Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΣΤ

Από Βικιθήκη
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΣΤ'. Το καλοκαίρι του 1014


Ύστερα από την καταστρεπτική μάχη του Αξιού, όπου οι Βούλγαροι έπαθαν την ίδια πανωλεθρία όπως στη μάχη του Σπερχειού δέκα χρόνια πρωτύτερα, τα Σκόπια παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Ο Βασίλειος τότε κατέλαβε το κάστρο, έβαλε δυνατή φρουρά, και χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε για το Περνίκον και το πολιόρκησε. Μα όπως η Στρουμπίτζη, έτσι και το Περνίκον ήταν δυνατά οχυρωμένο, και φρούραρχο είχε τον Κρακρά, έναν από τους ανδρειότερους και πιο πιστούς στρατηγούς του Σαμουήλ. Ύστερα από τριών μηνών πολιορκία, και αφού έχασε πολλούς άντρες και είδε πως δεν μπορούσε ούτε να νικήσει ούτε να πάρει με το μέρος του τον Κρακρά, ο Βασίλειος έλυσε την πολιορκία και γύρισε στην Πόλη.

Λίγον καιρό όμως ξεκουράζουνταν ο Βασίλειος. Τον άλλο χρόνο βγήκε πάλι με το στρατό του, και πάλι τον άλλο χρόνο, και σε κάθε εκστρατεία έπαιρνε κι από μερικά φρούρια και πόλεις, κι όλο στένευε περισσότερο τα σύνορα της Βουλγαρίας, κι όλο λιγόστευε τη δύναμη του Σαμουήλ. Κι έτσι πέρασαν δέκα χρόνια. Ο Σαμουήλ ωστόσο δεν έχανε το θάρρος του. Βλέποντας πως η εισβολή του Βασιλείου γίνουνταν πάντα από την κλεισούρα του Κλειδιού στην κοιλάδα του Στρυμόνα, αποφάσισε να οχυρώσει το στενό και να του κόψει το δρόμο. Κατόρθωσε να διώξει τους Βυζαντινούς που το φύλαγαν κι έβαλε τους δικούς του να χτίσουν οχυρώματα δυνατά στις δυο πλαγιές. Ώστε όταν έφθασε κει ο Βασίλειος, τον Ιούλιο του 1014, βρήκε το δρόμο κλειστό. Από τα ψηλά τους ξύλινα οχυρώματα, οι Βούλγαροι κατρακυλούσαν βράχους, έριχναν πέτρες και ό,τι άλλο έβρισκαν, αφάνιζαν τους αυτοκρατορικούς. Όλη η ορμή των στρατιωτών του Βασιλείου σπούσε στα εχθρικά χαρακώματα. Φώναξε τότε ο Βασίλειος τους στρατηγούς του, τους απέδειξε πόσο αδύνατο ήταν να πάρουν τα οχυρώματα αυτά, και τους είπε πως σκοπό είχε να τραβηχθεί χωρίς να επιμείνει περισσότερο και να θυσιάσει τόσους άντρες.

- Δέσποτα, φώναξε τότε ο Νικηφόρος Ξιφίας, μια χάρη σου ζητώ! Δώσε μου μόνο τρεις μέρες ακόμα, Αύγουστε. Άφησε μου τον καιρό ν' ανέβω από την πίσω ράχη της Βαλαθίστης και να πέσω στις πλάτες τους! Και τότε είναι χαμένοι!

Ο Αυτοκράτορας, αφού συζήτησε το σχέδιο, παραδέχθηκε την τολμηρή αυτή πρόταση, και συμφώνησε με τους στρατηγούς του πώς να δοθεί το σύνθημα για να πέσουν όλοι, την ίδια ώρα, καταπάνω στους εχθρούς και να τους προσβάλουν συγχρόνως απ' όλα τα μέρη. Ωστόσο ο Σαμουήλ, ελπίζοντας μ' έναν αντιπερισπασμό να σταματήσει την πορεία του Αυτοκράτορα, είχε στείλει έναν από τους γενναιότερους του βολιάδες, τον Δαβίδ Νεστορίτση, να προσβάλει ξαφνικά τη Θεσσαλονίκη, με την ελπίδα να τη βρει ανυπεράσπιστη. Στρατηγός της Θεσσαλονίκης ήταν τότε ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης, ένας από τους λαμπρότερους στρατηγούς του Βουλγαροκτόνου. Ένα βράδυ λοιπόν, εκεί που ξεκαβαλίκευε μπρος στην πόρτα του, είδε πλάγι του κάποιο νέο άγνωστο, με ζωηρά καστανά μάτια και κορμοστασιά κυπαρισσένια. Του παρουσίασε σιωπηλά ένα τυλιγμένο έγγραφο, κι ευθύς χάθηκε από μπροστά του. Ο Βοτανειάτης παραξενεύθηκε, κι άνοιξε το έγγραφο. Λίγα ήταν τα γραμμένα λόγια: «Θεοφύλακτε Βοτανειάτη, το γεράκι σταμάτησε τον αετό, και μάταια γυρεύει αυτός ν' ανοίξει δρόμο. Φύγε, πέταξε, φθάσε. Στο δρόμο σου σκόρπισε το σύννεφο που έρχεται να σε σαστίσει. Μην το περιφρονήσεις όμως, είναι μαύρο και βαρύ, πάρε τα μέτρα σου. Ν.Ο.Α.». Μια στιγμή έμεινε ο Βοτανειάτης σαστισμένος. Ύστερα μπήκε βιαστικά στο παλάτι του, και μήνυσε στους αξιωματικούς του να έλθουν ευθύς όλοι σε συμβούλιο.

- Οπλίσετε τη φρουρά, διέταξε, μαζέψτε τους στρατιώτες. Να μη μείνουν στα κάστρα παρά όσοι χρειάζονται για ώρα ανάγκης, και όλος ο στρατός να είναι έτοιμος. Πριν ανατείλει ο ήλιος, θα βγω στη μάχη.

Και ξεδιπλώνοντας την περγαμηνή τους την διάβασε.

- Τι θα πει αυτό; ρώτησαν ένα - δυο.

- Δεν το εννοείτε; αποκρίθηκε ο Βοτανειάτης. Και τους εξήγησε: Ο Σαμουήλ σταμάτησε τον Αυτοκράτορα στο Κλειδίον, και ο Αύγουστος έχει ανάγκη από βοήθεια. Στο δρόμο μας θ' απαντήσομε δύναμη βουλγάρικη, που έρχεται εκεί που δεν την περιμένομε, να μας χτυπήσει. Ανέτοιμους όμως, μα τον Άη Γιώργη, δε θα μας βρει! πρόσθεσε ο Βοτανειάτης. Εμείς θα πέσομε απάνω τους, εκεί που δεν το περιμένουν αυτοί!

- Μη βιάζεσαι, πατέρα, είπε ο γιος του, γενναίος και συνετός νέος. Πρόσεξε μην είναι το μήνυμα καμιά παγίδα...

- Κοίταξε τα τελευταία γράμματα, αποκρίθηκε ο Βοτανειάτης, δείχνοντας με το δάχτυλο του τα τρία ψηφία που έρχουνταν σαν υπογραφή.

- «Ν.Ο.Α....;» διάβασε ο γιος του. Τι θα πει αυτό;

- «Νικά ο Αετός», εξήγησε ο Βοτανειάτης. Είναι το σύνθημα των κατασκόπων μας. Τώρα που είμαι ειδοποιημένος, πρώτα ο Θεός, θα τους σπάσω.

Την άλλη μέρα, σαν αστραπή έπεσε ο Βοτανειάτης και ο γιος του με το στρατό τους απάνω στο σώμα του Νεστορίτση, που ανυποψίαστο βάδιζε εναντίον της Θεσσαλονίκης, το τσάκισε και το έτρεψε σε τέτοια φυγή, που όλες οι αποσκευές των εχθρών έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων, καθώς και πολλοί αιχμάλωτοι και όλοι οι θησαυροί τους. Έπειτα βιαστικά τράβηξε κατά το Κλειδίον, κι έφθασε στην ώρα, για να δοξαστεί κι αυτός στη μεγάλη μάχη που προετοιμάζουνταν.

Ξημέρωσε η 29 Ιουλίου και το σύνθημα δόθηκε. Μ' όλο του το στρατό έπεσε πάλι με λύσσα ο Βασίλειος στα εχθρικά οχυρώματα. Οι Βούλγαροι αντιστάθηκαν γενναία, πολλοί Έλληνες έπεσαν. Με όλη όμως τη θραύση που έκαμαν τα εχθρικά όπλα, με τις πέτρες και τους βράχους που κυλούσαν από πάνω, με ακαταμάχητη ορμή εξακολουθούσαν τα παλικάρια του Βασιλείου να ρίχνονται στα χαρακώματα.

Έξαφνα ανέβηκε προς τον ουρανό μια σπαραχτική φωνή τρόμου και φρίκης, και την ίδια στιγμή, σα μέλισσες που τρομαγμένες αφήνουν σωροί - σωροί το μελίσσι τους, χύθηκαν οι Βούλγαροι έξω από τα χαρακώματα και το έβαλαν στα πόδια. Το τολμηρό επιχείρημα του Ξιφία είχε πετύχει. Με το διαλεκτό του σώμα πήρε γύρω το βουνό, ανέβηκε από δύσβατα μονοπάτια, κι έξαφνα, χωρίς να τον υποψιαστούν οι Βούλγαροι, έπεσε στις πλάτες τους, τους κατάσφαξε, κι έβαλε φωτιά στα ξύλινα χαρακώματα. Αλαλάζοντας χύθηκαν τότε οι στρατιώτες του Βασιλείου πίσω από τους εχθρούς που έφευγαν ξετρελαμένοι απ' όλες τις μεριές. Ο Βοτανειάτης με το ιππικό του τους πήρε στο κυνηγητό, σκότωσε αμέτρητους κι αιχμαλώτισε χιλιάδες.

Ως κι ο Σαμουήλ κόντεψε να πιαστεί. Μερικοί Έλληνες τον πρόφθασαν στη φυγή, τον έζωσαν, και θα τον αιχμαλώτιζαν χωρίς τον ηρωικό του γιο, τον Γαβριήλ Ρωμανό, που στάθηκε σχεδόν μονάχος και πολέμησε σα λεοντάρι, σκεπάζοντας τον πατέρα του με το σώμα του, ώσπου πρόφθασε ο Σαμουήλ να καβαλικέψει και να φύγει στα τέσσερα. Τότε μόνο πήδησε και ο Ρωμανός στο άλογο του και, σαν τον άνεμο, ακολούθησε τον πατέρα του. Σχεδόν μόνοι έφυγαν οι δυο αυτοί άντρες, ο νικημένος Τσάρος κι ο γιος του, και χωρίς να σταματήσουν έτρεξαν ως τον Πρίλαπο, κι εκεί κλείστηκαν, αποκαμωμένοι κι ως την καρδιά απελπισμένοι. Ο λαμπρός του στρατός, η δύναμη και το καμάρι της Βουλγαρίας, ήταν κατεστραμμένος. Οι λίγοι που σώθηκαν γύριζαν μπουλούκια σκόρπια στα άγρια βουνά, γυρεύοντας το δρόμο της πατρίδας τους, χωρίς αρχηγό για να τους συγκεντρώσει. 15.000 αιχμάλωτοι έμειναν στα χέρια του Βασιλείου και στοίβες πτώματα σκέπαζαν την κοιλάδα του Στρυμώνα.

Σαν είδε ο Βασίλειος πως του ξέφυγε πάλι ο Σαμουήλ και πως τέλος δεν είχε αυτός ο πόλεμος, αποφάσισε στην καρδιά να χτυπήσει τον Τσάρο μ' ένα φρικτό και απαίσιο χτύπημα. Διέταξε να χωρίσουν τους αιχμαλώτους σε εκατοστές, τους ενενήντα εννιά από κάθε εκατοστή να τους τυφλώσουν, και του τελευταίου να του αφήσουν μόνο ένα μάτι, για να βλέπει και να οδηγεί τους άλλους ως την πατρίδα τους. Και τότε τους έδιωξε και τους έστειλε να διαλαλήσουν σ' όλα τα χωριά της Βουλγαρίας τη δύναμη του Αυτοκράτορα των Ελλήνων και να μαρτυρήσουν τη σκληρότητα της εκδικήσεώς του. Ο ακούραστος Βασίλειος, αμέσως ύστερα από τη μεγάλη νίκη του Κλειδιού, αφήνει δεξιά το οχυρωμένο κάστρο του Μελένικου, γυρίζει δυτικά και, ακολουθώντας τον Πόντο, παραπόταμο του Στρυμόνα, φθάνει στη Στρουμπίτζη, αφού πρώτα πήρε κι ένα - δυο φρούρια στο δρόμο του. Χωρίς δισταγμό πολιόρκησε τη Στρουμπίτζη, με τη βεβαιότητα πως, όσο οχυρωμένο και αν ήταν το φρούριο, δε θα βαστούσε ύστερ' από την πανωλεθρία του Κλειδιού. Φώναξε λοιπόν τον Βοτανειάτη και του είπε να στείλει προσκόπους στο βουνό Δύσβατο, για να βεβαιωθεί πως ο δρόμος ήταν ανοιχτός από κει.

- Η Στρουμπίτζη όπου κι αν είναι θα πέσει, του είπε, και τότε θα γυρίσομε από την κοιλάδα του Αξιού.

Το Δύσβατο, που χωρίζει τις δυο κοιλάδες του Στρυμόνα και του Αξιού, είναι ψηλό και άγριο βουνό, και μόλις είχε τότε μερικά μονοπάτια για να περάσουν οι στρατιώτες. Όταν γύρισαν όμως οι πρόσκοποι, είπαν πως τα μονοπάτια αυτά ήταν παντού κλεισμένα και οχυρωμένα με ξύλινα χαρακώματα, που τα είχαν στήσει οι Βούλγαροι.

- Λοιπόν να πας εσύ εμπρός, Θεοφύλακτε Βοτανειάτη, διέταξε ο Αυτοκράτορας, να κάψεις όλα αυτά τα χαρακώματα και ν' ανοίξεις δρόμο για το στρατό.

Ο Βοτανειάτης έφυγε, πέρασε από τα στενά και τα μονοπάτια, έκαψε όσα χαρακώματα βρήκε, κι έφθασε στον Αξιό χωρίς ν' ανταμώσει ούτε ένα Βούλγαρο. Άφησε τους στρατιώτες του να ξεκουραστούν λίγο και πάλι γύρισε από τον ίδιο δρόμο, με την ελπίδα να προφθάσει κι αυτός να πολεμήσει στην πολιορκία της Στρουμπίτζης. Είχε προχωρήσει το σώμα κάμποσο, κι έφθασε σε μια ρεματιά. Ανάμεσα στις άγριες και ψηλές πλαγιές, ένα ρυάκι κυλούσε τα κρυσταλλένια νερά του μέσα στα χαλίκια και τους βράχους. Χαρούμενος πήγαινε ο Βοτανειάτης, και πότε σφύριζε ένα τραγούδι της πατρίδας του, πότε κουβέντιαζε με τον υπασπιστή του.

- Τι χείμαρρος πρέπει να βροντοκυλά εδώ το χειμώνα! είπε δείχνοντας το ήμερο ποταμάκι που μουρμούριζε σιγαλά παρακάτω. Τυχερό μας ήταν να περάσομε τέτοια εποχή. Αν κατέβαιναν τώρα τα πολλά νερά, η διάβα από δω θα ήταν αδύνατη.

Ο υπασπιστής δεν αποκρίθηκε. Η προσοχή του ήταν στημένη στους θάμνους και στα μακριά χορτάρια που σκέπαζαν την πλαγιά του βουνού. Και ο Βοτανειάτης ξανάρχισε να σιγομουρμουρίζει το γύρισμα του τραγουδιού του: «...Και μοιρολόγια λυπηρά να τραγουδούν για σένα...».

- Μα τι κοιτάζεις με τόσην επιμονή λοιπόν; ρώτησε ο στρατηγός κόβοντας το τραγούδι του για να κοιτάξει κι αυτός από το ίδιο μέρος.

Από μέσα από τα χόρτα, λίγο παραπάνω, ένα κοριτσίστικο κεφάλι περνούσε. Τα κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν ξέπλεκα και σγουρά μισοκρύβοντας το πρόσωπο της, και το τρομαγμένο της βλέμμα ήταν καρφωμένο ψηλά στους βράχους που κρέμουνταν απότομοι πάνω από την κοιλάδα. Ο Βοτανειάτης σήκωσε το κεφάλι και είδε κάτι που σάλευε ανάμεσα στις πέτρες. Ήταν ένας άντρας που σαν κατσίκι πηδούσε από βράχο σε βράχο, και κατέβαινε με μεγάλη βία προς το μέρος του.

- Ένας Βούλγαρος! μουρμούρισε ο υπασπιστής. Και τεντώνοντας το τόξο του, περίμενε να πλησιάσει λίγο περισσότερο και τότε σημάδεψε.

Εκείνη την ώρα γύρισε ο άλλος το κεφάλι και του έκανε νόημα να μην τραβήξει. Καθώς είδε ο Βοτανειάτης το πρόσωπο του, έβγαλε μια φωνή:

- Μην τραβάς!...

Ήταν πια αργά. Η σαΐτα έφυγε σφυρίζοντας, πέταξε και μπήχθηκε στο στήθος του ανθρώπου που κατέβαινε. Σπασμωδικά άπλωσε τα χέρια ν' αρπάξει τίποτα, να στηριχθεί. Έγειρε πίσω, και γκρεμίστηκε ως κάτω στο ποτάμι όπου έμεινε ακίνητος.

- Τι έκανες! Τι έκανες! φώναξε ο Βοτανειάτης. Αυτός είναι που στη Θεσσαλονίκη μου έφερε το γράμμα!...

Πήδησε από τ' άλογο κι έτρεξε κατά το ποταμάκι. Βρήκε το νέο με το κεφάλι ανοιγμένο, βουτημένο στα αίματα. Καθώς έκανε να τον σηκώσει, ο νέος άνοιξε τα μάτια και τον αναγνώρισε.

- Θεοφύλακτε Βοτανειάτη... είπε με κόπο. Ο Ιβάτζης... Γρήγορα... φύγε...

Έβγαλε έναν αναστεναγμό, και τα ματόκλαδά του έκλεισαν πάλι. Ο Βοτανειάτης έσκυψε απάνω του. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο, το στόμα του νευρικά τεντωμένο.

- Πες μου! Πες μου από πού έρχεται ο Ιβάτζης;

Ο νέος σάλεψε τα χείλια του, μα καμιά λέξη δεν ακούστηκε. Με αγωνία έγειρε ο Βοτανειάτης το αυτί του στο στόμα του πληγωμένου.

- Να γυρίσω πίσω; ρώτησε.

Μα ο νέος είχε λιγοθυμήσει. Ο Βοτανειάτης τον ακούμπησε στο χώμα, και γυρνώντας στους αξιωματικούς του που μαζεύουνταν στο γύρο:

- Τρέξετε! διέταξε. Παρασύρετε τους άντρες κατά την έξοδο. Είμαστε πια μακριά για να γυρίσομε, κι αν έρχεται ο Ιβάτζης, από πίσω μας θα έλθει. Βάλετε το στα τέσσερα και βγείτε από το στενό.

- Και συ, Θεοφύλακτε Βοτανειάτη; ρώτησε ο υπασπιστής του βλέποντας πως γυρνούσε πίσω.

- Εγώ... με τη βοήθεια της Πανάχραντου θα σταματήσω τον Ιβάτζη, είπε. Και, πηδώντας στο άλογο του, έτρεξε να βρει την οπισθοφυλακή.

Όλος ο στρατός τότε όρμησε τρεχάτα κατά την έξοδο. Μα η ρεματιά ήταν στενή, λίγοι άντρες περνούσαν στη γραμμή. Ακόμα δεν είχαν βγει οι πρώτοι, όταν μπροστά τους πλάκωσαν οι Βούλγαροι, και μεμιάς ξεπροβάλλοντας από τα δέντρα, σκέπασαν τις δυο πλαγιές. Σε μια στιγμή η όμορφη ρεματιά πήρε όψη μακελιού, και το κρυσταλλένιο ποταμάκι κύλησε κόκκινα θολά νερά. Από ψηλά οι Βούλγαροι τόξευαν τους Έλληνες, και αυτοί, στριμωγμένοι στην κλεισούρα, ο ένας απάνω στον άλλο, ούτε να διαφεντευθούν δεν μπορούσαν. Πλήθος σωρεύουνταν τα σώματα, πληγωμένοι και σκοτωμένοι γέμιζαν το στενό, έκοβαν το δρόμο στους άλλους που έφθαναν τρεχάτοι, κι έπεφταν κι αυτοί απάνω στους συντρόφους τους, χωρίς καν να προφθάσουν μια σαΐτα να ρίξουν. Ο Βοτανειάτης, βλέποντας μπροστά τον εχθρό, όρμησε με τη συνηθισμένη του παλικαριά στην πρώτη γραμμή. Μα κατατρυπημένος έπεσε, και το κορμί του θάφτηκε κάτω από στοίβες νεκρών.

Σα δεν έμεινε πια ούτε ένας όρθιος, οι Βούλγαροι πήδησαν από τους βράχους ανάμεσα στους πεθαμένους και κούρσεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν απάνω τους. Ύστερα ανέβηκαν πάλι από τις πλαγιές κι έγιναν άφαντοι.