Το συναπάντημα
Το συναπάντημα Συγγραφέας: |
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873) |
ΑΠΡΙΛΗΣ εἶναι, γύρου μας πετοῦν τὰ χελιδόνια
Καὶ δένδρα, κάμποι καὶ βουνὰ, ὅλα μοσχοβολᾶνε.
Γλυκὰ λαλοῦν τ’ ἀηδόνια
Καὶ ζευγαρόνει ἡ πέρδικα καὶ οἱ κοῦκοι κελαϊδᾶνε.
Ἡ γῆ γελάει καὶ ὁ οὐρανὸς μαργαριτάρια χύνει
Εἰς τὰ τριαντάφυλλά της,
Καὶ κἄπου, κἄπου φαίνονται καὶ μαραμένοι κρίνοι.
Ἀγρίμι κἂν τοὺς πάτησε κἂν ἄπονος διαβάτης.
Σὰν κρίνο ποῦ μαράθηκε καὶ γέρνει πρὸς τὸ χῶμα,
Ὤ, κύτταξε ἕνα λείψανο, μιὰ νηὰ καμαρωμένη!
Θαῤῥεῖς ποῦ κρένει ἀκόμα,
Ἀλλὰ τὰ λόγια δὲν τ’ ἀκοῦς· μ’ ἀγγέλους συντυχαίνει.
Κοιμᾶται ἡ νηὰ σὰν τὰ νερὰ τῆς λίμνης, ὁποῦ ἀνέμοι
Καὶ ζάλαις δὲν κυλᾶνε,
Καὶ ὅμως στὰ χείλη ἕνα πικρὸ χαμόγελο τῆς τρέμει,
Ὡσὰν νὰ λέῃ· «Βαρέθηκα, κόσμε σκληρὲ καί πλάνε.»
Πόσους ἡ ἀγάπη δύστυχους καὶ νηοὺς καὶ νηὲς θὰ φάῃ!
Δὲν μπὀρεσε εἰς τὴν ἀπονιὰ τοῦ Νάσιου νὰ φτουρίσῃ,
Βαρέθηκε καὶ πάει
Ἐκεῖ ποῦ κάθε πλάσμα γῆς ἡ γῆ θὲ νὰ ῥουφήσῃ.
Γερόντισσα γονατιστὴ μὲ δάκρυα φλογισμένα
Τὴν πεθαμμἐνη βρἐχει·
Μυριολογάει ἡ κακότυχη, πικρὰ, φαρμακωμένα,
Καὶ κλαίγει καὶ σκοτὀνεται. Ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχει.
«Ξύπνα, Νεράϊδα τοῦ χωριοῦ, ξύπνα λαμπρό μου ἀστἐρι,
Νὰ ἰδῇς τὴ γῆ πῶς χαίρεται, τοὺς κήπους πῶς ἀνθίζουν.
Μὲ τὸ χρυσό σου χέρι
Σήκου νὰ κὀψῃς τοὺς ἀνθοὺς ὁποῦ μοσχομυρίζουν.
Ὤ συμφορά μου! τοὺς ἀνθοὺς τοὺς κὀφτουν ἄλλα χέρια,
Τοὺς βλἐπουν ἄλλα μάτια,
Ἐσὺ μὲ ἀγγέλους οὐρανοῦ τώῥα πετᾷς στὰ ἀστέρια,
Καὶ ἐμὲ ἡ καρδοῦλα καίγεται καἰ γίνεται κομμάτια.
Ξανθή μου! ἀκοῦς τῆς ἐκκλησιᾶς τὸ σήμαντρο πῶς κλαίει;
Γιὰ σἐνα κλαίει τὸ σήμαντρο, γιὰ σὲ ἡ λαμπάδα λυόνει
Καὶ τὸ λιβάνι καίει,
Κι’ ὁ ψεύτης τῆς ἀγάπης σου, ὁ Νάσιος, ξεφαντόνει!
Κακὸ στοιχειὸ ἡ ψυχοῦλά της στοὺς ὕπνους σου νὰ γένῃ,
Φονιᾶ τῆς θυγατρός μου!
Κακὸ στοιχειὸ νὰ κυνηγάῃ τὸ νοῦ σου ἡ πεθαμμένη,
Κ’ ὕπνο τὴ νύκτα νὰ μὴ βρῇς, στὴν ἄκρη ἂν πᾷς τοῦ κόσμου.»
—Τὸ σήκωσαν τὸ λείψανο τέσσεροι νηοὶ στὸν ὦμο,
Καὶ ἐκεῖ ποῦ τὸ διαβαίνανε γιομάτο ἀπὸ λουλούδια,
Ἀπάντησαν στὸ δρόμο
Τραγουδιστάδες καὶ βιολιά. Σωπάσαν τὰ τραγούδια!
Μεγάλο θαῦμα ὁ θάνατος μὲ τὴν ζωὴ νὰ σμίγῃ!
Ὁ θάνατος νικάει…
Τὴ διώχνει ἡ λύπη τὴ χαρὰ, τόσο ἡ χαρὰ εἶναι λίγη.
Γι’ αὐτὸ σωπαίνουν τὰ βιολιὰ ὅταν νεκρὸς περνάῃ.
Ὅ Νάσιος ποὖχε τἄργανα, τὸ λείψανο γνωρίζει,
Καὶ, κίτρινος σὰν τὸ κερὶ, μὲ χέρια σηκωμένα,
«Ξανθή μου! ξεφωνίζει,
Ξανθή μου, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιὰ, καρτέρα με κ’ ἐμένα.»
Καὶ ῥίχνει στὸ ζωνάρι του σὰν ἀστραπὴ τὸ χέρι
Καὶ ἀπάνου τό σηκόνει.
Ὅλο εἰς τὰ στήθια ἐχώθηκε τὸ κοφτερὸ μαχαῖρι…
Ἀποθαμμένος τὴν νεκρὴ, ὁ νηὸς τὴν νηὰ ἀνταμὀνει.
Τὸν Νάσιο δὲν τὸν ἔψαλαν, οὐδὲ κεριὰ τοῦ ἀνάψαν,
Τὸ δὀλιο δὲν τὸν ἔβαλαν εἰς τῆς Ξανθῆς τὸν τάφο,
Στὴν ἐρημιὰ τὸν θάψαν.
Σκεφθῆτε, νηοὶ, τοὺς στίχους μου, μόνον γιὰ σᾶς τοὺς γράφω.