Το ταξίδι μου/Δυο λόγια
←Πρόλογος της δέφτερης έκδοσης | Το ταξίδι μου Συγγραφέας: Δυο λόγια |
Πόθος κρυφός→ |
Ὅποιος μὲ διαβάσῃ θὰ καταλάβῃ μὲ τί σκοπὸ ἔγραψα τὸ Ταξίδι μου. Γλώσσα καὶ πατρίδα εἶναι τὸ ἴδιο. Νὰ πολεμᾷ κανεὶς γιὰ τὴν πατρίδα του ἢ γιὰ τὴν ἐθνικὴ τὴ γλώσσα, ἕνας εἶναι ὁ ἀγῶνας. Πάντα ἀμύνεται περὶ πάτρης.
Ἡ ζωή μου εἶναι τῆς Γαλλίας. Ὅ τι εἶμαι, στὴ Γαλλία τὸ χρωστῶ. Τὴν ἀγαπῶ σὰ μητέρα καὶ σὰν πατρίδα. Ἔγινα παιδί της στὴν ὥρα τῆς δυστυχίας καὶ τῆς θλίψης· πῶς νὰ μὴν τὴ λατρέβω; Γεννήθηκα ὅμως Ῥωμιὸς καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω· ἔχω χρέη καὶ στὴν Ἑλλάδα. Θέλησα νὰ τῆς τὸ δείξω. Ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τῆς εἶμαι χρήσιμος στὸν πόλεμο, τουλάχιστο πολεμῶ γιὰ τὴν ἐθνική μας γλώσσα. Ἕνα ἔθνος, γιὰ νὰ γίνῃ ἔθνος, θέλει δυὸ πράματα· νὰ μεγαλώσουνε τὰ σύνορά του καὶ νὰ κάμῃ φιλολογία δική του. Ἅμα δείξῃ πὼς ξέρει τί ἀξίζει ἡ δημοτική του γλώσσα κι ἅμα δὲν ντρέπεται γι’ ἀφτὴ τὴ γλώσσα, βλέπουμε πὼς τόντις εἶναι ἔθνος. Πρέπει νὰ μεγαλώσῃ ὄχι μόνο τὰ φυσικά, μὰ καὶ τὰ νοερά του τὰ σύνορα. Γι’ ἀφτὰ τὰ σύνορα πολεμῶ.
Ἄλλα δὲν εἶχα νὰ πῶ στὸν πρόλογό μου. Ὅσοι πιάσουνε τὸ βιβλίο μου στὸ χέρι γιὰ νὰ διασκεδάσουνε καὶ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα – νὰ τὸ πῶ φανερά, γι’ ἀφτοὺς γράφω – δὲν ἔχουνε ἀνάγκη μήτε νὰ τοὺς ξηγήσω τὀρθογραφικὸ σύστημα ποὺ ἀκολούθησα, μήτε νὰ τοὺς δώσω λόγο γιὰ κάθε λέξη, γιὰ κάθε φράση ποὺ ἔγραψα. Δὲν ἔβαλα ἕναν τύπο γραμματικό, δὲν ἔγραψα μιὰ λέξη, μιὰ συλλαβὴ στὸ βιβλίο μου, χωρὶς νὰ τὸ συλλογιστῶ πρὶν ὧρες, μπορῶ μάλιστα νὰ πῶ χρόνια, ἀφοῦ κάθε χειμῶνα στὰ δημόσια μαθήματα ποὺ δίνω, τῆς γλώσσας μας τὴν ἱστορία μελετῶ.
Ὅποιος πάλε θέλει νὰ μὲ διαβάσῃ γιὰ νὰ μὲ κατακρίνῃ, γιὰ νὰ βρῇ λάθη, γιὰ νὰ κάμῃ τὸ δάσκαλο, τὸν παρακαλῶ πρῶτα νὰ ῥίξῃ μιὰ ματιὰ στὰ ἐπιστημονικὰ καὶ φιλολογικά μου δοκίμια – στὰ Ἱστορικὰ ζητήματα καὶ στὰ γαλλικά μου συγράμματα. Γιὰ νὰ μὲ κατηγορήσῃ, πρέπει πρῶτα νὰ διῇ μὲ τί ἰδέα γράφω κι ἂν ἀκολούθησα παντοῦ τὴν ἴδια ἰδέα ἢ ὄχι. Θὰ μοῦ κάμουνε παρατήρηση γιὰ πολλὰ πράματα ποὺ ἀποκρίθηκα ἀλλοῦ, χωρὶς μάλιστα νὰ προσμένω τὴν παρατήρηση. Δὲ θἀπαντήσω καὶ δέφτερη φορά. Δική μου γλώσσα δὲν ἔχω καὶ δὲν ἔφτειασα γλώσσα, γιατὶ πλάστης δὲν εἶμαι. Γράφω τὴν κοινὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ· ὅταν ἡ δημοτική μας γλῶσσα δὲν ἔχει μιὰ λέξη ποὺ μᾶς χρειάζεται, παίρνω τὴ λέξη ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ προσπαθῶ, ὅσο εἶναι δυνατό, νὰ τὴν ταιριάξω με τὴ γραμματικὴ τοῦ λαοῦ. Ἔτσι κάμανε ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου· ἔτσι θὰ κάμουμε καὶ μεῖς. Μοῦ φαίνεται πὼς πρώτη φορά, σ’ ἀφτὸ τὸ βιβλίο, γράφηκε μὲ κάποια σειρὰ κ’ ἑνότητα ἡ γλώσσα τοῦ λαοῦ. Προσπάθησα νὰ τὴ γράψω κανονικά, νὰ φυλάξω τοὺς νόμους της, νὰ προσέξω στὴ φωνολογία, στὴ μορφολογία, στὸ τυπικὸ καὶ στὴ σύνταξη τῆς δημοτικῆς γραμματικῆς.
Δὲν εἶμαι τόσο νέος, δὲν εἶμαι καὶ τόσο παιδί, ποὺ νὰ νομίζω πὼς κατώρθωσα μ’ ἀφτό μου τὸ βιβλίο νὰ λύσω τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς βασανίζει ὅλους. Γιὰ νὰ τὸ λύσουμε, χρειάζουνται ἀκόμη πολλά· πρέπει πρῶτα ὁ καθένας νὰ πιάσῃ νὰ μάθῃ μὲ τὰ σωστά του ἀφτὴ τὴ γλώσσα ποὺ καταφρονεῖ χωρὶς νὰ τὴν ξέρῃ, νὰ γίνουνε γραμματικές, νὰ παραδίνεται ἡ ἀληθινή μας γλώσσα, κι ὄχι μόνο ἡ καθαρέβουσα, στὰ σκολειὰ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο. Πρέπει μάλιστα νὰ σπουδάσουμε καλήτερα τὴν ἀρχαία, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν ἱστορικὴ ἀξία τῆς δημοτικῆς, νὰ τὴ μελετήσουμε μὲ σέβας καὶ νὰ διοῦμε πὼς μόνο τὴ δημοτικὴ εἶναι δυνατὸ νὰ καλλιεργήσουμε καὶ νὰ γράψουμε. Προσπάθησα νὰ δείξω πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ γράψῃ ἀφτὴ τὴ γλώσσα καὶ στὰ πεζά. Τὸ λέω φανερὰ καὶ μ’ ὅλη μου τὴν καρδιά· ἂν τὸ βιβλίο μου δὲν εἶναι καλό, φταίω γώ· ἡ γλώσσα μας δὲ φταίει.
Γραμματικὴ ὅμως δὲ θέλησα νὰ κάμω. Τὸ βιβλίο μου ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ φαντασία καὶ ποίηση. Ἀφορμὴ μοῦ στάθηκε τὸ ταξίδι ποὺ ἔκαμα, κοντέβουνε τώρα δυὸ χρόνια, στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Ἑλλάδα. Πολλοὶ ταξιδιῶτες συνηθίζουνε καὶ μᾶς λὲνε τί κάμανε τὴ δεφτέρα καὶ τὴν τρίτη, τί ὥρα φτάσανε καὶ τί ὥρα φύγανε, τί κρασὶ ἤπιανε, πόσα κουνούπια τοὺς δαγκάσανε, ποιόνε εἴδανε κεῖ ποὺ κατεβήκανε, τί μαλλιὰ εἴχανε ἡ νοικοκερὰ κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ. Ἔπειτα, σ’ ὅ τι χώρα κι ἂν πατήσουνε, κάθουνται καὶ μᾶς δηγοῦνται τὰ ἱστορικά της. Τέτοια δὲν ἔχω. Ὁ guide Joanne εἶναι πολὺ πιὸ χρήσιμος ὁδηγὸς ἀπὸ μένα. Κανένα ἀπ’ ὅσα λέω στὸ βιβλίο μου δὲ συνέβηκε ἀλήθεια. Ἀλήθεια εἶναι μόνο τὸ μῖσος ποὺ ἔχει κάθε Ῥωμιὸς γιὰ τὸν Τοῦρκο κ’ ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ τοῦ μίλησε ἡ μάννα του παιδί. Ποτὲς στὴ ζωή μου δὲν ἔδωσα μεγάλη προσοχὴ στἄτομα· ὁ ἄθρωπος μοναχά, ἡ ἰδέα κι ὁ νοῦς ἔχουνε κάποια ἀξία στὸν κόσμο. Τὰ γενικὰ ζητήματα εἶναι τὰ μόνα σπουδαῖα ζητήματα. Για τοῦτο, ὅπου γράφω τὸ ἐγώ, εἶναι τύπος ῥητορικός· ἐγὼ τίποτα δὲν εἶμαι· ἡ ἐθνικὴ ψυχὴ κάτι σημαίνει· προσπάθησα νὰ διῶ ποὺ καὶ ποὺ τί ἔχει μέσα της ἀφτὴ ἡ ψυχή, καὶ μιλώντας γιὰ μένα, συλλογιοῦμαι τοὺς ἄλλους. Τὸ βιβλίο μου εἶναι παραμύθι, ὄχι ταξίδι.
Ἀφτὸ θέλησα. Θέλησα καὶ κάτιτις ἄλλο· νὰ διασκεδάσῃ ὁ ἀναγνώστης μου, κι ἂν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ μὲ βαρεθῇ, ἀκόμη κι ὅταν τοῦ μιλῶ γιὰ σοβαρὰ κ’ ἐπιστημονικὰ ζητήματα. Μὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα θέλησα νὰ μπορέσῃ ὁ καθένας νὰ μὲ καταλάβῃ.
Παρίσι, 1888.