Το κανάρι μου
Τὸ κανάρι μου Συγγραφέας: |
Μικρὸ κανάρι,
πόσο θὰ εὐφραίνεσαι
μὲ τέτοια χάρη
νὰ κιλαϊδῇς,
ἐνῷ γιὰ σένα
μάγια δὲν ἔχουνε
τὰ ζηλεμένα
βραβεῖα τῆς γῆς!
Μήπως ἡ μόνη
κρυφὴ ἀγάλλιαση
τ’ ἀνθρώπου σώνῃ
γι’ ἀνταμοιβή;
Ζητῶντας ἄλλη,
χαρὰ δὲ χαίρεται
τόσο μεγάλη,
τόσο ἁγνή.
Τάχα στὸ θόλο
ποῦ φυλακίστηκες
τὸν κόσμον ὅλο
σὺ λησμονᾷς,
μηδὲ παντέχεις
ὁποῦ γοργόταταις
φτερούγαις ἔχεις
γιὰ νὰ πετᾷς;
Μὲ δίχως πόνο
τάχα ἡ φωνοῦλα σου
γιὰ τοῦτο μόνο
γλυκολαλεῖ;
Παρόμοια χάρη
ψυχὴ ποῦ αἰσθάνεται,
ἀθῷο κανάρι,
δὲ σοῦ φθονεῖ.
Παιδιά, γονέους,
γλυκειὰ συντρόφισσα,
τόπους ὡραίους,
ἄνθια, νερὰ
ἴσως δὲν κράζεις
ποτὲ στὴ μνήμη σου,
καὶ ἀναγαλλιάζεις
μὲς τὴν ἐρμιά.
Γι’ ἄλλους τὸ χῶμα
μὲ κλάψαις βρέχομε,
στ’ ἄχαρο σῶμα
κλεισμένοι ἐμεῖς,
ὅσο ποῦ ἡ Μοῖρα
τραβάαει τὸ πνεῦμα μας
ἀπὸ τὴ θύρα
τῆς φυλακῆς.
Ἐκεῖνο ξέρει
πῶς ἐγεννήθηκε
γιὰ κἄποιο ἀστέρι,
ποῦ τὸ καλεῖ·
καὶ θρέφει ἐλπίδα
μὲ τ’ ἄλλα πνεύματα
στὴ νέα πατρίδα
ν’ ἀνταμωθῇ.
Μ’ αὐτὰ ἑνωμένο,
πικραὶς ἐνθύμησαις
τὸ εὐτυχισμένο
δὲ θάχῇ πλειό,
καὶ θ’ ἀρχινήσῃ
-κανάρι ἀθάνατο -
νὰ κιλαϊδήσῃ
στὸν οὐρανό.