Το ρημάδι του χωριού

Από Βικιθήκη
Τὸ ρημάδι τοῦ χωριοῦ
Συγγραφέας:


Πανέρμο σπίτι, ἀκίνητος, ὅταν ἐδῶ ζυγόνω,
θωράω τ' ἀπομεινάρια σου μὲ σέβας καὶ μὲ πόνο.
Μὴν ἔργο θείου τεχνίτη,
ἡρώων φωλιὰ μὴν ἤσουνε, μικρὸ πανέρμο σπίτι;

Ἄχ! ἂν ἀλλοῦ, ποῦ διάβηκαν μαῦροι καιροί, ὠργισμένοι,
μιλῇ ἀπὸ σκόρπια μάρμαρα μία δόξα περασμένη,
ἐδῶ ἕνα μόνον ἦχο
ὁ ἀγέρας βγάνει, φεύγοντας ἀπὸ σχισμένο τοῖχο.

Ποιὸς σὲ κυττάζει; Ἀδιάφορο πέφτει σ' ἐσὲ τὸ μάτι,
ποῦ σταματάει περίλυπο σ' ἔρμο ἀδειανὸ παλάτι,
ἐκεῖ ποῦ ἡ φαντασία
χίλια τοῦ δείχνει ὁλόγυρα χαμένα μεγαλεῖα.

Ἀλλ' ἂν ἡ τύχη ἐφάνηκε μαζί σου ἀκριβοχέρα,
τάχα κ' ἐδῶ δὲν ἔζησαν τέκνα θεοῦ μία μέρα;
Ὤ! πόσα καταβόδια
συχνὰ κ' ἐδῶ θ' ἀκούστηκαν σὲ γάμους καὶ σὲ ξόδια!

Παιδιὰ τῆς φτώχιας, πὤρχεται, περνάει, καὶ δὲν ἀφίνει
στὴ γῆ κἀνένα χνάρι της, ἦταν, λογιάζω, ἐκεῖνοι,
ποῦ μέσα σου, ὦ ρημάδι,
τὴν πρώτη αὐγή τους εἴδανε καὶ τὸ στερνό τους βράδυ.

Λουλούδια οὐρανοπότιστα, ποῦ μὲς τὸ λόγγο βγαίνουν
κ' ἐκεῖ σκορποῦν τὸ μόσχο τους καὶ ἀγνώριστα πεθαίνουν·
δάκρυα νεροῦ, ποῦ χύνει
βρυσοῦλα ξερολίβαδου, καὶ ἡ γῆ τὰ καταπίνει.

Φτωχό, πανέρμο χάλασμα, τὸ μάτι μου σὲ βρέχει
μὲ τῆς καρδιᾶς τὰ κλάϋματα, καὶ τρέχουν τοῦτα, ὡς τρέχει
τοῦ πόνου μου τὸ κῦμα,
σὰ βλέπω δίχως ὄνομα χορταριασμένο μνῆμα.