Ἡ μεγάλη Βαβυλῶνα,
Mία φορὰ κ’ ἕνα καιρὸ,
Εἶχεν ἕναν ἡγεμόνα
Π’ ἀγαποῦσε τὸ χορό.
Ἕνα ψύλλο ’ς τὴν αὐλή του
Εἶχε πάντοτε σιμὰ,
Ποῦ τ’ ἀγάπαε σὰν παιδί του,
Γιατὶ χόρευε λαμπρά!
Ἂν τὴν πόλκα ἢ τὴν μαζούρκα,
— Χοροὶ τότε τοῦ συρμοῦ —
Τὴν ἐχόρευαν ’ς τὴ φοῦρκα,
Αὐτὸς θἄτρεχε κι’ αὐτοῦ.
Προσταγὴ ἀπὸ τὸ παλάτι
Νἄρθῃ ὁ ῥάφτης του, κι’ εὐθὺς
Τὸν ἐφέρανε τρεχάτοι
Ὅλοι οἱ πρῶτοι τῆς αὐλῆς.
Πάρε μέτρο, κὺρ Μπακοῦκο,
Λέει τοῦ ῥάφτη ὁ βασιληᾶς του,
Γιὰ βρακὶ καὶ γιὰ σουρτοῦκο
Πάρε μέτρο τς ἀφεντιᾶς του!
Καὶ μιὰ δίπλα, ἰδὲς, μονάχη
Ἂν τοῦ κάμῃ τὸ σκουτὶ,
Τὸ κεφάλι σὰν ἀστάχυ
Σοῦ τὸ κόβω ’ς τὴν στιγμή!
Ἔτσι ὁ ψύλλος φορεμένος
Ὅλος ’ς τὰ μεταξωτὰ,
Μὲ χρυσάφια στολισμένος,
Μὲ σπαθί τ’ ἀριστερά!
Μὲ σταυρὸ, ποῦ κρεμασμένο
Τὸν βαστοῦσε ’ς τὸ λαιμὸ,
Κι’ ἄλλον ἕνα καρφωμένο
Μὲ πετράδια ’ς τὸ πλευρό,
Τρέχει εὐθὺς, καὶ μὲ καμάρι
’Σ τὸν καθρέφτη, γιὰ νὰ ἰδῇ,
Τὸ κορμί του πόση χάρι
Ἔλαβε μὲ τὴν στολή.
Σοὔβαλε γυαλὶ ’ς τὸ μάτι
Γιὰ νὰ βλέπῃ πιὸ καλὰ,
Τὸ χονδρίτερο κομμάτι
Νὰ τὸ κάμῃ μιὰ χαψιά.
Προσκαλεῖ τὸ δικολόγι
’Σ τὴν πρωτεύουσα νἀρθῇ,
Γιὰ νὰ πίνῃ καὶ νὰ τρώγῃ,
’Σ τὴν ὑγειὰ τοῦ χορευτῆ.
Ὁ ἀνεψιός του ἔγεινε ἱππότης,
Ὁ ἀδελφός του, στρατηγὸς,
Ὁ πατέρας του, δεσπότης,
Βουλευτὴς ὁ ξαδελφός!
Εἰς τὸ κράτος διαλαλοῦνε
Θέσπισμα τρομαχτικό!
Ποῦ ὅσοι νὰ ξυστοῦν τολμοῦνε,
Χάνουν κεφαλὴ, καὶ βιό.
Εἰς τ’ ἀνάκτορα ὅλοι οἱ ψύλλοι
Τότε ἀρχῆσαν νὰ πηδοῦν,
Καὶ σὰν λυσσασμένοι σκύλοι,
Ὅλους νὰ φλεβοτομοῦν.
Κι’ ὅπου χήρα ἢ πανδρεμμένη
Μυριστοῦν ἀπὸ μακρυὰ,
Πηδοῦν ὅλοι μαζεμμένοι,
Νὰ χορτάσουνε τσιμπιά.
Κ’ ἐπειδήτις ἐμποδίζει
Τὴν ξυσμάρα ἡ διαταγὴ,
Κάθε μιὰ κρυφὰ πασχίζει
Ναὕρῃ τρόπο νὰ ξυστῇ.
ᾙ γυναῖκες μὲς’ ’ς τὴν τσέπη
Κρύβουν τέτοια πονηριὰ,
Ὁποῦ διάβολος δὲν βλέπει
Ὅσα φκιάνουνε κρυφά!
Εἰς ἐμᾶς, κακή του τύχη,
Ψύλλος νἄρθῃ νὰ τραφῆ!
Ἀποκάτου ἀπὸ τὸ νύχι,
Θὰ τελειώσῃ τὴν ζωή.
|