Το Αρκάδι

Από Βικιθήκη
Το Αρκάδι
Συγγραφέας:


                                I

    Βαθεία νυξ· εις Ρέθυμνον σιγή νεκρά απλούται,
Δεν παίζει με τον άνεμον η δρυς και η μυρσίνη·
Μακράν της Ίδης το βουνόν αγέρωχον υψούται,
Και ανατέλλει αμυδρά η φθίνουσα σελήνη.

    Του Αρκαδίου η μονή ως φάσμα διοράται·
Διήλθεν επ' αυτής πνοή δεκατριών αιώνων,
Κατακτηταί ηλλάχθησαν, και όμως δεν ηττάται,
Αλλά γενναίως και αυτόν ενίκησε τον χρόνον.

    Παρίσταται ο ασφαλής λιμήν της δυστυχίας,
Πλάνητας πόνους εν αυτή προθύμως δεχομένη·
Και ήδη ότε μάχονται υπέρ ελευθερίας,
Υπό τας πτέρυγας αυτής το θύμα διαμένει.

    Εσίγησε και ο φρουρός των Τούρκων εκεί πέραν·
Το τηλεβόλον άφωνον, το ξίφος λελυμένον·
Ο θάνατος εις την χαμαί κατακειμένην σφαίραν,
Υπνώττει, την επαύριον εκ νέου αναμένων.

    Ενίοτε ωρύεται είς κύων και αγρίαν
Αντιλαλούσι την φωνήν αι ράχεις των ορέων,
Έως ού σβύσει βαθμηδόν εις σιωπήν τελείαν·
Και λέγουν ότι συμφοράν αγγέλλει κύων κλαίων.

    Του Αρκαδίου η μονή σιγά πλην δεν κοιμάται,
Τα γοτθικά παράθυρα λάμπουν της εκκλησίας·
Του ιερέως την φωνήν το πλήθος ακροάται,
Μεταλαμβάνει της ευχής και της ευχαριστίας.

    Πώς τόσον πλήθος αγρυπνεί τοιαύτην ώραν μόνον;
Γυναίκες τί ζητούν εκεί συσφίγγουσαι τα βρέφη;
Ολίγοι άνδρες ένοπλοι προβλέπουσι με πόνον,
Το δράμα τούτο· και η νυξ το παν με φρίκην στέφει.

    Ναι! αγρυπνούσιν· αγρυπνεί το θύμα και το μνήμα,
Και πέραν ύπνον νήδυμον ο Μουσταφάς κοιμάται·
Απλούται αίμα και σιγή όπου πατεί το βήμα,
Αλλ' ο ελεύθερος ανήρ νεκρούται, δεν ηττάται.

    Του ηγουμένου η φωνή δεν τρέμει εκ δειλίας,
Ο Γαβριήλ τον θάνατον γενναίως ατενίζει·
Εγκλείων έρωτα διπλούν πατρίδος και θρησκείας,
Εις μάχην, ως εις εορτήν, ατάραχος βαδίζει.

    Τα κύματα του τουρκικού στρατού μετά μανίας,
Ημέρας δύο πίπτοντα επί του Αρκαδίου
Ανέκαμπτον θραυόμενα· τα τέκνα της ανδρείας,
Την πεδιάδα έτρεψαν εις γην κοιμητηρίου.

    Επί τα τείχη της μονής κατέπεσαν ματαίως
Αι μυριάδες των σφαιρών· το έδαφος εσείσθη·
Αλλ' η μονή κ' οι μαχηταί αντέστησαν γενναίως.
Έπεσαν πλείστοι· ουδενός το θάρρος εκλονίσθη.

    Και ήσαν διακόσιοι οι άνδρες ούτοι μόνον,
Κ' εμάχοντο πολέμιον ενόπλων δισμυρίων·
Κ' είχον γυναίκας, νήπια εν μέσω των αγώνων,
Κ' εσκόπευε το όμμα των εκ της στοργής δακρύον.

    Πάντες μετέλαβον· ιδέ! τα άμφια αφίνων,
Ο Γαβριήλ εξέρχεται και τ' όπλον του λαμβάνει.
Τί λέγει προς τον ουρανόν το βλέμμα ανατείνων;
Τί ψιθυρίζει; αγνοώ· αλλά θα αποθάνη.


                                II

    Κοιμώνται ήδη, σιωπή! τίς οίδε τούτων πόσοι,
Τον τελευταίον ύπνον των αμέριμνοι κοιμώνται·
Αφήσατε έν όνειρον γλυκύ καν να ιδώσι,
Κ' εις ευτυχίας φάσματα γελώντα να πλανώνται.

    Αλλ' εις την θύραν της μονής η συμφορά προσμένει·
Ειρωνικώς προσμειδιά και ανυπομονούσα
Αίρει τον πέπλον της νυκτός· και ήδη αναβαίνει
Η έως από της χειρός τον θάνατον κρατούσα.

    Ας μειδιάση έσχατον το τεθλιμμένον χείλος·
Είναι Θεός παρήγορος εν τη εσχάτη κλίνη
Έν όνειρον περιχαρές, είς σύντροφος, είς φίλος·
Κοιμήθητε, κοιμήθητε, γενναίοι, εν ειρήνη.


                                III

    Εις τας επάλξεις του φρουρού το βήμα μονοτόνως
Μετρά την ανεπιστρεπτεί υποχωρούσαν ώραν·
Και μόλις φαίνονται μακράν, δια του ελαιώνος
Τα φώτα των οθωμανών μολύνοντα την χώραν.

    Την πεδιάδαν κατοικεί εισέτι η σκοτία,
Περιπλανώνται επ' αυτής η φρίκη και ο τρόμος·
Αγωνιώσα η ψυχή, θρηνούσα η καρδία
Προς του θανάτου φέρεται το ρίγος αποτόμως.

    Ο Γαβριήλ περιπατεί εις το ηγουμενείον,
Ατάραχος και σύνοφρυς, καθώς το έξω σκότος·
Ανοίγει το παράθυρον και βλέπει το πεδίον,
Μηδέν· το βήμα των φρουρών αντήχει αλλοκότως.

    Σταυρόνει τους βραχίονας, και η μακρά του κόμη
Απλούται εις τους ώμους του ως πένθιμος μανδύας·
Το γήρας δεν επίεσε το σώμα του ακόμη,
Αλλά την όψιν του ρυτίς ηυλάκωσε πικρίας.

    Ψυχή μεγάλη, ευγενής, διάνοια ευρεία,
Ησθάνετο την συμφοράν της Κρήτης βαρυτέραν·
Μονάζων εις Αρκάδιον, σπουδάζων εν Γαλλία,
Έν μόνον είχε όνειρον– την Κρήτην ελευθέραν.

    Και ήλπισεν εις τας αρχάς δι' άς κομπάζει ήδη,
Ας φέρει ως ψιμμύθιον η ανθρωπότης γραία,
Και τον αιώνα ήλπισεν επίκουρον να ίδη·
Οίμοι! ερράγη η ελπίς κ' εσίγησε ματαία.

    Βλέπει παντού την αρετήν η ευγενής καρδία·
Αλλά εις του συμφέροντος τον βράχον αποτόμως
Συγκρούονται θραυόμεναι και οίκτος και θυσία,
Και είναι μόνη η ισχύς σαφής και μέγας νόμος.

    Εγκλείων τον πολιτισμόν των νεωτέρων χρόνων,
Επίστευσε τα δόγματα αυτού, αλλ' ηπατήθη·
Και ότε είδε προ αυτού οικτράν δουλείαν μόνον
Προσευχηθείς, εις την ζωήν της δόξης εκοιμήθη.


                                IV

    Εκ των ορέων ιλαρός ο ήλιος προβαίνει
Και κύματα φωτός σκορπά εν τη χλωρά εκτάσει·
Αν η σφαγή τα θύματα γελώσα αναμένη
Ουδέ έν νέφος την φαιδράν μορφήν του θα σκιάση.

    Και των σαλπίγγων η φωνή η παρατεταμένη
Και εγερτήριος ηχεί, τα τύμπανα κροτούσι,
Και απειλούν το στόμιον των όλμων μαύρον χαίνει,
Και αι πτυχαί της ερυθράς σημαίας κυματούσι.

    Τα ξίφη από των θηκών εκσπώνται· σελαγίζει
Η έκτασις από λογχών πληθύν κεκαλυμμένη·
Αστράπτ' η ημισέληνος, ο ίππος χρεμετίζει,
Και σείεται η πεδιάς η αναπεπταμένη.

    Τα ερυθρά σαρίκια την έκτασιν πληρούσι,
Αφίπταται περιδεής η των πτηνών αγέλη·
Κλαγγή των όπλων πανταχού και κτύποι αντηχούσι·
Σκιάζει τον ορίζοντα κονιορτού νεφέλη.

    Τα τάγματα συντάσσονται, και προ των τηλεβόλων
Αι δάδες ως νεκρώσιμος υψούνται αγγελία,
Αλλάχ! και σείουν αι φωναί του ουρανού τον θόλον·
Αλλάχ! αντιλαλεί πικρώς μακράν η εκκλησία.

    Όστις τον θάνατον εδώ του στρατιώτου τύχη
Τον αναμένει ανδρική και ένδοξος κηδεία,
Επί του τάφου του θρηνούν των τηλεβόλων ήχοι
Και των σφαιρών η έντονος συρίζει αρμονία.

    Αλλ' η μονή ατάραχος τα στέρνα της ορθόνει
Είναι η σιωπή αυτής και απειλή και χλεύη·
Προ των οπών των παλαιστρών με κεκλιμένον γόνυ
Ο Κρης πληροί το όπλον του και τον εχθρόν σκοπεύει.

    Η κυανή την ερυθράν σημαίαν αντικρύζει·
Χρώμα το έν του ουρανού, το άλλο Άδου χρώμα.
Υπό την σκέπην του σταυρού εκείνη κυματίζει,
Αυτή το άστρον της νυκτός προβάλλει εις το όμμα.

    Ιδέτε τον σταυρόν εκεί· εικών του μαρτυρίου,
Εικών ελπίδων μελλουσών, αλλά παρόντων πόνων,
Υπέρτερος της γης αυτής και πλήρης μυστηρίου,
Δεικνύει το στερέωμα ως τέρμα των αγώνων.

    Κλίνωμεν γόνυ προ αυτού· επί το ξύλον τούτο
Τοσαύτα έτη ύπνωττε του έθνους μας το μέλλον·
Εκεί ευρήκεν άσυλον, εκεί εκραταιούτο
Έως ού έπειτα λαμπρόν εφάνη ανατέλλον.

    Ημείς από του Γολγοθά το αίμα του Μεσσία
Συνάξαντες, εχύσαμεν ανά την οικουμένην·
Και τον σταυρόν του ήραμεν ημείς εν τη καρδία,
Αιώνων διανύσαντες ζωήν συντετριμμένην.

    Ημείς διεσαλπίσαμεν το άγιόν του ρήμα,
Το σκότος διαλύσαντες βαρβάρων θρησκευμάτων·
Κ' εν μέσω πένθους έβαινεν ατάραχον το βήμα,
Χαράττον βίον υψηλόν, τον κόσμον αναπλάττον.

    Κλίνωμεν γόνυ· σήμερον υπέρ αυτού η πάλη.
Αλλά εις του πολιτισμού την όψιν την χαλκίνην
Το αίμα τούτο ας ριφθή· αυτόν ας περιβάλη,
Αυτός ας φέρη την αράν, το στίγμα, την αισχύνην.


                                V

    Οι όλμοι εκενώθησαν· κροτεί το τηλεβόλον,
Συρίσσουσαι διέσχισαν αι σφαίραι τον αέρα·
Της εκκλησίας έσεισεν ο πάταγος τον θόλον,
Και εις τους λόφους η ηχώ βοά βροντωδεστέρα.

    Δημηγορεί ο θάνατος και η σφαγή καγχάζει·
Διασταυρούνται αι βολαί· οι Τούρκοι βλασφημούσι·
Πίπτουν σαρίκια· πληγείς πολέμιος σφαδάζει.
Εδώ ορμώσι προς σφαγήν, εκεί ψυχορραγούσι.

    Το πυρ των μαχητών ημών κτυπά ηραιωμένον,
Αλλ' αι βολαί με πτώματα βαρβάρων αριθμούνται·
Οι αναρίθμητοι εχθροί κατά μεμετρημένων,
Ηττώνται και νικήσαντες, και πάλιν ατιμούνται.

    Τρις ώρμησαν, τρις άπρακτοι οι Τούρκ' υποχωρούσι,
Τρις βλασφημεί ο Μουσταφάς τον πώγωνά του πτύων·
Τας φάλαγγας οι αρχηγοί με ύβρεις ζωπυρούσι,
Και πάλιν επιπίπτουσι μετά φωνών αγρίων.

    –Την πύλην σημαδεύσατε, αυτήν κτυπάτε μόνον,–
Κ' ευθύνονται τα στόμια πυκνά εις έν σημείον,
Και οι αρχαίοι στρόφιγγες αυτής, οι προ αιώνων,
Σαλεύουσιν υπό σφαιρών πληττόμενοι μυρίων.

    Πίπτει βαρεία της μονής η πύλη συντριβείσα,
Και προ του ρήγματος αγών γενναίος συγκροτείται·
Συνοφρυούται η οργή και μαίνεται η λύσσα,
Κ' εκτάδην δάκνουσι την γην οθωμανοί οπλίται.

    –Εμπρός, εμπρός, εφθάρησαν τα όπλα των Ελλήνων·
Μόλις τον άοπλον εχθρόν, θρασύδειλοι, νικάτε·
Τον θάνατον κατέπαυσε το όπλον μας εκχύνον,
Εμπρός, ουδείς ανθίσταται, οθωμανοί, κτυπάτε.


                                VI

    Προ της εικόνος του Χριστού με γόνυ κεκλιμένον
Γυναίκες, παίδες, γέροντες μετά θερμών δακρύων
Προσεύχονται, προσεύχονται εις τον εσταυρωμένον,
Την λύσιν αναμένοντες εις το ηγουμενείον.

    Τα λείψανα των μαχητών εμβαίνουν. –Βεβηλούσι
Οι πόδες των οθωμανών την γην της εκκλησίας,
Τα όπλα κατεστράφησαν, τα τείχη δεν κρατούσι,
Και προσεγίζει κάτωχρον το φάσμα της δουλείας.

    Και ήδη τί δυνάμεθα; –Να ανατιναχθώμεν,
Ανέκραξεν ο Γαβριήλ εμβαίνων αιφνιδίως,
Υπό τα τείχη της μονής γενναίως να ταφώμεν·
Υπέρχρονος και ευκλεής μάς αναμένει βίος.

    Ελευθερίαν δι' ημάς ο κόσμος αν αρνήται,
Την δόξαν δεν θα αρνηθή, ο θάνατος μάς μένει,
Θαρρείτε προς τον θάνατον, προς τον Θεόν θαρρείτε–
Και εις τα βάθη της μονής βραδέως καταβαίνει.


                                VII

    Οπόσον έχει μέγεθος, οπόσον καταπλήσσει,
Ο Γαβριήλ ιστάμενος παρά την αποθήκην,
Έτοιμος το σκανδάλιον του όπλου να εγγίση,
Και εις τον θάνατον αυτόν επιζητών την νίκην.

    Μόνος υπό τας σκοτεινάς στοάς του υπογείου,
Ζωννύμενος υπό σωρών πυρίτιδος προσμένει
Να δώσωσι το σύνθημα εκτάκτου μαρτυρίου·
Δεικνύουσα τον θάνατον η ώρα διαβαίνει.

    Ο δείπνος σου ο μυστικός, Ελλάς, εκεί τελείται·
Εις της πατρίδος τον βωμόν και της ελευθερίας
Ιδού τα σφάγια· ζωήν αγγέλουσι, θαρρείτε,
Χύνει το αίμα δι' ημάς του έθνους ο Μεσσίας.

    Σιγή· ο Τούρκος προχωρεί· ηγούμενε, τον βλέπεις;
Δεν είν' εκείναι αι φωναί των δυστυχών νηπίων;
Ματαία η αντίστασις· προς τί το όπλον τρέπεις;
Πυρ! εκ στομάτων άνωθεν αντήχησε μυρίων.


                                VIII

    Ακούεις κυλιόμενον τον κεραυνόν εκείνον,
Και βλέπεις νέφη χώματος και πτώματα και μέλη
Βιαίως ανυψούμενα εντός γλωσσών πυρίνων;
Βλέπεις πώς φεύγει έντρομος των τούρκων η αγέλη;

    Πατάγων, συριγμών, τρυγμών η έκτασις πληρούται·
Τρέμει η χώρα, σείονται οι βράχοι οι πλησίον·
Καπνού φλογώδους στρόβιλος υψούμενος ογκούται,
Εγκλείων την καταστροφήν, τον θάνατον εγκλείων.

    Η μία πτέρυξ της μονής εις τρίμματα μυρία
Σφενδονισθείσα έπεσε χαμαί συστρεφομένη,
Το έδαφος εσάλευσεν, ερράγη, και αγρία
Η Ίδη αντεβόησεν ωσεί εκπεπληγμένη.

    Κυμαίνονται επί μικρόν οστά συντετριμμένα
Και τούρκων και χριστιανών εις νέφους συνοδίαν·
Σάρκες και μέλη πλήττουσι την γην καθημαγμένα,
Αγνώριστα και εις αυτήν την μητρικήν καρδίαν.

    Τα φύλλα του ετίναξε το δάσος το πλησίον,
Και το πτηνόν διέκοψε το πένθιμόν του άσμα·
Ο κόραξ ανεπέταξε μετά φωνών αγρίων·
Προσήλθε το κατεσκληκός των ερειπίων φάσμα.


                                IX

    Εις του Υψίστου τον ναόν σιγά η λειτουργία,
Και το θυσιαστήριον είν' έρημον θυσίας·
Και ανετράπ' η τράπεζα, θραυσθείσα, η αγία,
Κ' εσβέσθη προ του ιερού η λάμψις της λυχνίας.

    Ερείπια, ερήμωσις την χώραν κατοικούσιν,
Εδώ έν πτώμα, έν οστούν εκεί και έν κρανίον·
Η νυξ, η δρόσος, επ' αυτών το λυκαυγές θρηνούσιν·
Αλλά το κλέος κατοικεί επί των ερειπίων.

    Και δεν φυλάττει ο σταυρός την κόνιν των ανδρείων·
Άταφοι έρημοι –η γη επί της γης κειμένη–
Εδώ, εκεί εγείρονται ατάκτως ως μνημείον,
Ξίφος πηγμένον εις την γην και λόγχη τεθλασμένη.