Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το βλησίδι

Από Βικιθήκη
Τὸ βλησίδι
Διήγημα ἠπειρωτικόν
Συγγραφέας:
περιοδικό «Γράμματα», τεύχος 2, Μάρτιος 1911, σελ. 33-41. Δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο «ΚΛΕΑΝΘΗΣ»


ΤΟ ΒΛΗΣΙΔΙ
ΔΙΗΓΗΜΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ

— Νὰ ’νειρευόμουνα κἐγὼ κανένα· βλησίδι[1] εἶπεν ἡ φιλαινάδα μου ἡ Γιαννιώτισσα, τὴν ὥρα ποῦ ἔσπρωχνε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ καφφόμπρικο μέσ’ στὴ θρᾷκα καὶ ἄρχιζε νὰ φουσκώνῃ μαλακὰ ὁ καφφές.

— Ναὔρισκα ἕνα βλησίδι σἄν τὴ Σάντα.

— Ποιὰ Σάντα;

— Αὐτήνη ποῦ βλέπεις τώρα στὰ σοκκάκια μπανταλή, σἄν ἀγρίμι, τὴ Σάντα· δὲν τὴν ξέρεις;

— Πῶς δὲν τὴν ξέρω! τὴ Σάντα, ποῦ εἶναι ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποῦ παραδέρνει ζάρκα[2], σὲ κακὴ κατάστασι στὰ χιόνια καὶ στοὺς ἥλιους, τὴ μπανταλο-Σάντα;

— Αἴ! αὐτήνη, γυιέ μου, ἤτανε μιὰ φορὰ κυρὰ μεγάλη στὸ χωριό της, μὰ τὸ κακό της κεφάλι, γιὰ νὰ μὴ δώσῃ στὴν Τύχη τὸ κορμπάνι ποῦ ἔπρεπε καὶ γιὰ νἆναι καὶ στερημένη τὴν κατάντησε ἔτσι ὁ Θεός,—μεγάλη ἡ δόξα του.

— Μὰ τὶ κορμπάνι; ἀπὸ ποιὸ χωριὸ εἶναι;

— Ἔτσι μὲ ρωτᾷς νὰ σοῦ τὰ λέω καὶ κατόπι μὲ κάνεις τσουμέντο[3] καὶ μοῦ λὲς τσότσο καὶ χαλασιά μου καὶ νἀντοὖχε πέσῃ ἡ καταρροή.

—Ὄχι· τώρα δὲ σὲ κάνω τσουμέντο.

— Κάμε ὅρκο.

— Βαλλαὴ ποῦ δὲ σὲ κάνω.

— Ἄλλος τζανανὲς[4] κιαὐτός· μὰ ἄς εἶναι ἐγὼ θὰ στὸ πῶ γιὰ νὰ μὴν τὴ λυπᾶσαι· καὶ πὲς ἐσὺ ὅ,τι θέλεις· μὰ πιὲ πρῶτα τὴν καφφέ σου μὴν κρυώσῃ· στρίψε μου κἐμένα ἕνα τσιγάρο ποῦ μἀρέει μὲ τὴν καφφὲ νὰ τὸ τραβάω· Ἔτσι· τώρα τὸ λοιπόν, αὐτὴ ἡ Σάντα ἤτανε ἀπόνα χωριὸ ἐδῶ ὄξω, δὲν ξέρω. κἄν ἀπὸ τὰ Κούρεντα, κἄν ἀπὸ τὰ Γραμμενοχώρια· νὲ ἰσὲ[5] καὶ ἤτανε λένε στὰ νειᾶτα της ὀξωτική, ὀξωτική[6] μὺτ’ κοκκαλένια, ἀλήθεια· εἶχε καὶ μιὰν ἀδερφὴ ἄλλη, χήρα· ἐκείνη δὲν ἤτανε τόσο ὄμμορφη, μὰ εἶχε καλύτερη ψυχή· καὶ ὀρφανὴ[7] ποῦ ἦταν, ἦταν λεημονητίνα καὶ θεοφοβούμενη ὅσο νὰ πῆς· ἅγια ψυχή, ἀκοῦς· μοῦ τἄλεε ἡ κυραμάννα μου[8], π’ τσ’ τἄλεε ὁ πάππης μου ποῦ ἦταν πρωτόπαππας καὶ πνευματικός, παππᾶς πάππου πρὸς πάππου ἀπὸ ἑφτὰ ζωνάρια. Αὐτήνη ἡ ἀδερφή της λοιπὸν ἤτανε ὀρφανή, χήρα καὶ εἶχε καὶ τρεῖς τσοῦπρες τῆς παντρειᾶς. Ἡ Σάντα ἦταν μικρότερη, νεοπαντρεμμένη καὶ εἶχε μοναχά ἕνα παιδί· ὁ ἄντρας της πλούσιος δὲν ἤτανε, μὰ τὴ φύλαγε[9] καλὰ. Μιὰ νύχτα ἡ ἀδερφή της—Ρήνκω τὴν ἐλέγανε—βλέπει ἕνα ἴνορο· πῶς τάχα μέσ’ στὸ σπίτι τῆς Σάντας, στὸ πλευρὸ ἀπὸ τὴ γωνίστρα ποῦ ἄναβαν φωτιά, ἤτανε θαμμένο βλησίδι· ἕνα βάζο γεμᾶτο ὅλο ἀπὸ ρουμπιέδες καὶ Μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ· παρουσιάστηκε ἕνας Τοῦρκος καὶ τῆς τὸ εἶπε· καὶ ὁ Τοῦρκος, ξέρεις, εἶναι ἃγιος νὰ τὸν ἰδῇς στὸν ὕπνο σου· καὶ τὴς λέει· «πές το τῆς ἀδερφῆς σου καὶ νὰ σκάψετε νὰ τἄβρετε, καὶ νὰ κάμητε ἐκεῖνο ποῦ πρέπει»· ξυπνάει αὐτὴ χαλασιά της μὲ χαρά, τρέχει στὴν ἀδερφή της τὴ Σάντα καὶ τῆς λέει· «μωρ’ ἀδερφὴ τὸ καὶ τό· καὶ ὁ Τοῦρκος εἶνε ἃγιος· μὸν νὰ σκάψωμε καὶ νὰ χαλέψωμε, μὴν ἔχωμε κἀνένα κισμὲτ καὶ γλυτώσωμε ἀπὸ τὴν ὀρφάνια· ἡ Σάντα πόνηρη[10], ὅπως ἤτανε τῆς λέγει:

— Δὲ βαρειέσαι, μωρ’ ἀδερφή· ἰνόρτο ἤτανε, φαντασία σου· τὸ δικό μας τὸ κισμὲτ φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Εἶπε αὐτά, μὰ ἄλλο ἔβαλε στὸ νοῦ της· τὴ νύχτα—θὰ ἤτανε ἡ ὥρα τέσσερες τῆς νυχτὸς[11]—κράζει τὸν ἄντρα της καὶ τοῦ λέει: «τὸ καὶ τὸ μοῦ εἶπε ἡ Ρήνκω ἡ ἀδερφή μου· καὶ νὰ σκάψωμε, καλέ μου, καὶ νὰ χαλέψωμε μὴ μᾶς ἔβγῃ τίποτε κισμὲτ καὶ ἰδοῦμε κἡμεῖς μιὰ καλὴ μέρα»· «νὰ σκάψωμε» λέει καὶ ὁ ἄντρας της. Κλειοῦνε καλὰ τὶς χαραμάδες ἀπὸ τὰ παραθύρια, μὴ ἰδοῦνε τίποτε φῶς οἱ χωριανοὶ καὶ βάλουν σουμπεέ[12], παίρνουν ἕνα τσαπί, χαλᾶνε τὸ μπάσσι[13] ποῦ εἶχαν φκιασμένο κοντὰ στὴ γωνίστρα, σηκώνουν στὰ χέρια τὸ παιδί τους ποῦ ἦταν μικρό, παγανὸ κοντὰ[14] παιδί, καὶ ἀρχίζουν καὶ σκάφτουν, σκάφτουν βαθειά, γιατί, ξέρεις, τὰ σπίτια στὰ χωριὰ δὲν ἔχουν πατώματα, εἶνε μὲ χῶμα, ὅπως στὸ Νησί[15] ἄν εἶδες καμμιὰ φορὰ· Ὄξω χάλαε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο βροχή, κακό, χαλάζι, ἀστραπόβροντα, σἄν καληώρα τώρα καὶ χειρότερα· ποιὸς νὰ βγῇ ὄξω, ποιὸς νἀκούσῃ! οι γειτόνοι ὅλοι κοιμώντανε βαθειά· στὰ χωριὰ τέσσερες εἶναι σἄν νὰ ποῦμε ἡμεῖς ἕξη καὶ παραπάνω. Σκάφτουν λοιπόν, σκάφτουν καὶ ρίχνουν τὸ χώμα τριγύρω· Τίποτε· ἀρχίνισαν νἀπελπίζωνται.

— Μωρὴ γυναῖκα, λέει ὁ ἄνδρας, θάρρω χάνομε τὰ κόπια μας· ἄκου λαλοῦν οἱ πέτοι[16] κιαὔριο εἶμαι γιὰ δουλειά.

— Σἄν ἀπόστασες, τοῦ λέει ἡ γυναῖκα του, φέρε ’δῶ καὶ σύρε ’ποκοίμισε τὸ παιδὶ ποῦ ξύπνησε.

Καὶ πέρνει αὐτὴ τὴν τσάπα καὶ σκάφτει· γκάπ, γκὰπ κἔρριχνε τὰ χώματα πίσω της· γιόμισε τὸ σπίτι, τὰ μπάσσα, τὰ στρωσίδια, ὡς καὶ τὰ κονίσματα—μεγάλη ἡ χάρι τους—πῆγε ἕνα κατσικάρι[17] καὶ χτύπσε κἔσβυσε τὴν καντήλα. Τότε ἀκοῦνε ἕνα τρὰγκ σἄν νὰ χτύπησε τὸ σίδερο μὲ βία σὲ λαΐνι τραβοῦν τὰ χώματα, χαλεύουν, καθαρίζουν, ξανοίγουν καὶ—νάσου! — βγάζουν ἕνα βάζο βαρὺ βαρύ, ποῦ ἔσπασε ὁ πάτος του καὶ χύθηκαν ὄξω ἕνας σωρὸς φλωριά, ρουμπιέδες, μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ, ὅπως τἆχε νορευτῇ ἡ Ρήνκω, χαλασιά της. Δὲν ἐπίστευαν τὰ μάτια τους· τὰ τρίβουν, τὰ ἀνοίγουν καλά. πιάνουν στὰ χέρια τὸ χρυσᾶφι, τὸ πεζάρουν, τὸ βάνουν στὶς τσέπες τους, τὸ βγάνουν. χορεύουν, πηδᾶνε σἂν ζουρλοὶ ἀπὸ τὴ χαρά τους· τότε ξύπνησε καὶ τὸ παγανό τους τὸ πάνουν κἐκείνο στὸ σεντοῦκι, τὸ ἀνοίγουν, τὸ βάνουν νὰ τὰ πιάσῃ μὲ τὰ χέρια του, κοντεύουν ἀλήθεια νὰ χάσουν τὸ νοῦ τους οἱ νοικοκυραῖοι.

Ὅταν ἡσυχάσανε κἄπως, λέει ὁ ἄνδρας στὴν γυναίκα του, χωρὶς κἄνε νὰ φχαριστήσῃ τὴν Παναγία—προσκυνοῦμε τὄνομά της—ποῦ τοὺς ἔδωκε τέτοιο μπιρκέτ, μόνε λέει στὴ γυναῖκα του:

— Τώρα, μωρὴ γυναῖκα, τί τὸν κάνομε τόσον παρᾶ;

— Ἄκου ρώτημα! λέει ἡ γυναῖκα του· τί λὲς καλέ μου; πρῶτα πρῶτα θὰ φκιάσω ἕνα λαχουρὶ[18] φουστάνι, ποῦ βαλαν ὅλες οἱ Γιαννιώτισσες καλὲς κακές, ὕστερα ἕνα σάκκο μὲ γοῦνα ποῦ εἶμαι ζάρκα[19] καὶ πάω στὰ ἐγκώμια[20] καὶ μὲ κάνουν τζανανέ. ὕστερα ἕνα σπίτι.

— Ἄϊντε μωρέ! λέει ὁ ἄνδρας της, κεφάλι ποῦ τὤχετε σεῖς οἱ Εὖες· νὰ δείξουμε καὶ νὰ φαντάξωμε[21] πῶς ἔχουμε παράδες, νὰ βάλῃ κἄνα σουμπεέ[22] ἡ πολίτσα[23] νὰ μοῦ φορέσουν καὶ τὶς κλάπες[24]. Ὄχι, γυναῖκα μου, δὲ μὲ παίρνεις στὸ λαιμό σου· τὰ φλωριὰ θὰ φυλάξουμε καὶ θὰ ζοῦμε κατὰ πῶς ἐζούσαμε μὲ οἰκονομία καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἰρὰτ[25] ποῦ μᾶς δίνουν τα μούλκια μας· μοναχὰ στὴν ἀδερφή σου, ποῦ τα ἰνορεύτηκε καὶ εἶναι κι ὀρφανή, μπορεῖ νὰ δώσουμε τίποτε. Ἡ Σάντα ποῦ ἦταν φουρκισμένη πῶς δὲν θὰ φτιάσῃ λαχουρὶ καὶ γοῦνα καὶ εἶχε κι ἄπονη καρδιά.

— Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει θὰν τα στερηθοῦμε ’μεῖς καὶ θὰν τὰ δώσουμε τῆς τῆς ἀδερφῆς μου, καὶ σἄν τὰ ἰνορεύτηκε καὶ τί! μεσ’ στὸ σπίτι μας εὑρέθηκαν καὶ σἄν εἶναι ὀρφανή, μήνα τὴν πήραμε ἡμεῖς ἀπανωθιό μας! μὴ σὲ μέλῃ καὶ δικονεύει αὐτὴ καὶ βρίκει· ἡμεῖς σἂ δὲν ἔχουμε, δὲν μᾶς λέει κανεὶς ποῦθεν εἶσαι· κὕστερα, ἐσὺ λὲς νὰ τὸ βαστάξουμε κρυφὸ ἀπὸ τὴν κυβέρνησι, καὶ πῶς λὲς νὰ τὸ μαρτυρήσουμε σὲ ξένον! ὄχι γυιέ μου, σἄν θὲ θὰ φκιάσω ’γὼ τίποτε, κάλλιο νὰν τὰ βάλωμε στὴν πάντα νὰν τἀφήσωμε στὸ παιδί μας, νὰ μὴ μᾶς ψολογάῃ[26] καμμιὰ φορά.

Τόσο ἤθελε κἐκεῖνος.

— Ἄϊντε δά, λέει, ἄς μὴ τὸ ποῦμε κανενοῦ κιἆς ρίξωμε τὰ χώματα στὸ λάκο πάλε μάτα.....μόνε στάσου· ἔχω ἀκουστὰ ἀπ’ τὸ γέρο Μετσοβίτη ποὖναι μουχτάρης[27] στὴν Τζέλοβα, πῶς ἅμα βρῇς βλησίδι μέσ’ στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ σφάξῃς ἕνα κουρμπάνι, καὶ νὰ πέσῃ τὸ αἷμα του μέσα στὸ λάκκο πρὶν ματαρρίξῃς τὰ χώματα, γιατὶ ἀλλοιῶς κἄποιος πεθνήσκει ἀπ’ τὸ σπίτι σου σταϊφφουρλᾶ[28] Θεὸς μὴν δώσῃ τέτοιο πρᾶμμα.

— Εὔκολα δὰ εἶναι νὰ σφάξωμε ἕναν πέττο ἤ μιὰ κόττα.

— Εὔκολο μὰ τώρα πῶς νὰν τὸν πιάσω με, ποῦ θὰ περάσωμε ἀπὸ τὸν

ὀντᾶ, ποῦ κοιμάται ἡ Ρήνκω μὲ τὶς τσοῦπρες της καὶ θὰ πάρουν χαμπέρι. Γιατί ξέρες, χωριάτικο σπίτι ἤτανε, δυὸ ὀντάδες εἶχε μονάχα· γιὰ νὰ μπῇς στὸν ὀντᾶ τῆς Σάντας πέραγες ἀπὸ τὸν ὀντᾶ τῆς ἀδερφῆς της.

— Αἴ δὰ· τὶ νὰ σφάξωμε! κἕνα σκυλλὶ νὰ σφάξωμε τὸ ἴδιο κάνει. λένε· δὲ σφάζουμε τὸ Μοῦργο; — ποὖντο κιαὐτὸ τὸ ζαλιάρικο· ἄκουτο ὄξω πῶς οὐρλιάζεται κακηώρα του· τὸ κεφάλι του νὰ φάῃ.

— Διάολε, διάολε ! ἤλεε ὁ χωριάτης κἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του καὶ τὸ τρόχαε στὴ γωνιά· τὶ διάολο νὰ σφάξωμε τώρα, καὶ κοντεύει νὰ ξημερώσῃ.

— Δὲ σφάζουμε τὸ γάττο; λέει ἡ Σάντα, ἤ δὲν κάνει;

— Κάθεται καὶ δὲν κάνει! ποῦντος;

— Νάτος· στὸ γιοῦκο ἀπάνω· πιάστονε. Ὁ γάττος (ἔτσι βλέπεις ἤτανε τἀξεράτι) σἄν ἄκουσε τὴν ταραχὴ καὶ εἶδε τὸ χωριάτη ποῦ ρίχτηκε ἀπάνω του, μιὰ πηδησιὰ καὶ φεύγει· τρέχει ὁ χωριάτης νὰ τὸν πιάσῃ, ὁ γάττος σκαρφαλώθηκε στὴ θύρα ψηλὰ καὶ νιαούριζε· δίνει ἡ Σάντα, δίνει ὁ ἄντρας της νὰ τὸν πιάσουν, τόσο χειρότερα ὁ γάττος ἀγρίευε κἔσκουζε καὶ τέντωνε τὰ νύχια του καὶ χτύπαγε μὲ τὰ ποδάρια του, κἔκανε τόσο σαματᾶ[29], σἄν νἆχε μέσα του τὸν ὀξαποδῶ—φτοῦσου τρισκατάρατε μεσ’ στὴν τρύπα σου—ὅσο ποῦ ἀπὸ τὸ πολύ κακὸ καὶ τοῦ γάττου καὶ τοῦ χωριάτη καὶ τοῦ παγανοῦ ποῦ ξύπνησε κἔσκουζε κιαὐτό, παίρνει χαμπέρι ἡ Ρήνκω χαλασιά της.

— Μὰ ποῦ ἤτανε ἡ Ρήνκω;

— Η Ρήνκω—ἔτσι μοῦ τἄπανε κἐμένα κἔτσι ποῦ τὰ λέω—ἡ Ρήνκω ἤτανε στὸν κοντινὸν ὀντᾶ· ἀδερφομοιρασιὰ ἤτανε τὸ σπίτι· ξυπνάει, ἀνοίγει τὴ μεσόθυρα καὶ μπαίνει μέσα.

— Τὶ τρέχει μωρ’ ἀδέρφια λέει, τὶ κάνετ’ ἔτσι;

Ὁ χωριάτης καὶ ἡ Σάντα ἔμειναν ξεροί· μοναχά ποῦ πρόφτασε κἔκρυψε τὸ μαχαῖρι του· μὰ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ ποῦν· ἡ Ρήνκω βλέπει ὅλα ἄνω κἄτω, τὸ λάκο σκαμμένον τα χώματα σκαπετημένα[30] σὄλον τὸν ὀντᾶ· κατάλαβε.

— Ἄχ σκυλιά! λέει· σκάψατε καὶ βρήκατε τὸ βλησίδι.

Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της κυτταχτήκανε καὶ μἕνα στόμα καὶ οἱ δυὸ πιάσανε τὸ ἀρνί[31].

— Ὄχι μὴν ηὕραμε κολοκύθια· ἴσα τὸν κόπο ποῦ κάμαμε ὅλη τὴ νύχτα νὰ σκάφτουμε.

— Στὸ μῦλο αὐτά Σάντα· ἐγὼ τὸ ἰνορεύτικα, κεἶμαι Σαββατογεννημένη· μὴν τὰ θέλετε ὅλα μοναχοί σας, κεἶναι γιαζὶκ[32] γιατὶ κἐγὼ εἶμαι ὀρφανὴ κἔχω τρία θηλυκά.

Ἐκεῖνοι «ὄχι, ὄχι δὲν ηὕραμε» ὅρκους μόρκους, ἐκείνη καὶ καλά «ηὕρατε» καὶ παρακάλια· αὐτοὶ κατάρες «ἄν ηὕραμε χαΐρι[33] νὰ μὴ ἰδοῦμε, μωρὴ δὲν ηὕραμε τίποτε». Τί νὰ κάμουν, βλέπεις, ἔμπλεξαν· καρδιὰ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ δώσουν. γιατὶ φοβούντανε· κὕστερα ὁ ἔρμος ὁ παρᾶς εἶναι γλυκός, βλέπεις. Τί νὰ κάμῃ ὁ χωριάτης γιὰ νὰ τὸν πιστέψῃ! μιὰ καὶ καταιβάζει τὴν Κυρὰ τὴν Παναγία ἀπὸ τὰ κονίσματα καὶ λέει.

— Μωρὴ Ρήνκω τί ἄλλο θέλεις; θέλεις νὰ δαγκώσω τὰ κονίσματα γιὰ νὰ μὲ πιστέψῃς;

— Δάγκωστα, λέει ἐκείνη.

— Νά· λέει ὁ χωριάτης καὶ μιὰ καὶ βάνει τὴν Παρθένα στὸ στόμα του καὶ τὴ δάγκωνε· καὶ ἡ Σάντα σἄν νὰ τὴν ἀμπωχνε ὁ Τρισκατάρατος. πιάνει κιαὐτὴ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ τὴν δάγκωνε κιαὐτὴ σἄν νἆταν θηρία, καὶ δὲ φοβιοῦνταν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Κυρὰ—μεγάλη ἡ χάρι της. Τότε ἡ Ρήνκω σώπασε καὶ λέει μοναχά.

— Ἄς εἶναι μωρ’ ἀδέρφια· καὶ ναὕρατε χαλάλι νὰ σᾶς γένουν· μόνε ρίξτε τὰ χώματα πάλι μάτα καὶ πατῆστέ τα μὴν ἔρθῃ κανεὶς τὸ πουρνὸ καὶ βάλῃ σουμπεέ.

— Χά· χά· λέει ὁ χωριάτης νὰ τὰ ρίξουμε· καὶ γιὰ νὰ γελάσῃ καλύτερα τὴν ὀρφανὴ Ρήνκω, ἁρπάζει τὸ φικάρι καὶ γεμίζει πάλι τὸ λάκκο, χωρὶς νὰ σφάξουν τὸ κουρμπάνι· ἅμα τὸν ἀπόχωσε:

— Καληνύχτα.

— Καλοξημέρωμα.

Ἔφυγε ἡ Ρήνκω, μείνανε οἱ δυὸ τους.

— Καί τώρα μωρὴ Σάντα!

— Τώρα ντέ! ποῦ δὲ σφάξαμε τὸ κουρμπάνι! νὰ τὸν ἀνοίξουμε πάλι;

— Μπᾶ δὲν κάνει· καλά ἤτανε τότε.

— Ἄϊντε μωρέ· λόγια εἶναι κιαὐτά, λέει ἡ Σάντα· θὰ σφάζαμε τὸ γάττο μαθὲ καὶ κάτι θὰ κάναμε· σἄ θέλει ὁ Θεὸς καϋμμένε μου! τὶ ξέρει καὶ ὁ γεροξεκούτης ὁ Μετσοβίτης! νὰ στρώσουμε τώρα τὸ μπάσσι καὶ νὰ κοιμηθοῦμε. Ἔτσι ἔκαμαν τάχα πῶς ἡσύχασαν καὶ θέλησαν νὰ κοιμηθοῦνε· μὰ ποῦ ὕπνος! ἡ αὐγὴ τοὺς ηὗρε ἄϋπνους καὶ σηκώθηκαν τὸ πουρνὸ[34] σἂν Ραμαζανίσιοι· ὡς τόσο δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα καὶ δὲν ἔβγαναν νὰ τσακίσουν[35] οὔτε ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους· τὰ φύλαγαν στὸ σεντοῦκι καὶ δούλευαν σἄν καὶ πρῶτα· δὲν πέρασε ὅμως λίγος πολὺς καιρὸς καὶ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους· ἀρρώστησε, πέφτουν στὸ στρῶμα φέρνουν γιατρούς, παραγιατροὺς ἀπὸ τὰ Γιάννινα, πουθενά νὰ πάρῃ τὸ καλίτερο.

Τότε πρωτοχάλασαν ἕνα φλωρὶ ἀπὸ τὰ βρετίκια καὶ εἶπαν τάχα πῶς ἡ Σάντα ἔβαλε ἀμανάτι τὰ τζοβαερκά της καὶ τὰ πῆρε. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸ κατάλαβε καὶ βάρυνε ἡ καρδιά της.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἀρρώστησε τὸ παιδί τους, ὁ Μοῦργος, τὸ σκυλλὶ ποῦ ἔλεγαν νά κάμουν κουρμπάνι, πήγαινε τὰ μεσάνυχτα ἀπόξω ἀπὸ τὸ παραθύρι καὶ ἔσκαφτε λάκκο μὲ τὰ ποδάρια του καὶ οὐρλιάζονταν λυπητερὰ λυπητερὰ ποῦ ἀνατσίριαζεν ἡ πέτσα τοῦ κορμιοῦ σου· ὅλοι οἱ γειτόνοι τὸ λέγανε.

— Δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμμα αὐτό· τῆς Σάντας τὸ καλόπαιδο θὰ πεθάνῃ χαλασιά της

Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της θυμιοῦνταν ποῦ δὲν ἔσφαξαν τὸ κουρμπάνι καὶ ἡσυχία δὲν εὑρίσκανε· λέγανε πῶς ἀπὸ κεῖνο χάνουν τὸ παιδί τους· ὅσο ποῦ μιὰ νύχτα δὲν βάσταξε ὁ χωριάτης, μὰ καθὼς ἐπῆγε τὰ μεσάνυχτα ὁ σκύλλος νὰ οὐρλιάξῃ στὸ παραθύρι, βγαίνει ἔξω, τὸν ἀρπὰζει, τὸν σέρνει μέσα, σκάφτει ἕνα λάκκο μὲ τὸ μαχαίρι του κοντὰ στὴ γωνίστρα, ἐκεῖ ποὖχαν εὕρῃ τὸ βλησίδι, καὶ μιὰ καὶ τὸν σφάζει, καὶ χύνεται τὸ αἷμα μέσ’ στὸ λάκκο. Ὁ σκύλλος οὔρλιαξε γιὰ τελευταία φορὰ, τινάχτηκε καὶ αἷμα κάμποσο πῆγε καὶ ράντισε τὸ ἄρρωστο παιδί· τότε τὸν σκαπέτησαν[36] ὄξω καὶ τὸ πουρνὸ[37] εἴπανε τάχα πῶς τὸν ἔσφαξαν γιατί οὔρλιαζε καὶ ἤτανε γρουσούζης.

Μὰ τί τὸ θέλεις! τοῦ κάκου· ἔπρεπε νὰ τὸν σφάξουν, ὅταν ἔπρεπε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Τοῦρκος στὸ ἰνόρτο τῆς Ρήνκας.

Τὴν ἄλλη νύχτα μιὰ κουκουβάγια ἔκατσε ἀπάνω στὸ μπουχαρί τους καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὸ θλιβερὸ τὸ λάλημά της· τὸ παιδί τους ἦταν ἀποφασισμένο· τὴν ἄλλη νύχτα ἡ Σάντα δὲν πρόφτασε νὰ πάρῃ λίγον ὕπνο καὶ ξυπνάει μὲ τρομάρα, γιατί νειρεύονταν πῶς ἕνας μαῦρος σκύλλος σἄν τὸ Μοῦργο ποῦ εἴχανε σφάξῃ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴ γωνίστρα καὶ ἔτρωγε τὸ παιδί της· σηκώθηκε, τἀγκαλιάζει, τὸ φιλεῖ, βάνει τὸ χέρι στὴν καρδιά του, μὰ ἔξαφνα πετιέται καὶ κεῖνο μὲ μιὰ φωνή.

— Μάννα!

— Μάτια, μου λέει ἡ Σάντα, παιδί μου.

— Μάννα, λέει ἐκεῖνο, ὁ Μοῦργος ἤθελε νά μὲ φάῃ· μάννα σκιάζουμαι.

Τὴν ἄλλη μέρα πέθανε τὸ παιδὶ τὴς Σάντας· ὁ πατέρας του ἔσκουζε σἄν γυναῖκα κἤλεγε.

— «Ὠϊμένα! κάλλιο νὰ μοὔλειπαν σὲ πῆρα στὸ λαιμὸ μου παιδάκι μου· φορτοῦνα στὸ κορμί μου.» Καὶ τραβοῦσε τὰ μαλλιά του σἄν γρῃὰ γυναῖκα.

Ἡ Σάντα δὲν ἠμπόρεσε νὰ βγάλῃ οὔτε ἕνα δάκρυο· μόνον ἔβγανε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κάτι ἄγριες φωνὲς καὶ κατόπι τσώπαινε· ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ τὸ χάνῃ ἡ γυναῖκα· ὕστερα, ὅπου ἔβλεπε μαῦρο σκυλλί, τοῦ ρίχνονταν μὲ τὶς πέτρες καὶ τὴν νύχτα ἔβγαινε σἄν τὸν βρουκόλακα καὶ πήγαινε στὸν τάφο τοῦ παιδιοῦ της κἔσκουζε· ὁ ἄντρας της κύτταζε νὰν τὴ συμμαζέψῃ, μὰ κιαυτὸς πλειὰ σἄν χαμένος ἤτανε, οὔτε νὰ δουλέψῃ μποροῦσε, οὔτε μυαλό εἶχε νὰ κυττάξῃ τὰ μούλκια του· τί τοῦ φαινόντανε; πῶς αὐτὸς τὤφαγε τὸ παιδί του.

Ἔτσι ἄρχισαν νὰ φτωχαίνουν καὶ κατάντησε νὰ μὴ βγάνουν οὔτε τὸ ψωμί τους· τὸ βλησίδι ἔμενε πάντα ἄγγιαχτο, ὄξω ἀπὸ κεῖνα τὰ λίγα ποῦ ξώδεψαν στὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ των· τόσο ἀπὸ στερεμάρα, τόσο ἀπὸ φόβο καὶ ἀποκοντρία, ὁ ἄντρας δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀγγίξουν ἐκείνους τοὺς παράδες.

— «Αὐτοὶ μοῦ φάγαν τὸ παιδάκι μου» ἔλεγε· κιὄσες φορὲς ἡ Σάντα ἤθελε νὰ τοῦ κάμῃ κουβέντα, αὐτὸς ἔκανε κακὸν καυγᾷ· ἔσκουζε, χτυπιώντανε, ἔδερνε καμμιὰ φορὰ καὶ τὴ γυναῖκα του· ἔσκουζε κἐκείνη, ἔβαναν τίς φωνές· μέρα ἤτανε, νύχτα ἤτανε, σήκωναν τὸ χωριὸ στὸ ποδάρι· ἡ μαύρη ἡ Ρήνκω πήγαινε νὰ τούς ἡσυχάσῃ, τὴν ἔδιωχναν· τοὺς ρώταγε τί ἔχουν καὶ κάνουν ἔτσι, δὲν ἐμαρτύραγαν τίποτε· τὴ βλαστήμαγε κιαὐτὴ ὁ ἄντρας καὶ ἔφευγε.

Καὶ τί βλαστήμια εἶχε στὸ στόμα του! « νἄμπῃ ὁ Τάδες μέσα σου— ἐκείνου ἐκεῖ—καὶ νἆναι καὶ θηλυκός.»

Τέλος πάντων ἡ Σάντα κίνησε[38] ἔγκυος καὶ αὐτὸ τοὺς ἔκαμε κἄπως νὰ ἠσυχάσουν· καὶ οἱ καυγάδες ἀραίωσαν καὶ ἡ παλαβομάρα τους σἄν νὰ λιγόστεψε· ἄρχισε καὶ ὁ ἄντρας νὰ δουλεύῃ-κάψο καὶ ἤλεγαν γιὰ τὰ βρετίκια πάλι τί θὰ τὰ κάνουνε.

Ἄν ἐκεῖνο ποῦ θὰ γεννήσῃ ἡ Σάντα εἶναι παιδί, νὰ τὸ σπουδάσουν γιατρὸ καὶ νὰ πᾶνε μέσα στὸ Ρωμέϊκο, ἄν εἶναι τσοῦπρα, νὰ πάνουν στὴν Πόλι νὰ τὴν παντρέψουν καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ.

Μὰ δὲν ἔλεγαν νὰ δώσουν τίποτε καὶ τῆς ἀδερφῆς-κάψο, ποῦ ἦταν ὀρφανὴ κιαὐτή· γιὰ ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε ὀργιστῇ καί τοὺς καββαλίκεψε ὁ δαίμονας τῆς φιλαργυρίας—φτοῦσου Τρισκατάρατε—γιὰ ἤτανε τὸ ξεράτι τους[39] νὰ πάθουν ὄσα ἔπαθαν, γιατί εἶχαν ἄπονη καρδιὰ καὶ δὲ συμπονοῦσαν τὸ φτωχό, νὰ συχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους, ὅπως ἤλεγε ὁ πάπῃς μου, ποῦ ἦταν πρωτόπαπας καὶ πνευματικὸς πάπη πρὸς πάπη, ἀπὸ ἑφτὰ ζουνάρια,

Καὶ ὅσο κόντευε στὸ μῆνα της ἡ Σάντα, τόσο ὁ ἄντρας της γινόντανε χειρότερος στὴ φιλαργυρία. καὶ ἅμα τοὖλεγε τίποτε νὰ πάρουν, τῆς ἔλεγε.

— Μὲ τὸ τσὶκ καὶ μὲ τὸ μὶκ αὐτὸ χαλιέται ὁ παρᾶς, γυναῖκά μου. ἡ δουλειὰ εἶναι νὰ μὴ διακονέψουνε τὰ παιδιά μας· κιἄν κάμῃς καὶ τσοῦπρα, οἱ γαμπροὶ θέλουνε παρὶ τώρα· μόνε πέρασε ὅπως ὅπως. Καὶ τόσο ἔφτανε ἡ στερεμάρα του ποῦ καταντοῦσε νὰ μὴν τῆς παίρνῃ τσότσο χουμαῒ[40] νὰ φκιάσῃ κωλοπάνια γιὰ τὸ παγανὸ ποῦ θὰ γένναγεν.

Ὡς τόσο ἦρθε ἡ ὥρα της γιὰ νὰ λευτερωθῇ καὶ τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι· τρέχει ἡ ἀδερφή της ἡ κακομοίρα γιὰ τὴ μαμμή, μιὰ γρῃὰ ποὔχανε στὸ χωριὸ κἔκανε καὶ τὴ ψευτομαμμή, νὰ πάῃ νὰ τὴν ξελεχωνέψῃ, ποῦ νἄρθῃ ἡ μαμμὴ σαυτὸν τὸν ἀφωρισμένον. ποῦ δὲν ἔδινε πεντάρα σὲ κανένανε!

— Νὰ μοῦ δώσετε, λέει μπροστὰ τὸ μετζίτι, καὶ τότες νἀρθῶ· πάει ἡ Ρίνκω χαλασιά της βρίσκει τὸν ἄντρα τῆς Σάντας, τοῦ ζητάει τὸ μετζίτι· ποῦ νὰ τὸ δώσῃ αὐτός !

— Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει πῶς ἡ Νταβάνοβα γέννησε χωρὶς μαμμή καὶ ἡ παππᾶ-Νικόλοβα κιἄλλες κιἄλλες! αὐτὴ θέλει ἀρχοντιές. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸν ἐστενοχώρησε καὶ τότες ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μετζίτι, μὰ μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ μὲ τὸν Ὀξαποδῶ στὸ στόμα.

— Νὰ, ποῦ νάμπῃ ὁ Τάδες μέσα της κιαὐτῆς καὶ σένανε.

Ἢτανε κακὴ ὥρα—σῶσε μας Χριστέ μου κιαφφέντη μ’ Ἄη Γεώργη νεομάρτυρα, σῶσε μας ἀπ’ τὴν κακὴ τὴν ὥρα—καὶ τὸ εἶπεν ὁ ἀφωρισμένος κἔγινε.

Ἦρθε ἡ μαμη, μὰ τοῦ κάκου· τί νὰ κάμῃ! ἡ Σάντα ἤτανε ξωφρενῶν· ἔσκουζε, φώναζε, ρίχνονταν, ἔσκιζε τὰ ροῦχα της, ἔτρωγε τὰ κρέατα της σἄν λυσσασμένη· στὴν ἀρχὴ τὸ πήρανε πῶς ἤτανε ἀπ’ τοὺς πόνους τῆς γέννας· μὰ κιὄντας ἔπεσε τὸ καψοπαῖδι τἄμοιρο καὶ κακορρίζικο, ἡ μάννα γίνηκε χειρότερα· ρίχτηκε πρῶτα νὰ τὸ πνίξῃ μὲ τὰ νύχια, ὕστερα νὰ τὸ φάῃ μὲ τὰ δόντια, ἔσκιζεν ὅσους τὴν ἐπλησίαζαν. ἄφριζε, βλαστήμαγε, καταριώντανε, σκαπέταγε τὰ προσκέφαλα καὶ τὰ σιντόνια τὰ ματωμένα, πήδησε νὰ ρίξῃ τὴν κανδήλα καὶ τὰ κονίσματα καὶ νὰ μαδήσῃ τὰ στεφάνια της, ἤτανε ὀργὴ Θεοῦ.

Καταλάβανε πλειὰ πῶς εἶχε μέσα της τὸν Τρισκατάρατο— γλῦσε μας Χριστέ μου καὶ Σταυρέ μου σταυρωμένε—καὶ τρέξανε γιὰ τὸν παππᾶ· ᾖρθε ἀμέσως ἐκεῖνος τρέμοντας καὶ διαβάζοντας τοὺς μεγάλους ἐξορκισμοὺς—κἂτα πὤλεγε ὁ πάπης μου—Ἄη Βασιλείου, ἤφερε τὰ ἅγια λείψανα ποῦ εἶχε ἡ ἐκκλησία, τὸ μικρὸ τὸ δάκτυλο τἀγίου Γληγορίου, καὶ θέλησε νὰ βάλῃ χέρι ἀπάνου της· μὰ τότες δὰ γίνηκε ὁ μεγάλος ὁ σπαραγμὸς ποῦ ρίχτηκε νὰ πνίξῃ τὸν παππᾶ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν καταρειέται καὶ νὰ τὸν βρίζῃ, μὰ δὲν ἔκρινε αὐτή, ἔκρινε ὁ ὁξαποδῶς ποῦ εἶχε μέσα της.

— Τί μοὖρθες, μωρὲ κακοῦργε, ψεύτη, ἀγύρτη, φονιᾶ, ματοβαμμένε, πόρνε, ποῦ πάτησες τὴ νύφη σου, τὴ γυναῖκα τἀδερφοῦ σου τοῦ ταξιδεμμένου καὶ τὸ παιδὶ τὸ ρίξατε στἀναγκῃό, καὶ τώρα ἦρθες νὰ μὲ φοβερίσης ἐμὲ μωρὲ κολασμένε, αἱμομίχτη, ληστή! Καὶ ἄλλα τὤλεγε ὁ Τρισκατάρατος μὲ τὸ στόμα τῆς Σάντας.

Ὁ χαντακωμένος Παπᾶς ἄρχισε νὰ τρέμῃ καὶ νὰ κιτρινίζῃ· τὰ χείλια του δὲν μπόρεγαν νὰ ποῦνε λέξι, μόνον ἐγονάτισε στὰ κονίσματα μπροστά καὶ σταυροκοπιόντανε καὶ μαζὶ μαὐτὸν ὅλοι σταυροκοπιόντανε καὶ ἀνατριχιάζανε καὶ μὲ τρόμο κυττάζανε τριγύρω τους.

Τότες ἦρθε καὶ ὁ ἄντρας της νὰ τήνε πιάσῃ σἄν χειροδύναμος ποῦ ἤτανε νὰ τὴ ρίξῃ στὸ κρεββάτι νὰ τὴν πατήσῃ ὁ παπᾶς καὶ νὰ ξορκίσῃ τὸν Τρισκατάρατο. Ἡ Σάντα ἔπλεε στὸ αἷμα της κἔχανε τὴ δύναμί της· μὰ μόλις εἶδε τὸν ἄντρα της ἄρχισε πάλι τὰ ἴδια, μὲ ἄλλον τρόπο τώρα.

— Καλώστονε, καλώστονε· ἐσύ εἶσαι δικός μου ποὖσαι· ἐσὺ μὲ προσκάλεσες κἦρθα, ἐσὺ ξηνταβελόνη μου, ἐσὺ πὤφαγες τὸ παιδί σου· ἐσένα σἀγαπάω ἐγὼ καὶ σὤστειλα τὸ βλησίδι στὴ γωνίστρα σου· καλά καμες καὶ δὲν ἔδωκες παρὰ σὲ κανένανε, μήτε στὴ γυναικαδέρφη σου· ἐγὼ σὲ καββαλίκεψα καὶ γίνηκες τέτοιος· τώρα τὸν ἔχεις τὸν παρὰ στὸν σεντοῦκι καὶ τὸν φυλᾶς γιατεμένανε· ἔλα τώρα νὰ σὲ φιλήσω γιὰ τὸ σπολλάετη ποῦ μὲ προσκάλεσες καὶ μέχεις μουσαφίρη. Κιἀμέσως ρίχνεται καὶ τὸν ἀρπάζει καὶ τοῦ κόβει μιὰ δαγκατιὰ στὸ λαιμὸ ποῦ τὤσυρε κοψίδι.

Ὡς τόσο ἀπ’ τὴν πολλὴ τὴ ’μορραγία, μπαΐλησε[41] κἔπεσε στὸ κρεββάτι σἂν πεθαμένη.

Τρέχουν ὅλοι οἱ χωριάτες μὲ τρομάρα, οἱ κιοτῆδες[42] μένουν ὄξω καὶ ὅσοι εἶχαν κάμῃ κρυφὲς ἁμαρτίες, γιατὶ μαθεύτηκε πῶς ἡ Σάντα τὰ βγάνει ὅλα στὸ φόρο· τρέχει καὶ ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ· ἀπὸ στόμα σὲ στόμα πάνε σταὐτιὰ τῶν σουβαρήδων[43] ὅσα εἶπε γιὰ τὸ βλησίδι, πιάνουν τὸν καλόσου τὸ χωριάτη, τοῦ δίνουν ἕνα δαρμό, μαρτυράει τὸ βλησίδι καὶ τὸ παίρνουν· τότες πλειὰ γίνηκε κιαὐτὸς θηρίο· πιάνει τὴν ἄμοιρη τὴ Σάντα τὴ σκοτώνει στὸ δαρμὸ καὶ τὴ διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι του· Ἐκείνη ἀγριεύει περισσότερο· πάει ἡ Ρήνκω ἡ χαντακούρω[44] νὰν τὴ μάσῃ, χύνεται νὰν τὴν πνίξῃ· χτυπάει τὶς πόρτες τοῦ χωριοῦ, ὅλοι τὴν τρέμουν καὶ κλειδώνονται μέσα.

Ἡ πεῖνα, τὸ κρύο, τὸ κακό, ἡ γύμνια, ἡ τρέλλα, τὰ σκυλλιὰ ποῦ τῆς ρίχνονται τὴ νύχτα καὶ τὴς ξεσχίζουν τὸ κορμί της, ὁ κόσμος ποῦ τὴ διώχνει μὲ τὰ ξύλα καὶ μὲ τὰ λιθάρια, ὅλα αὐτὰ τὴν ἔκαμναν νὰ πάρῃ τῶν ὀμματιῶν της καὶ νἄρθῃ στὴν πόλι· ἐδώ πλειὰ ἀπογίνηκε· ὅντας πρωτοῆρθε, ἤτανε ἀκόμα ὄμμορφη· τὸ θυμᾶμαι σἄν νἆταν τώρα· ψηλὴ ὅπως εἶναι· τὰ κουρελιασμένα τα ροῦχα της ἄφηναν νὰ φαίνεται ἕνα κορμὶ κάτασπρο καὶ χλωρὸ ἀκόμη μὲ ὅλη τὴν κακορριζικιὰ ποῦ τὴν ἔδερνε· μονάχα τὰ μάτια της εἴχανε μιὰ ἀγριότητα καὶ μιὰ φλόγα, ποῦ ὅταν τὰ στύλωνε ἀπάνω σου, σἔκανε νὰ φύγῃς γλήγορα ἀπὸ σιμά της. Τότες πλειὰ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν μπαντήδων· τὴ σέρνανε τὶς νύχτες στὰ στενά, καὶ στοὺς κάμπους, στὶς σπηλιές, στἀμπέλια, στὶς βρίζες, στἀραποσίτια· τὴν ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς δέκα, εἴκοσι μπαντίδες, ἄκαρδοι ἀνθρῶποι. σκυλλιὰ παραδομένα, καὶ καμμιὰ φορὰ — φορτοῦνα της—καὶ ἀνθρῶποι καλοὶ καὶ μεγάλοι, γιατροί, δικηγόροι ἐμπόροι, μαγαζάτορες ὅσο ποῦ τὴν κατάντησαν ὅπως τὴ βλέπεις. Καὶ πάλι τώρα βρίσκονται θηρία ποῦ τὴν πειράζουν.

Πρῶτα ἀγρίευε συχνά· τώρα κἄπως μέρωσε. Μὰ πῶς δὲν τὴν κόβει ὁ Θεός—μεγάλη ἡ δόξα του—πῶς μὲ αὐτὰ τὰ κακά ποῦ πέρασε καὶ περάει βρίσκεται ἀκόμα στὸ κόσμο!

..................

Μὰ τὶ κακὸ εἶναι τοῦτο! ἄκου τώρα κακορόχιονο[45] ποῦ ρίχνει! ἆ μὰ ζαλόκαιρος ἀλήθεια κιἀλήθεια! γιὰ ἔλα νὰ ἰδῆς· μαζὶ χιόνι καὶ βροχὴ καὶ ἀγέρας καὶ χαλάζι· ματάειδες τέτοιο θᾶμμα; γιὰ κύτταξε· μιὰ θαμποῦρα βλέπεις καὶ τίποτε ἄλλο· ἀλλοίμονο τσ’ ὀρφανοὺς ποῦ δὲν ἔχουνε δυὸ κάρβουνα....».

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, μέσα στὴν κοσμοχαλασιὰ ποῦ μοῦ ἔδειχνε ἡ Γιαννιώτισσα ἡ φιλαινάδα μου, φάνηκε σἄν ἕνα μαῦρο πρᾶμμα νἄπεσε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παραθύρια καὶ ἀκούστηκαν, μ’ ὅλη τὴ βοὴ τοῦ Νότου, κἄτι φωνὲς ὄχι ἀνθρώπινες· σἄν νὰ μούγκριζε γελάει, σἅν νἄσκουζε γουροῦνι, σἄν νὰ ρυάζονταν λύκος λυσσασμένος. Ἤτανε ἡ Σάντα· τὰ ξεσκλίδια ποῦ εἶχε γιὰ ροῦχα, τὰ σκόρπαγε ὁ ἀγέρας, καὶ τὸ κορμί της τὸ κατάμαυρο σἄν τομάρι ἀκατέργαστο κυλιόνταν σχεδὸν ὁλόγυμνο μεσ’ στὸ χανδάκι μὲ τὰ νερά, ἔσκαβε τὴ γῆ μὲ τὰ χέρια της, γύριζε πίστομα καὶ δάγκανε τὶς πέτρες, ὅσο ποῦ τὸ χιόνι τὴν ἄσπρισε καὶ τὴν ἐσκέπασε. Σὲ λίγο ἔπαψε ὁ ἀέρας καὶ τὸ χαλάζι, καὶ μονάχα χιόνι ἄφθονο μὲ λευκὲς παπλαμοῦδες σἄν ἄσπρα πουλιὰ ποῦ γυρίζουν κοπάδια στὴ φωληά τους, ἐσκέπασε ὅλην τὴν πόλι καὶ τὰ ξέφυλλα δέντρα καὶ τὰ λιβάδια, καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴ σιχαμάρα.

Ἡ πονετικὴ ἡ φιλαινάδα μου κατέβηκε νὰ κλείσῃ καλὰ τὴν πόρτα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου ἤρθανε σὲ λίγο μὲ βόλους ἀπὸ χιόνια, μὲ ξύλα καὶ μὲ πέτρες, ζητῶντας τὴ Σάντα ....

Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν εἴδαμε πάλι ὀρθή, νὰ τρέχῃ μισοδιπλωμένη στοὺς δρόμους μένα μακρὺ βρακὶ ἀπὸ ἰνδιάνα καὶ μἐκεῖνα τὰ μεγάλα δόντια, καὶ μαῦρο καὶ ἀργασμένο πρόσωπο, ποῦ τὴν κάνει ὅμοια μὲ λύκον μᾶλλον παρὰ μὲ ἄνθρωπον, καὶ νὰ διακονεύῃ ὅπως πάντα:

— Μωρὴ κάκκω[46] μωρή, δόμ μωρὴ ψωμί, γιατὶ πεινάει τὸ σκυλλὶ ποὖβρε τὸ βλησίδι κἔσφαξε τὸν ἄντρα μου μέσα στὰ παιδιά μου . . . .

Καὶ νὰ φεύγῃ πρὶν πάρῃ τὸ ψωμί.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ


  1. Εὕρημα, θησαυρός.
  2. Γυμνῂ
  3. Μὲ κοροϊδεύεις.
  4. Κοροϊδία.
  5. Ἄς εἶναι, δὲν πειράζει.
  6. Πολὺ ὡραία.
  7. Πτωχή.
  8. Οὕτω λέγεται ἐν Ἠπείρῳ ἡ μάμμη, ἡ πενθερὰ καὶ πᾶσα σεβαστὴ γραῖα.
  9. Συντηρῶ.
  10. Τὸ πονηρὸς ἐν Ἠπείρῳ προπαροξύνεται.
  11. δέκα περίπου μ. μ.
  12. Ὑποψία.
  13. Χαμηλὸς καναπὲς.
  14. Σχεδὸν νήπιον.
  15. Τὸ ἐν τῇ λίμνῃ τῶν Ἰωαννίνων.
  16. Πετεινοί.
  17. Λιθαράκι.
  18. Ἐν Ἰωαννίνοις λέγεται παροιμιωδῶς ὁ στίχος:

    Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα ἀπὸ τὴν περηφάνεια
    ποῦ φόρεσαν καλὲς κακὲς τὰ λαγουριὰ φουστάνια

  19. Γυμνή.
  20. Οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου.
  21. Φαντάζω, ἐπιδεικνύομαι.
  22. Ὑποψία
  23. Ἀστυνομία.
  24. Σίδηρα, χειροπέδαι.
  25. Εἰσόδημα.
  26. Ψολογάω=καταρῶμαι.
  27. Εἶδος δημογέροντος τοῦ χωρίου.
  28. Μὴ γένοιτο.
  29. Θόρυβος.
  30. ριγμένα.
  31. τὴν ἄρνησιν.
  32. Κρῖμα.
  33. Προκοπή.
  34. τὸ πρωΐ.
  35. ἀλλάξουν.
  36. ἔρριψαν.
  37. Πρωΐ.
  38. ἔμεινεν.
  39. κακὴ εἱμαρμένη.
  40. παννὶ Ἀμερικάνικον.
  41. ἐλυποθύμησε.
  42. δειλοί.
  43. ἔφιπποι χωροφύλακες.
  44. δυστυχισμένη.
  45. Λεπτὸ χαλάζι.
  46. Φιλικὴ προσφώνησις πρὸς γυναῖκα.