸ στόμα· βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ψυχή· δὲν τὴν κάνουνε τὰ λόγια· γεννιέται μὲ τὸν ἄθρωπο καὶ μεγαλώνει μὲ τὸ νοῦ του. Ἀπὸ τὴν ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ βγῇ παρὰ καλό. Γίνεται τώρα νὰ βρίζουμε τῆς μάννας μας τὴ γλώσσα καὶ μάλιστα νὰ τὸ θαῤῥοῦμε σωστό; Ἡ γλώσσα ποὺ μοῦ μιλήσατε παιδὶ εἶναι σὰ θησαβρὸς κρυμμένος στὴν καρδιά μου. Τὴ σέβουμαι ὅσο σᾶς σέβουμαι καὶ σᾶς. Τὰ καλὰ τὰ αἰστήματα κάνουνε καὶ τὶς ἰδέες τὶς καλές. Θὰ ξεχάσω ποτὲς πὼς μὲ παίρνατε στὰ γόνατά σας καὶ πὼς μοῦ λέγατε παιδί μου; Πῶς νὰ τολμήσω λοιπὸ, τὸ παιδί μου ποὺ ἄκουγα τότες, τώρα νὰ τὸ κάμω τέκνον μου;

— Μὲ τὰ χάδια δὲν πιάνεις τοὺς δασκάλους. Ἐμένα μπορεῖς νὰ μὲ πιάσῃς. Κάμε καλήτερα καμιὰ παραχώρηση. Κοίταξε νὰ τὰ σιάξῃς μὲ τοὺς ὁμογενεῖς. Βάλε νερὸ στὸ κρασί σου.

— Τὸ κρασί, μάννα μου, καλὸ καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε στὴν πατρίδα λάμπει σὰν τὸν ἥλιο κ’ εἶναι καθαρὸ σὰν τὸ διαμάντι. Δὲ θέλει κρασί· πίνεται μοναχό του. Ἔτσι καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια. Νὰ μὴν τὴν ἀνακατέβουμε· καθαρὴ νὰ τὴν πίνουμε, γιὰ νὰ μᾶς δροσίζῃ τὸ νοῦ.

Τὸ κρασί, λέω μάλιστα νὰ τἀφήσουμε ὅλους διόλου· τὸ κρασὶ μοιάζει σὰ νὰ εἶναι τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο τὸ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, ποὺ μᾶς ζαλίζει τὸ κεφάλι καὶ ποὺ μᾶς θολώνει τὴν ἀλήθεια. Κάμαμε γλώσσα καινούρια, ἀλλάξαμε προφορά, μὲ τὸ δικό μας μαζὶ πήραμε κάπου κάπου στὶς φλέβες μας μέσα κι ἄλλο αἷμα. Τὸ πρῶτο μας χρέος εἶναι νὰ τὸ ξέρουμε καὶ νὰ τὸ λέμε. Ἕνας λαὸς ὑψώνεται ἅμα δείξῃ πὼς δὲ φοβᾶται τὴν ἀλήθεια. Ὅταν τὴ φοβᾶται, θὰ πῇ πὼς δὲν τιμᾷ, πὼς δὲ σέβεται τὸν ἐαφτό του. Στολίζεται μὲ ξένα ῥοῦχα καὶ βάζει ψέφτικες θωριὲς στὸ πρόσωπό του, σὰ νὰ τοῦ φαινότανε πὼς δὲν τοῦ φτάνουνε τὰ φυσικά του στολίδια. Πρέπει νἄχουμε συνείδηση καθαρή. Ἂς ἔχουμε καὶ καλήτερη ἰδέα γιὰ τὴν καινούρια μας τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὸ νέο μας τὸ λαό. Ἂς μὴν ντρεπούμαστε νὰ φανοῦμε κεῖνο ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι θὰ δείξουμε πιώτερη ἀξιοπρέπεια. Νὰ μὴ ζητοῦμε ξένα φτειασίδια καὶ προτερήματα ποὺ δὲν τἄχουμε. Ὅσο μικρὰ κι ἂν εἶναι τὰ δικά μας, θα προκόψουμε τὴν ἡμέρα ποὺ θἄχουμε τὸ θάῤῥος νὰ περηφανεφτοῦμε γιὰ τὰ δικά μας μοναχά.

— Κάλλια, παιδί μου, νἄπιανες νἄγραφες κινέζικα, κάλλια νὰ καταγινόσουνε – εἶναι καιρὸς ἀκόμη – μὲ καμιὰ γλῶσσα τῆς Ἀουστραλίας ἢ τῆς Ἀφρικῆς, παρὰ νὰ μελετᾷς τὰ ῥωμαίϊκα. Μὴ σὲ μέλῃ· οἱ δικοί μας ποτὲς γνώση δὲ θὰ βάλουνε καὶ σὺ ἄδικα θὰ χολοσκάνῃς. Ὁ μπελὰς στὸ κεφάλι σου θὰ ξεσπάσῃ. Ἢ θα σὲ βρίσουνε ἢ θὰ κάμουνε πὼς δὲ σὲ ξέρουνε. Τουλάχιστο νὰ μοῦ τὰ λὲς ἐμένα· μὴν τὰ λὲς ἐκεινούς.

— Τὸ χρέος του πρέπει νὰ κάμῃ ὁ καθένας, ὅσο ζῇ, καὶ τὴν πεποίθηση ποὺ ἔχει μέσα ῥιζωμένη στὴν καρδιά του, σὰ σκλάβος νὰ τὴν ἀκούῃ. Ἡ πεποίθηση μέσα φωνάζει κ’ ἡ φωνή της, ἅμα βροντήσῃ μέσα στὸ στῆθος, πρέπει μὲ κάθε τρόπο ὄξω νὰ βγῇ!

— Πήγαινε τὸ λοιπό, ἀφοῦ ἔτσι τὸ θέλεις! Ποιὸς σὲ πιάνει; Μιὰ χάρη μόνο θὰ σοῦ γυρέψω. Πρόσεχε, παιδί μου, τὴ θρησκεία νὰ μὴν τὴν ἀγγίξῃς. Θρησκεία σὲ μᾶς πατριωτισμὸ σημαίνει καὶ τὸν πατριωτισμὸ τὸν ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν ὥρα.

Ἄκουσε κ’ ἕνα ἄλλο ποὺ θὰ σοὺ πῶ, νὰ σὲ βρίζουνε, μὰ ἐσὺ νὰ μὴ βρίζῃς· τράβα ἴσια τὸ δρόμο σου καὶ μὴ σὲ μέλῃ. Τρόπους καλοὺς μποροῦμε νἄχουμε πάντα· ἔχε τους καὶ σύ. Ὅ τι κι ἂ σοῦ ποῦνε στὴν ὀμιλία, πάντοτες νὰ λές ναί· ὅταν πιάσῃς τὴν πέννα, τότες ἀλλάζει· ὅσο θέλεις, τὸ ὄχι σου νὰ τὸ χτυπᾷς. Οἰ καβγάδες δὲ φελοῦνε· οἱ ἀθρῶποι πιάνουνται μὲ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια. Γιὰ νὰ τὸ θυμηθῇς ἀκόμη καλήτερα, φύλαγε στὸ νοῦ σου καὶ αὐτή μου τὴν παραγγελιά·

Μ’ ὅλους ὄμορφα, παιδί μου,
νὰ φερθῇς μὴ λησμονήσῃς
— Καὶ στὸν Κόντο νὰ μὴν κάμῃς
Γλωσσικὰς Παρατηρήσεις.