Το βασιλόπουλο
Τὸ βασιλόπουλο Συγγραφέας: |
Λόγια τῆς πλώρης (1924) |
Γεροντομπασμενος ὁ βασιλιᾶς τοῦ Λιβόρνου δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ τιμές, δὲν ἔχει χέρι γιὰ σκῆπτρο. Σάρακας τὰ χρόνια τὸν ρίξανε στὰ γηρατειά· τὰ γηρατειὰ σαπίλα τοῦ νέκρωσαν τὶς φιλοδοξίες. Χιόνι ρίχνει στὸν Ὄλυμπο! Ἄσπρα κατάσπρα τὰ μαλλιά, τρεμάμενα τὰ πόδια, στεῖρα ταφόπλακα ἡ καρδιά. Ἡ νέα ζωὴ πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, ἀντρειωμένη σκορπᾷ τριγύρω του, φεύγει καὶ χάνεται σὰν γάργαρο νερό, ποῦ τρέχει κάτω ἀπὸ ρουπάκι κατάξερο. Πῶς νὰ τὴν αἰσθανθῇ καὶ ποῦ νὰ τὴν ἀκολουθήσῃ; Ἀδύνατο! Κράζει τὸ γιό του, μονάκριβο βλαστό, παρακαλεῖ καὶ λέγει του μὲ σβυμένη φωνή, μὲ θολωμένα μάτια:
— Καλέ μου καὶ χρυσέ μου, ἔλα καὶ πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα τὸ σιδεροπουκάμισο· βάλε τὸ Στέμμα στεφάνι ἀγκαθερό· κράτει τὸ Σκῆπτρο κεντρὶ τοῦ ἔθνους σου, δέσποζε καὶ κυβέρνα. Κυβέρνα σὰν πατέρας καὶ σὰ βασιλιᾶς.
Τὸ βασιλόπουλο πεισματικὰ τοῦ ἀπαντᾷ:
— Πατέρα σὲ ὀνομάζω καὶ βασιλιᾶ σὲ προσκυνῶ. Δὲ θέλω τίποτα· δὲν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δὲν ὁρίζεις· λαὸ δὲν κυβερνᾷς. Ἢ τὴ Γοργόνα διώχνω ἢ ἐγὼ χάνομαι.
Καὶ παίρνει μιὰ μπρατσέρα μὲ κόκκινο πανί, καλὰ τὴν ἀρματώνει, βγαίνει στὸ πέλαγο. Δὲν ἔχει χάρη μόνο τὴν παλληκαριά, μὰ σμίγει καὶ τὴ γνώσῃ τὸ βασιλόπουλο. Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα. Καὶ βάνει πλώρη ἴσα γιὰ τὸ νησί.
— Ἢ σώνω τὸ λαό μου ἢ ἐγὼ χάνομαι· λέει ἀποφασιστικά.
Γοργόνα τὴ λένε οἱ ναῦτες, ἀλλὰ μοιάζει μὲ σαλαμάντρα· σαλαμάντρα κυματιστή, ὁλογάλαζη, πέτρινο ξερονῆσι ἀνάμεσα στὰ διάφανα νερὰ τοῦ Λιβόρνου. Ἐκεῖ πάνω φώλιαζαν οἱ ἀράπηδες, τέσσεροι ἀράπηδες αἱμοβόροι καὶ ἀπάνθρωποι, στοιχειὰ τοῦ κόσμου, τρόμος τῶν θαλασσινῶν. Ἕνας πατέρας ἦταν, δυό του παιδιὰ κ’ ἕνας ἀνηψιός. Σκληρὸς ὁ πατέρας, ἄκαρδα τὰ παιδιά, ὁ ἀνηψιὸς θεριόψυχος. Οὔτε νόμο ξέραν, οὔτε Θεό. Μόνον μιὰ τράτα εἶχαν καλαρματωμένη καὶ γοργοκίνητη. Φωλιασμένοι ἐκεῖ παραμόνευαν νυχτόημερα τὰ πέλαγα. Καὶ μόλις ἔβλεπαν κακότυχο πλεούμενο, ἀπάνω του! Ποιὸς μποροῦσε νὰ γλυτώσῃ; Ποιὸς τολμοῦσε ν’ ἀντισταθῇ; Κούρσευαν τὸ πρᾶμα, ἔτρωγαν τοὺς ἀνθρώπους, βύθιζαν τὰ πλεούμενα. Λάμιες τῆς θάλασσας κακόγνωμες.
Πολλὰ παλληκάρια κίνησαν καὶ πῆγαν νὰ τοὺς πολεμήσουν· πολλὰ βασιλόπουλα ἠθέλησαν νὰ δοξασθοῦν μὲ τὸ θάνατό τους. Μὰ ὅσοι κι’ ἂν πῆγαν κανεὶς δὲν πρόφθασε νὰ μετανιώσῃ γιὰ τὸ κίνημά του. Τὸ ἄχαρο νησί, σὰν νὰ ἦταν δασοφυτρωμένο μὲ λησμοβότανο, τοὺς κοίμιζε παντοτινά, ἔδειχνε στὸ λιοπύρι βωμοὺς τὰ κόκκαλα. Καὶ οἱ ἀράπηδες θεριακωμένοι, πάντα πικροὶ κι’ ἀδάμαστοι, κάθονταν ἐκεῖ φοβέρα τοῦ ναυτόκοσμου.
Μὰ τοῦ Λιβόρνου τὸ βασιλόπουλο τρέχει γοργὰ τόρα, ἐλπιδοφορτωμένο καὶ πολυκάτεχο. Ἡ εὐχή τοῦ λαοῦ γίνεται ἀέρι καὶ φουσκώνει τὸ κόκκινο πανί· τῶν θαλασσινῶν τὰ δάκρυα σμίγουν μὲ τὸ γαλάζιο κῦμα καὶ λαχτίζουν ἐμπρὸς τὸ σκαφίδι του. Ἔφτασε νύχτα στῶν κακούργων τὴ μονιά· ἔβγαλε τὶς προμήθιες ὅλες. Βγάζει τὰ κρέατα – βόδια ὁλάκερα· βγάζει τὰ καρβέλια – φούρνους ἀδαπάνητους· βγάζει τὸ κρασὶ – βαρέλια χιλιοστέφανα. Βγάζει καὶ τ’ ἁπλώνει ὅλα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ κεῖνο κρύβεται μὲ τὴ μπρατσέρα σ’ ἕνα ἀπόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θὰ χορτάσουν τ’ ἀχόρταγα στοιχειὰ μὲ τὶς προμήθειες του;
Τὴν αὐγὴ μὲ τὸ σύθαμπο κατεβαίνουν οἱ ἀράπηδες στὴν ἀκρογιαλιά, βλέπουν τὰ κρέατα καὶ τὰ ψωμιά. Τὰ βλέπουν καὶ ρωτᾶν ποιὸς τάχα νὰ τἄστειλε; Βέβαια κάποιος ποῦ τρομάζει τ’ ὄνομά τους, τρέμει στὸν ἴσκιο τους. Μὰ τὰ ρέγονται περισσότερο παρὰ ν’ ἀποροῦν. Κάθονται, τρῶνε καὶ παραχορταίνουν. Βλέπουν καὶ τὸ κρασί· τὸ μυρίζονται. Περισσότερο διψοῦν παρὰ ξαφνίζονται. Ρίχνονται καὶ ρουφοῦν· πάσχουν νὰ ξεδιψάσουν.
— Μὴν τὸ πίνουμε τὸ δόλιο, μπάρμπα, καὶ δὲν ξέρουμε τὸ τί μᾶς βρίσκει· λέει μιὰ στιγμὴ ὁ ἀνηψιὸς στὸ θεῖο του.
Χασονούσης ἐκεῖνος, δίνει του μιὰ μπάτσα καὶ στραβώνει τὴ σαγῶνά του. Καὶ ρίχνεται πάλι στὸ κρασὶ ὁ γέρος· ρίχνονται τὰ δυὸ παιδιά· ρίχνεται κι’ ὁ ἀνηψιός γιὰ νὰ ξεχάσῃ τὸν πόνο του. Ροῦφα-ροῦφα τ’ ἀδειάζουν τὰ βαγένια. Ἀδειάζουν τὰ βαγένια, τυλώνουν τὰ στομάχια τους, σκοτίζουν τὸ νοῦ τους. Ἀρχίζουν τὰ τραγούδια· πιάνουν τὸ χορό. Χορεύουν καὶ χορεύουν ὥς ποῦ ξαπλώνονται στὸν ἄμμο ἀναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οἱ μαῦροι δαίμονες!
Τότε ἀφίνει τὸν κρυψῶνά του τὸ βασιλόπουλο· κοιτάζει ἄφοβα τοὺς ἀράπηδες καὶ χαμογελᾷ. Δὲ χάνει καιρό, δένει τους καλά, μὲ βαριὲς ἁλυσίδες τοὺς φορτώνει, σαβοῦρα ρίχνει στὴ μπρατσέρα· φτάνει γοργὰ στὸ Λιβόρνο.
— Ὁ λαός μου σώθηκε· συλλογιέται πασίχαρος σὲ ὅλο τὸ ταξεῖδι.
Ὁ γέροντας βασιλιᾶς ἀπάνω στὸν ὀλόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κοίτεται ἀπὸ φόβο καὶ ἀπελπισία. Ἐρημιὰ τριγύρω καὶ θλίψη μέσα του. Ἡ Δωδεκάδα τὸν παραστέκει χλωμὴ καὶ τ’ ἄρματα λαμπρὰ προστατεύουν τὴν ἀκριβὴ ζωή του. Μὰ ἐκεῖνος ἀνήσυχος ἕνα ἄρμα προσμένει κ’ ἕνα σύμβουλο· τὸ παιδί του. Ἐμπρὸς τὸ ἄψεγο κρύσταλλο τοῦ παραθυριοῦ, δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιὰ καὶ ἄρμενα πλῆθος, ἀπέραντη θάλασσα ποῦ ὀργόνεται ἀπὸ σκαφίδια χίλια. Τὰ σκαφίδια ὅμως δὲν ἔχουν γλῶσσα γι’ αὐτόν· οἱ βίγλες δὲν τοῦ δίνουν τὸ ποθητὸ σημάδι· Ἡ Γοργόνα, λέει, τοῦ κράτησε τὸν ἀκριβογιό· ἔρημος θὰ μείνῃ καὶ ἄβλαστος ὁ δοξασμένος θρόνος του στὸν αἰῶνα!
Ἄξαφνα διάπλατη ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ ξανθὴ ἀχτῖνα μπαίνει μέσα τὸ βασιλόπουλο.
— Πατέρα σὲ ὀνομάζω καὶ βασιλιᾶ σὲ προσκυνῶ, λέει γονατίζοντας. Ὅλα τὰ παίρνω τόρα καὶ σ’ ἀλαφρώνω τὴ ζωή. Ντύνομαι τὴ χλαμύδα, τὸ σιδεροπουκάμισο· βάνω τὸ Στέμμα, στεφάνι ἀγκαθερό· παίρνω τὸ Σκῆπτρο, κεντρὶ τοῦ ἔθνους μου. Κυβερνῶ σὰν πατέρας καὶ σὰ βασιλιᾶς.
Δὲν πρόφτασε ν’ ἀγκαλιάσῃ τὸ παιδί του ὁ γέροντας κ’ ἔξω ἀκούστηκε φωνὴ τρανολάλητη, ἄγρια καὶ κακή, λὲς καὶ τὸ ξερονῆσι κοσμοχαλαστὴς κύκλωσε τὸ παλάτι.
— Ἐκδίκηση!… ἐκδίκηση!… διπλοτριπλώνει στὰ μεσούρανα ἡ φωνή.
Ὁ λαὸς ξαρματώνει τοὺς φρουρούς, ἀνοίγει μὲ τὰ τσεκούρια τὶς πόρτες. ἀνεβαίνει τὶς ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει κουρέλια τὶς μεταξωτὲς κουρτῖνες, συντρίβει τὰ βάζα, φτάνει ἀγριόθυμος ἐμπρὸς στὸ βασιλιᾶ.
— Νὰ σὲ ρωτήσω, πατέρα μου, δικαιοκρίτη· τοῦ λέει. Μὲ τὶ πληρώνει ἐκεῖνος ποῦ πατάει τὴν καραντίνα;
— Μὲ θάνατο.
— Ὑπόγραψε.
Πατάει πρόθυμα τὴ χρυσῆ βούλα του ὁ βασιλιᾶς στὴ θανατικὴ ἀπόφαση. Τότε τοῦ διηγῆται ὁ λαὸς τὸ κάμωμα τοῦ βασιλόπουλου. Κακὴ χολέρα θέριζε τὰ περίχωρα καὶ εἶχε καραντίνα ἡ πόλη. Ὅμως τὸ βασιλόπουλο, δὲν πρόσμενε πρῶτα νὰ καθαρισθῇ· ἦρθε γραμμὴ στὸ παλάτι. Μπορεῖ νὰ ἤφερε τὴν ἀρρώστια καὶ μέσα στὰ σπίτια του.
— Εὐχαριστῶ! λέει ὁ βασιλιᾶς δακρύζοντας. Παιδὶ μου τὸ βασιλόπουλο, παιδί μου κι’ ὁ νόμος. Τὸ βασιλόπουλο ἀδίκησε τὸ νόμο· ἐκεῖνος θὰ χάσῃ τὸ βασιλόπουλο.
Πῆραν τὸ μονάκριβο βλαστό, στ’ ἄνθη τὸν ἔντυσαν καὶ τὸ ἄσπλαχνο λεπίδι τοῦ λαοῦ ἔκοψε τὸ βασιλικὸ δεντρὶ ἀπὸ τὴ ρίζα του.
Τόρα καταμεσὶς τοῦ Λιβόρνου οἱ ἀράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, μὲ τὶς ἁλυσίδες στὸ λαιμὸ βαριές. Ὁ γέροντας πρῶτος, ἁπλωμένος προύμυτα στὴν πλάκα, τὰ χοντρὰ χείλη του ἀνοίγει φάραγγας, δείχνει τὰ δόντια του σὰν νὰ θέλῃ νὰ χάψῃ τὰ πέλαγα. Τὰ δύο του παιδιὰ ἀνασκελωμένα σηκώνουν τὰ μάτια μὲ πόνο στὸν ουρανό, λὲς καὶ γυρεύουν τὸ ἔλεος. Δίπλα ὁ ἀνηψιὸς μὲ τὴ σαγῶνα ξεκλειδωμένη, μορφάζει ἀπαίσια σὰν νὰ νιώθει ἀκόμη τὸν πόνο του. Κ’ ἐπάνω ἀπ’ ὅλους ὀλόρθο τὸ βασιλόπουλο, ὁ νικητὴς καὶ μάρτυρας, δείχνει χαρὰ καὶ λύπη στὸ ἀγένειο πρόσωπό του.
Τὸ τρισεύγενο θῦμα ἔχει κακούργους γιὰ θρόνο του. Ἡ νέα ζωὴ πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, ἀντρειωμένη σκορπᾷ τριγύρω του ἀκόμη, φεύγει καὶ χάνεται σὰν γάργαρο νερό, ποῦ τρέχει κάτω ἀπὸ ρουπάκι κατάξερο. Καὶ κάπου-κάπου φωνὴ τρεμάμενη, τοῦ λαοῦ ἴσως, ἴσως τοῦ γεροντομπασμένου βασιλιᾶ, θρῆνος γίνεται καὶ κράζει τὸ βασιλόπουλο:
— Καλέ μου καὶ χρυσέ μου, ἔλα καὶ πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα τὸ σιδεροπουκάμισο· βάλε τὸ Στέμμα στεφάνι ἀγκαθερό· κράτει τὸ Σκῆπτρο κεντρὶ τοῦ ἔθνους σου· δέσποζε καὶ κυβέρνα. Κυβέρνα σὰν πατέρας καὶ σὰ βασιλιᾶς!…