Του Διάκου

Από Βικιθήκη
Του Διάκου
Δημοτικό τραγούδι


Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλὰ ’ς τὴ Χαλκουμάτα,
τό να τηράει τὴ Λιβαδιὰ καὶ τἄλλο τὸ Ζιτοῦνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο µοιριολογάει καὶ λέει.
«Πολλὴ µαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακοῦδα.
Μὴν ὁ Καλύβας ἔρχεται, μὴν ὁ Λεβεντογιάννης,
Νοὐδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, νοὐδ’ ὁ Λεβεντογιάννης,
Ὀμὲρ Βρυόνης πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.»

Ὁ Διᾶκος σὰν τ’ ἀγροίκησε, πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψιλὴ φωνὴ νἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει.
«Τὸν ταϊφά µου σύναξε, μάσε τὰ παλληκάρια,
δῶσ’ τοὺς μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τοῖς χούφταις,
γλήγορα καὶ νὰ πιάσουµε κάτω ’ς τὴν Ἀλαμάνα,
ποῦ ναι ταμπούρια δυνατὰ κι’ ὄμορφα µετερίζια».

Παίρνουνε τἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
’ς τὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταµπούρια.
«Καρδιά, παιδιά µου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθῆτε,
σταθῆτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε».

Ψιλὴ βροχοῦλα νἔπιασε κ’ ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια νἔκαµαν τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διᾶκος ’ς τὴ φωτιὰ μὲ δεκοχτὼ λεβένταις.
Τρεῖς ὥραις ἐπολέμαε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι’ ἀνάψαν τὰ τουφέκια,
κι’ ὁ Διᾶκος ἐξεσπάθωσε καὶ ’ς τὴ φωτιὰ χουμάει,
ξῆντα ταμπούρια χάλασε κ’ ἑφτὰ μπουλουκμπασίδες.
Καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ’ τὴ χοῦφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ ’ς τὸν πασᾶ τὸν πάνουν,
χίλιοι τὸν πὰν ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.

Κι’ ὁ Ὀμὲρ Βρυόνης μυστικὰ ’ς τὸ δρόµο τὸν ἐρώτα.
«Γίνεσαι Τοῦρκος, Διᾶκο µου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξης,
νὰ προσκυνήσῃς ’ς τὸ τζαµί, τὴν ἐκκλησιὰ ν’ ἀφήσῃς;»

Κ’ ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκε καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι.
«Πάτε καὶ σεῖς κ’ ἡ πίστη σας, µουρτάταις, νὰ χαθῆτε!
Ἔγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θὲ ν’ ἀποθάνω.
Ἂ θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον ἑφτὰ μερῶν ζωὴ θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
ὅσο νὰ φτάσῃ ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Θανάσης Βάγιας».
Σὰν τ’ ἄκουσε ὁ Χαλὶλ µπέης, ἀφρίζει καὶ φωνάζει.
«Χίλια πουγγιὰ σᾶς δίνω γὼ κι’ ἀκόμα πεντακόσια,
τὸ Διᾶκο νὰ χαλάσετε, τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη,
γιατὶ θὰ σβήσῃ τὴν Τουρκιὰ κι’ ὅλο µας τὸ ντοβλέτι».

Τὸ Διᾶκο τότε παίρνουνε καὶ ’ς τὸ σουβλὶ τὸν βάζουν,
ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε κι’ αὐτὸς χαμογελοῦσε,
τὴν πίστη τοὺς τοὺς ὕβριζε, τοὺς ἔλεγε µουρτάταις.
«Σκυλιὰ κ’ ἃ μὲ σουβλίσετε, ἕνας Γραικὸς ἐχάθη.
Ἂς εἶν’ ὁ Ὀδυσσεὺς καλὰ κι’ ὁ καπετὰν Νικήτας,
ποῦ θὰ σᾶς σβήσουν τὴν Τουρκιὰ κι’ ὅλο σας τὸ ντοβλέτι».