Το παράπονο
Το παράπονο Συγγραφέας: |
Ωσάν εσένα, βασιλιά, δεν είδα τέτοιον άπονο
γιορτάζεις και δεν μου το λες, με πήρε το παράπονο.
Μ' έχεις για ξένη, πλάστη μου! μ' έρχεται τώρα να πνιγώ
κάμνεις πως δεν μ' εγνώρισες ποτέ, αλλά σε ξεύρω 'γώ.
Σε ξέρω, ελπίδα μου χρυσή,
δεν είσαι συ; δεν είσαι συ;
που διψασμένους με νερό της Κασταλιάς επότισες,
που σκλάβους εξεσκλάβωσες και σκοτεινούς εφώτισες;
Δεν είσαι συ που γένηκες ψηλός ωσάν τον ουρανό,
που σ' έκαμε ο Όμηρος τραγούδι του παντοτινό;
Δεν είσαι συ που στη Φραγγιά και στην Τουρκιά σκλαβώθηκες
κ' έκοψες τας αλύσεις σου προχθές και ξεσκλαβώθηκες;
Αχ! είσαι συ ο ίδιος, κ' είσαι ο μόνος π' αγαπώ,
με ξέρεις ποία είμ' εγώ; αν δεν με ξέρεις να σου πω.
Ήμουν κ' εγώ Βασίλισσα· το αίμα σου είν' αίμα μου,
και μιαν φοράν επρόσθεσα στο στέμμα σου το στέμμα μου.
Κ' εστόλισα την μέσην σου με λιγυρότατο σπαθί,
αχ! δεν σε λησμονώ ποτέ ο κόσμος κι αν χαθεί.
Μ' εσκότωσαν τα βάσανα, μες στην σκλαβιάν εχρόνισα,
και σ' έχω πάντα στην καρδιά, ποτέ δεν σε λησμόνησα.
Όσοι μ' εσκλάβωσαν κανείς, κανείς δεν μ' άλλαξε κανείς
και τώρα συ με λησμονείς;