Το πανηγύρι της Γιαγιάς

Από Βικιθήκη
Τὸ πανηγῦρι τῆς Γιαγιᾶς
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΜΕ ἕνα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, ἀβέβαιο, ποῦ ἔδειχνε μιὰν τελείαν ἐξάντλησιν, μ’ ἕνα ῥαβδί, μὲ γυριστὴ λαβή, στὸ χέρι, ἐπροχωροῦσε, σιγὰ σιγά, ἡ γρηὰ ἡ ἑκατόχρονη. Σκυφτή, μ’ ἕνα προσωπάκι, ὄχι πλιὸ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιὰ περγαμηνὴ κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ὁλοζάρωτη, μ’ ἕνα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μὰ πολὺ καθαρό, ποῦ κἄτι ἦταν κι’ αὐτὸ καμμιὰ φορά, μὰ ποῦ τώρα τριμμένο καὶ ξεθωριασμένο, ὡσὰν νὰ σκεπάζῃ ἀκόμη τὴν ἀποκαμωμένη κυρά του — δύο ἐρείπια — προχωρεῖ ἡ ἑκατόχρονη γρηοῦλα… Πηγαίνει μπρός, στὸ μεγάλο δρόμο, μιᾶς μεγάλης πολιτείας, καὶ πότε πότε σὰν νὰ χαμογελᾶ στὰ μεγάλα σπίτια, στὰ ψηλὰ δένδρα, στοὺς διαβάτες ποῦ περνοῦν ἀδιάφοροι, στὰ παιδάκια — σ’ αὐτὰ περισσότερο — σὰν νὰ καμαρώνῃ τὴ λάμψι, ποῦ σκορποῦνε ὅλα γύρω της καὶ προχωρεῖ λίγο λίγο, σιγὰ σιγά, ἀλαφρά, συρτά, θάλεγες ἔντομο, μὲ μόνο μιὰ στάλα ζωῆς, τὴν ὑστερνή…

Ἄξαφνα δὲ μπορεῖ πλιό, δὲ δύνεται, καὶ κάθεται στὸ μαρμαρένιο σκαλοπάτι ἑνοῦ παλατιοῦ.

Ἐκάθησε ν’ ἀνασάνῃ· νὰ ῥουφήξῃ ἀκόμα λίγο ἥλιο, λίγο ἀέρα, λίγη ζωή, μιὰ στάλ’ ἀκόμα, ποῦ τῆς χρειάζεται σήμερα… Καὶ χαμογελᾶ, δὲν παύει νὰ χαμογελᾶ, σὰν νὰ χαιρετᾷ, σὰν νὰ στέλνῃ φιλήματα σ’ ὅλα τριγύρω της. Σὲ λίγο σηκώνεται καὶ προχωρεῖ σιγὰ σιγά, λίγο λίγο καὶ ξανακάθεται κάπου καὶ μετασηκώνεται, μὲ τὸ ἀλαφρὸ χαμόγελο στὰ ἄναιμα χείλια… Περνᾷ, τρέχει ἀπὸ μπροστά της κανένα παιδί, ἀγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τὰ χείλια τῆς γρηᾶς σὰν ν’ ἀνοίγωνται περισσότερο, σὰν κάτι νὰ αἰσθάνεται χαροπὸ καὶ συνάζει τὰ ψύχαλα τῆς ζωῆς ποῦ τῆς ἔμεινε καὶ πηγαίνει μπρός…

Σὲ λίγο ξανακάθεται σὲ μιὰ σκάλα. Βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ μιὰ κοπέλλα καθαροντυμένη, πεταχτή. Βλέπει τὴ γρηοῦλα. — Τί κάνεις, γιαγιά; τὴν ἀρωτᾶ — Ξεκουράζομαι κόρη μου, μουρμουρίζ’ ἡ γρηά. — Καὶ ποῦ πᾶς; — Στ’ ἀγγονάκια μου, στὴν ἄλλη γειτονιά, εἴδια τὸν ἥλιο, γιορτή, ἃς πάω, εἶπα, νὰ τὰ διῶ σήμερα… ποιὸς ξέρει… — Ἔχεις ἀκόμα δρόμο· πῶς θὰ πᾷς; — Θὰ πάω, κόρη μου. ὁ Θεός… Κάτι ἐκρατοῦσε στὴν ποδιά της ἀπὸ κάτω ἡ κοπέλλα. — Κάμε μου τὴ χάρι, γιαγιά, νὰ πάρῃς αὐτὰ γιὰ τ’ ἀγγονάκια σου. Καὶ τῆς ἔδειξε δύο χριστόψωμα. — Ἐκύτταξε ἡ γρηὰ τὴν κοπέλλα μὲ τὸ μακάριό της χαμόγελο. — Τὰ παίρνω, κόρη μου, γιὰ τὰ παιδιά! Ἡ εὐκή μου μαζῆ σου… Ἡ κόρη ἐσυγκινήθηκε κ’ ἔφυγε… Ἡ γρηὰ ἐσηκώθηκε.

Σὲ λίγο ἐμπῆκε στὴν αὐλίτζα μικροῦ, φτωχικοῦ σπητιοῦ. — Ἡ γιαγιὰ ἡ γιαγιάκα· ἀκούσθηκε ἡ χαροπὴ φωνὴ μικροῦ ἀγοριοῦ καὶ στὴ στιγμή, δύο παιδάκια, ἑφτὰ χρονῶν τὸ ἀγόρι καὶ πέντε τὸ κοριτζάκι ἔτρεξαν, ἀγκάλιασαν τὴν γρηὰ καὶ τὴν ἔμπασαν στὴν κάμαρα μικροῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν ἔβαλαν κ’ ἐκάθισε. Στὴ στιγμὴ εὐγῆκε ἡ κόρη της.

— Ἆχ! μανοῦλα! πῶς τ’ ἀποφάσισες; Ἡ γρηὰ δὲν ἀπεκρίθηκε· ἤθελε ν’ ἀνασάνῃ.

Ἔδωκε τὰ χριστόψωμα στ’ ἀγγονάκια ἐπῆρε κοντά της, τὸ ἕνα δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ζερβὰ κ’ ἔβαλε τὰ χέρια στοὺς ὤμους τους. Ἡ κόρη ἐφίλησε τὸ χέρι της. Τὴν εἶχαν τριγυρισμένοι ὅλοι της οἱ θησαυροί, ὅ,τι εἶχε πολύτιμο, πιὸ ἀκριβὸ στὸν κόσμο αὐτό… Ἀνάσανε λίγο… — Ἦρθα ἐμουρμούρισε, στὴ γιορτὴ νὰ σᾶς διῶ· σᾶς ἀποθύμησα… καὶ σὰν νὰ μὴ μπορῶ πλιὸ μονάχη… ἦρθα νὰ πανηγυρίσω μαζῆ σας. Τὰ παιδιὰ τὴν ἔβλεπαν ἀκίνητα, μὲ ἀγάπη. Σὲ λίγο μπῆκε ὁ γαμπρός της· δουλευτὴς ἄνθρωπος ἐφαινότανε· ἐφίλησε τὸ χέρι τῆς γιαγιᾶς καὶ εἶπε σιγὰ τῆς γυναίκας του. — δὲν εἶνε καθόλου καλὰ ἡ μάννα…

Σὲ λίγο ἀπὸ τὸ διπλανὸ σπίτι ἀκούστηκε λεπτὴ γλυκειὰ φωνοῦλα νὰ ψάλλῃ «Χριστὸς γεννᾶται». Ἡ κόρη πῆγε νὰ κάμῃ καφὲ τῆς μάννας της. Τὰ παιδιὰ ἐκρατοῦσαν τὴ γιαγιὰ ἀγκαλιασμένη καὶ τὰ χέρια της, τὸ ἕνα δεξιὰ τὸ ἄλλο ζερβά, ἤταν ἀκουμπισμένα στοὺς ὤμους των. Ἔβλεπε πότε τὸ ἕνα πότε τὸ ἄλλο μὲ τὸ οὐράνιό της χαμόγελο. Ἡ μελωδικὴ ψιλὴ φωνοῦλα ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς γεννᾶται». Ἔξαφνα ἡ γρῃὰ ἔκλινε τὸ πρόσωπα στὸ κοριτσάκι σὰν νὰ θέλε νὰ τὸ φιλήσῃ κ’ ἔμεινε ἀκίνητη… — Μάννα! τὴν ἐπλησίασε καὶ τῆς εἶπε ἡ κόρη. Τὰ παιδιὰ τὴν ἔβλεπαν ἀνήσυχα. — Γιαγιάκα! εἶπε τὸ ἀγοράκι. Καμμιὰ ἀπόκρισι…

Τὸ κεφάλι τῆς γιαγιᾶς εἶχε πέσῃ ὀλότελα στὸν ὦμο τοῦ κοριτσιοῦ μὲ μισανοιχτὸ τὸ στόμα… Μὲ τὴν ὑστερνὴ λέξῃ τοῦ «Χριστὸς γεννᾶται» ἔφυγε καὶ ἡ τελευταία πνοὴ τῆς γιαγιᾶς…

Δὲν ἐγένετο ἐπισημότερο πανηγύρι!

(Μίμησις).