Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΙΣΤ

Από Βικιθήκη
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Στο κατώγι του δούλου


Κατεβαίνοντας από το λόφο, ο Κωνσταντίνος δεν παρατήρησε μια σκιά, που από δέντρο σε δέντρο ξεγλιστρώντας, τον ακολούθησε ως κάτω. Ούτε την είδε που κατέβαινε στο ποτάμι πίσω του, μισοκρυμμένη στα ψηλά καλάμια της ακροποταμιάς, μπήκε στο ποτάμι, και πέρασε στην αντικρινή όχθη. Δεν την είδε που τον παραμόνευε να μπει στο δάσος που απλώνουνταν πέρα στο βουνό, για να χωθεί ύστερα και κείνη πίσω του, μια λιγνή κοριτσίστικη σιλουέτα που στο βραδινό μούχρωμα γίνουνταν ένα με τους χίλιους κορμούς των δέντρων.

Κάμποση ώρα τον ακολούθησε η Βουβή. Όταν όμως τον είδε ν' ανεβαίνει το βουνό και να παίρνει τα γνωστά της μονοπάτια που πήγαιναν στη Σέταινα, την πλούσια αυτή βουλγάρικη αποθήκη όπου φύλαγαν οι Τσάροι τα γεννήματα τους, όταν βεβαιώθηκε πως πήγαινε το παλικάρι να εκτελέσει του Ασάν τις διαταγές, τότε η Βουβή ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου και ξέσπασε σε αχαλίνωτα κλάματα. Έκλαιγε, έκλαιγε, σα να σπούσε η καρδιά της. Την έπνιγε το αναφιλητό, κι έσφιγγε τα χέρια της στο στόμα, για να πνίξει το παράπονο, μην ακουστούν οι στεναγμοί της, μην τους ακούσει και κείνος στο σιωπηλό δάσος, μη γυρίσει πίσω, μην τη δει και τη ρωτήσει και τον κοιτάξει πια στα μάτια, το παλικάρι της, τον ήρωα, το είδωλο που γκρεμίστηκε και τσακίστηκε κι έγινε θρύμματα στη λάσπη... Έκλαιγε, έκλαιγε. Και βυθισμένη στην απελπισία της δεν ένιωθε την ώρα που περνούσε και το σκοτάδι που έπεφτε λίγο - λίγο στο δάσος. Μαζί όμως με το σκοτάδι έπεσε και η νυχτιάτικη δροσιά, και το κρύο την έπιασε στα κόκαλα. Ανατριχίλα χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω και, στα σκοτεινά, γύρεψε το μονοπάτι της. Τρεχάτη πήρε το δρόμο της μες στο δάσος που, από τον καιρό που πήγαινε κι έρχουνταν στα μέρη εκείνα, σα σπίτι της πια το γνώριζε, με όλες τις γωνιές και τους κρυψώνες του.

Από ρεματιές και κάμπους, έφθασε στη λαγκαδιά όπου βρίσκουνταν το χωριό της, την ώρα που το φεγγάρι έγερνε πια να κρυφθεί πίσω από το βουνό. Δέκα - δώδεκα ξύλινα καλύβια, χτισμένα εδώ κι εκεί απάνω στη βουνοπλαγιά, ήταν το χωριό της. Η Βουβή πήδηξε πάνω από ένα φράχτη, και χωρίς κρότο ζύγωσε στη μεγαλύτερη καλύβα. Πήγε ίσια σε μια τρύπα, ανοιγμένη χαμηλά στον τοίχο, παραμέρισε κάτι χαμόκλαδα που τη σκέπαζαν και, λύνοντας τη μακριά μάλλινη ζώνη της, την έδεσε σ' ένα κλαδί. Ύστερα χώθηκε σαν ερπετό στην τρύπα, πιάστηκε στη ζώνη και ξεγλίστρησε ως κάτω, σ' ένα στενό υπόγειο, με τοίχους και πάτωμα χωματένια, που βρωμούσαν σαπίλα από την υγρασία και τη μούχλα. Σε μια γωνιά, κουβαριασμένος απάνω σε κάτι σαπισμένα άχυρα, κοίτουνταν ένας γέρος. Τα πόδια του ήταν δεμένα με αλυσίδα στερεωμένη στον τοίχο. Πλάγι του δυο μυλόπετρες ήταν πεσμένες στο χώμα. Το αναίματο κι αδύνατο πρόσωπο του, από τη φοβερή του τη χλωμάδα μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα κάτασπρα μαλλιά του. Και κάτω από τα κουρέλια, το σώμα του, σκελετός μονάχος, έτρεμε από το κρύο και τη θέρμη. Με το λαφρύ κρότο που έκανε η Βουβή, ο γέρος άνοιξε τα μάτια κι αναγνώρισε τη μορφή της που ξεχώριζε, κρεμασμένη εμπρός στην τρύπα.

- Παιδάκι μου!... μουρμούρισε ελληνικά.

Η κόρη πήδησε κάτω, και ψάχνοντας έφθασε κοντά του, έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του, και μαζεύτηκε στην αγκαλιά του, σαν που μαζεύεται ένα φοβισμένο πουλάκι κάτω από τη φτερούγα της μάνας του. Ο γέρος την έσφιξε στο στήθος του, χάιδεψε τα μαλλιά της με άφραστη αγάπη και τα σκέπασε φιλιά.

- Κόρη μου... μουρμούρισε, παιδάκι μου... αγαπημένο μου... Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του κι έμεινε ακίνητη, με τα μάτια κλειστά.

Μ' από τα χρόνια που τη γνώριζε, ο γέρος είχε μάθει να διαβάζει στην ψυχή της. Την έσφιξε δυνατότερα στην αγκαλιά του και ακούμπησε το χέρι του στο σκυμμένο της κεφάλι.

- Τι τρέχει; ρώτησε. Η καρδιά σου είναι μαύρη.

Ένα αναφιλητό της ξέφυγε, έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της και ξανάσπασε στα κλάματα. Ο γέρος εξακολουθούσε να χαϊδεύει μαλακά τα μαλλιά της.

- Το βλέπω, παιδάκι μου, το ξέρω πως πονείς, είπε με ήσυχη κατάβαθη λύπη. Πες μου τι έχεις.

Δε σήκωσε το κεφάλι της, ούτε κούνησε. Έκλαιγε, έκλαιγε, κι ο γέρος χάιδευε τα σγουρά της, και τα δάκρυα της άνοιγαν πληγές στη δική του την καρδιά. Και ο πόνος της τον βασάνιζε.

- Μην κλαις, παιδούλα μου, μην κλαις, αγάπη μου... έλεγε σιγά-σιγά. Κάλλιο να μου μπήξεις ένα μαχαίρι στις σάρκες μου παρά έτσι να με πληγώνεις με τα δάκρυα σου... Παιδί μου... μικρή μου, τι έχεις; Πες μου το!

Με κομμένη φωνή μουρμούρισε η κόρη:

- Παππού... είναι αλήθεια...

- Αχ, όχι! έκανε ο γέρος με πόνο. Όχι, παιδί μου! Πες πως δεν είναι έτσι!

- Είναι αλήθεια, παππού! Τον άκουσα με τ' αυτιά μου... και τον είδα!...

Ο γέρος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.

- Θεέ μου... μουρμούρισε, έπρεπε να ζήσω κι αυτό να το δω;

Σιγά, χωρίς να σηκώσει το πρόσωπο από τα χέρια της, η κόρη εξακολούθησε:

- Δεν ήθελα να το πιστέψω... έλεγα πως δεν καταλαβαίνω, πως κάνει το φίλο του Ασάν, μα πως ήταν πιστός! Δεν ήθελα, δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν...

Η φωνή της έσβησε.

- Προδότης... Όχι! Είναι αδύνατο! αναφώνησε ο γέρος. Όλα μπορώ να τα παραδεχθώ, για όλους να το πιστέψω, ακόμα και για μένα πως μπορούσα να γίνω προδότης! Ο γιος όμως του Κρηνίτη, το υπερήφανο εκείνο αγόρι που γνώρισα, που μπροστά μου ορκίστηκε εκδίκηση απάνω στο σταυρό, ποτέ! Όχι! Δεν το πιστεύω!

Έκλαιγε η κόρη πνιγμένη στους λυγμούς, και ο γέρος δεν έβρισκε πια δύναμη ούτε να την παρηγορήσει ούτε καν να τη χαϊδέψει. Και πέρασε πολλή ώρα. Και βασίλεψε το φεγγάρι, και το σκοτάδι χύθηκε πυκνό στο υγρό κατώγι.

- Κόρη μου, είπε στο τέλος ο γέρος, και η φωνή του μαρτυρούσε τη μεγάλη κούραση και την αποθάρρυνση της ψυχής του. Αλεξία, παιδί μου, πες μου τι άκουσες, τι είδες, τι σ' έκανε να πεις για βέβαιη μια τέτοια βαριά κατηγορία! Τον είδες, λες;

- Ναι! Σήμερα... αποκρίθηκε η κόρη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.

- Πού τον είδες; Πες μου, πού τον βρήκες;

- Γύρευα τον παπά... έναν παπά που είχε πάγει στον ξενώνα...

- Τι παπά; διέκοψε ο γέρος με κομμένη φωνή.

- Έναν παπά... που σε γύρευε...

- Εμένα;

- Ναι... το γερο-Παγράτη...

Ο γέρος την έσφιξε λίγο δυνατότερα στο στήθος του.

- Λέγε, ψιθύρισε και η ανάσα του έρχουνταν γρήγορη, δύσκολη, κομμένη.

- Ήταν ο Γρηγόρης, είπε η Αλεξία. Τον αναγνώρισα από κείνα που μου είπαν όσοι τον είδαν. Ήταν όπως τον περιγράφεις εσύ, με καστανά μακριά γένια.

- Λέγε, επανέλαβε ο γέρος.

Η κόρη έριξε τα χέρια της γύρω στο λαιμό του.

- Δεν τον βρήκα, παππού! είπε με καημό.

- Είχε φύγει;

- Ναι!

Ο γέρος βαρυστέναξε. Λίγη ώρα δε μίλησαν.

- Πες μου, είπε πάλι ο γέρος, και στη σιγανή φωνή του έτρεμε όλη η θλίψη της ψυχής του, πού είδες τον Κωνσταντίνο;

- Ήταν στον ξενώνα.

- Σε αναγνώρισε;

- Ναι! Αμέσως.

- Και του μίλησες;

- Όχι! Σου είπα πως δε θα του πω ποια είμαι, παρά σα βεβαιωθώ πως είναι άξιος του πατέρα του. Μα τώρα!...

- Μου είπες πως του είχες μιλήσει!

- Ναι, μια φορά. Ήταν τότε που τον εσαΐτεψαν οι στρατιώτες του Βοτανειάτη, τότε που πίστεψα πως αλήθεια για την πατρίδα δούλευε. Τότε του μίλησα, τον φώναξα, ήθελα να τον ξυπνήσω πάλι στη ζωή! Μα ήταν αναίσθητος... δε μ' άκουσε. Αχ! Τι κακό που μου έκανε τότε, σαν είδα τον Μιχαήλ να τον σηκώνει μαζί με τον Ασάν! ξέσπασε η Αλεξία πνιγμένη στους λυγμούς. Λες και παρουσιάζεται σα βρικόλακας μπροστά μου, ο Βούλγαρος, για να μου σπάσει την καρδιά, μόλις γεννηθεί μέσα μου η παραμικρή ελπίδα! Έτσι και την αυριανή, σαν είδα εκείνον τον καλόγερο με τα καστανά γένια, και τον πήρα για τον Γρηγόρη, γιατί σου έμοιαζε τόσο, και είπα πως σε λυπήθηκε πια ο Θεός και θα σου τον έφερνα στη φυλακή σου! Τίποτα! Από τα πρώτα λόγια, μόλις έμαθε πως ο Ιβάτζης ήταν εκεί κοντά, ευθύς ρώτησε για τον Ασάν, τον υπασπιστή του Σαμουήλ, πάντα για τον Ασάν! Και πείστηκα πως δεν ήταν ο Γρηγόρης! Έτσι κι εκείνη τη μέρα, που έγραψα στο χώμα για τον Μιχαήλ την πληροφορία πως ο Ιβάτζης πήγε στον Πρίλαπο, και τρεχάτη γύρισα στην καλύβα για να μη με ανακαλύψει. Από μακριά, στην είσοδο, είδα έναν άντρα. Ήταν ο Ασάν!... Και πέρασε ώρα, και ήλθε ο Μιχαήλ, και μίλησαν κρυφά... Αχ, Θεέ μου! Θεέ μου!

- Μην κλαις έτσι, κόρη μου... έκανε ο γέρος, κι όμως και τα δικά του χείλια έτρεμαν, και δυο κόμποι κατρακύλησαν από τα μάτια του κι έπεσαν στο σκυμμένο της κεφάλι. Μην κλαις παιδάκι μου! Μην κάνεις έτσι!... Όλ' αυτά τα ξέρω, κόρη μου, μα δε με πείθουν! Και συ που τα είδες και τα ήξερες, δεν ήθελες να πιστέψεις το κακό! Γιατί τώρα πιστεύεις;

- Γιατί τον είδα, παππού!

- Τον Κωνσταντίνο ή τον Ασάν;

- Και τους δυο. Ήταν μαζί.

- Αυτό δε θα πει τίποτα!

- Τους άκουσα! είπε η Αλεξία.

- Τι άκουσες;

- Άκουσα τον Ασάν που του έλεγε να πάγει στη Σέταινα, να ειδοποιήσει ευθύς τον Ρωμανό πως ο Αυτοκράτορας στέλνει στρατό στο Στύπειον και στον Πρίλαπο.

- Δε θα πάγει ο Κωνσταντίνος! φώναξε ο γέρος. Δε θα πάγει! Είμαι βέβαιος!

Η Αλεξία σήκωσε το κεφάλι και περίλυπη τον κοίταξε.

- Επήγε, αποκρίθηκε.

Νευρικό τρεμούλιασμα έπιασε το γέρο. Πέρασε και ξαναπέρασε τα χέρια του στο πρόσωπο του, σα να ήθελε να ξυπνήσει από κανένα κακό όνειρο.

- Όχι, μουρμούρισε, δεν πήγε! Δεν μπορεί να πήγε! Δε θέλω να το πιστέψω! Αν δεν το δω, δεν το πιστεύω!

- Τον είδα, παππού...

Η φωνή της κόπηκε και ξέσπασε σε σιωπηλό, θλιβερό παράπονο. Ο Παγράτης ακούμπησε το μέτωπο του στα χέρια του.

- Δεν το πιστεύω!... Τι άλλο είπαν; ρώτησε σε λίγο.

- Δεν άκουσα. Είχα παραπατήσει, κι ένα κλαδί έσπασε. Ο Κωνσταντίνος το άκουσε, φοβήθηκε, και κατέβηκαν παρακάτω, στ' ανοιχτά. Και δεν άκουσα πια.

- Μην ήταν σκοτεινά; Μην τύχει και δεν είδες καλά; Ίσως δεν ήταν καθόλου ο Ασάν.

- Ήταν! Ήταν! επέμεινε η Αλεξία. Και το είπε και μόνος του! Είχε φθάσει ντυμένος σε κάτι κουρέλια στον ξενώνα, με δεμένο το ένα του μάτι κι έκαμνε το ζητιάνο. Μα τον γνώρισα από τη φωνή. Ύστερα πέταξε τα κουρέλια και τα έριξε στο ποτάμι. Και σαν τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος, αποκρίθηκε πως εδώ πια ο Ασάν δε φοβάται τίποτα!

- Ίσως όμως η πληροφορία να μην είναι σωστή, πως ο Βασιλέας πάγει στο Στύπειον!... Ίσως να είναι μακριά ακόμα ο Βασιλέας, και ίσως το ξέρει ο Κωνσταντίνος...

- Ο Βασιλέας είναι στο Βουτέλιο και το έκαψε, είπε η Αλεξία.

- Πώς το ξέρεις;

- Είδα τις φλόγες. Και τις είδαν και άλλοι. Και ο Κωνσταντίνος πήγε και τις είδε, και ήταν με τον Δραξάν... Και ο Ασάν είπε του Κωνσταντίνου να πείσει τον Τσάρο να τρέξει να διαφεντέψει το Στύπειον και το Πρίλαπο.

Ο Παγράτης έτρεμε τόσο, που η κόρη το ένιωσε.

- Παππού, τι έχεις; ρώτησε τρομαγμένη.

- Τίποτα, παιδάκι μου... μόνο λυπήθηκα...

- Όχι, παππού, έχεις κάτι! Καίει το κεφάλι σου και τα χέρια σου είναι χιόνι κρύα! Αχ, παππού, σε ξέχασα με τον καημό μου, και είσαι νηστικός δυο μέρες!

- Όχι, παιδούλα μου, μου ρίξανε ένα παξιμάδι. Μόνο που μου έλειψε το νερό! Έχω μέσα μου μια φωτιά που με καίει, και λαχταρούσα να έλθεις να μου γεμίσεις πάλι τη στάμνα μου!

Η Αλεξία άδειασε την τσέπη της και του πρόσφερε ό,τι είχε μαζέψει, δυο - τρία αυγά, ένα πορτοκάλι και λίγο ψωμί. Κι ενόσω, για να την ευχαριστήσει, καμώνουνταν ο γέρος πως έτρωγε, πιάστηκε κείνη από τη ζώνη της, βγήκε από την τρύπα, πήδηξε πάλι το φράχτη, κι έτρεξε και γέμισε τη στάμνα στο ρυάκι που έτρεχε παρακάτω. Με λαχτάρα ήπιε ο διψασμένος γέρος το παγωμένο νερό. Μα η Αλεξία παρατήρησε πως από φαγί τίποτα δεν είχε αγγίξει.

- Συμπάθησε με, κόρη μου, της είπε. Δεν πάγει τίποτα κάτω, παρά κομπιάζει στο λαιμό μου...

- Πλάγιασε να κοιμηθείς, παππού, του είπε ανήσυχα.

- Έχω όλη τη μέρα να κοιμηθώ, παιδί μου, σα φύγεις, είπε ο Παγράτης. Τώρα... τώρα πρέπει να συλλογιστούμε τι μπορείς εσύ να κάνεις.

- Εγώ, παππού, το έχω συλλογιστεί, αποκρίθηκε ξερά η Αλεξία, και το έχω αποφασίσει.

- Τι θα κάνεις;

Η φωνή του γέρου έτρεμε. Την ήξερε την Αλεξία του και το πάθος που τη συνέπαιρνε σαν ήταν βαθιά συγκινημένη. Την ήξερε έτοιμη να πέσει στη φωτιά για μια μεγάλη ιδέα, αλλά και άξια να μισήσει ως το θάνατο.

- Τι θα κάνεις; επανέλαβε.

- Θα πάγω στον Ιβάτζη... είναι δω κοντά.

Ο Παγράτης ανατρίχιασε.

- Αλεξία! μουρμούρισε.

Έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της κι έμεινε ακίνητη.

- Αλεξία, είπε σε λίγο ο γέρος, ξέρεις τι θα πει να τον παραδώσεις στον Ιβάτζη;

Η κόρη δεν αποκρίθηκε.

- Θυμάσαι τα βασανιστήρια που είδες τη νύχτα εκείνη της Αδριανούπολης, όταν πήγες να βγάλεις τις φωνές και σου έκλεισα το στόμα, και σου είπα να μη μιλήσεις πια, από φόβο μη μας προδώσεις μιλώντας ελληνικά; Θυμάσαι την τρομάρα που πήρες, τέτοια τρομάρα που, αν και μωρό, έκλεισες το στόμα σου, τόσο που κι εγώ για καιρό σε πίστευα βουβή; Θυμάσαι, σα βγήκαμε από τη σκηνή του Σαμουήλ, που είδες το σουβλισμένο δούλο; Θυμάσαι πώς σπάραζε, και όμως πόσο ήσυχα τον κοίταζε ο Ιβάτζης;

- Σώπα, παππού! Σώπα! ξέσπασε η κόρη. Το ξέρω πως θα τον βασανίσει!

- Και θα τον παραδώσεις;

Η Αλεξία ρίχθηκε στα γόνατα κοντά του.

- Παππού, το ξέρεις πως γι' αυτόν θα έδινα τη ζωή μου! Μα πες μου, πες μου τι να κάνω! φώναξε με αγωνία, σφίγγοντας τα χέρια της γύρω στο λαιμό του. Εσύ με μεγάλωσες με τη λατρεία του πατέρα μου! Εσύ μου είπες πώς την έδωσε τη ζωή του! Εσύ μου έμαθες πως ύστερα από το Θεό, ένα πράμα στον κόσμο πρέπει να λατρεύομε, την Πατρίδα, και να τη βάζομε πάνω απ' όλες τις άλλες αγάπες! Και τώρα, που ήλθε η ώρα...

Πνίγηκε η φωνή της στους λυγμούς, κι έμεινε στην αγκαλιά του σπασμένη, αφανισμένη. Στην ψυχή του Παγράτη σα θύελλα ξέσπασαν χίλια αντίθετα αισθήματα. Από μωρό παιδί την είχε θρέψει με το μίσος των Βουλγάρων. Από τη μέρα που την πήρε από την παγωμένη αγκαλιά της μητέρας της, δεν έπαυσε ποτέ να της ξαναθυμίζει τα λόγια της πεθαμένης και να εξάπτει στα στήθια της τη λατρεία της Πατρίδας, που γι' αυτήν είχε πεθάνει και ο πατέρας της. Μα τον Κωνσταντίνο τον αγαπούσε με ιδιαίτερη αγάπη, και με την ιδέα μονάχα πως θα έπεφτε στα χέρια του σκληρότερου του εχθρού, το αίμα του πάγωνε στην καρδιά του.

Τρέμοντας από τον πυρετό, ο γέρος βασάνιζε το μυαλό του να βρει τρόπο να σταματήσει τις προδοσίες του Κωνσταντίνου, χωρίς όμως και να τον παραδώσει η Αλεξία στα χέρια του Ιβάτζη. Τις προδοσίες του Κωνσταντίνου; Η λέξη μονάχα τον αναστάτωνε.

- Όχι, όχι! είπε σφίγγοντας στην αγκαλιά του το απελπισμένο κορίτσι. Προδότης δεν είναι, δεν μπορεί να είναι! Δε θέλω να το πιστέψω! κι επειδή η κόρη εξακολουθούσε να κλαίγει: Άκουσε, παιδί μου, της είπε, έχω κάτι να σου προτείνω. Ό,τι και να μου πεις, όσο και αν τα πράγματα το δείχνουν, εγώ τον Κωνσταντίνο δεν τον παραδέχομαι για προδότη! Πήγαινε κι έβρε τον στη Σέταινα, μίλησε του, πες του ποια είσαι και γιατί τον ακολούθησες, κι εξόρκισε τον να σου πει την αλήθεια...

- Αχ, παππού, παππού! ξέσπασε πάλι η Αλεξία. Αν είναι άξιος την Πατρίδα του να προδώσει, θα τον φοβίσει μια ψευτιά;

- Μα δεν την προδίδει την Πατρίδα του! Είμαι βέβαιος γι' αυτό! Τον καταραμένον αυτό τον Ασάν ίσως καμώνεται μονάχα πως τον ακούει!... - ακούμπησε το μέτωπο του στις χούφτες του με κούραση, και πιο σιγά πρόσθεσε: Πήγαινε, παιδί μου, στη Σέταινα, κι ας μη σε δει καν, αν νομίζεις πως θα σου έλεγε ψέματα! Μάθε κει τι κάνει. Λες πως όπου θέλεις μπορείς εσύ να περάσεις, πως κανένας δεν πειράζει τη Βουβή Βουλγάρα. Πήγαινε λοιπόν εκεί, και φρόντισε να μάθεις τι κάνει. Ακολούθησε τον, άκουσε τον. Και σα βεβαιωθείς πως είναι κείνο που φοβάσαι...

- Τι περισσότερο μπορώ ν' ακούσω πια από κείνα που άκουσα; διέκοψε η Αλεξία. Αχ, παππού! Εγώ δεν αμφιβάλλω πια!

- Όχι, παιδί μου, ν' αμφιβάλλεις, ή καλύτερα να μην πιστεύεις το κακό παρά όταν το δεις με τα μάτια σου πως έγινε! Άκουσε, κόρη μου! Γνώρισα μια φορά έναν Έλληνα. Ήταν η πιο αγνή ψυχή που απάντησα, και ήταν ο πιστός φίλος του Γρηγόρη. Τον έλεγαν Νικήτα. Αυτός, σαν ήταν ακόμα παιδί, έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων, τότε που πρώτη φορά πήραν, οι καταραμένοι, τα Σέρβια. Τον είχαν δέσει σ' ένα δέντρο και, από διασκέδαση, μερικοί στρατιώτες τον έβαλαν στο σημάδι και τον τόξευαν. Δυο - τρεις σαΐτες τον είχαν βρει, μια μάλιστα του μπήχθηκε στο φρύδι. Και θα πέθαινε έτσι στα μαρτύρια, αν εκείνη την ώρα δεν έφθανε ένας μεγάλος Έλληνας στρατηγός, που τ' όνομα του το ξέρεις και συ...

- Ο Ευστάθιος Δαφνομήλης; ρώτησε η Αλεξία.

- Ναι, ο Ευστάθιος Δαφνομήλης. Περνούσε με μερικούς στρατιώτες. Ήταν λίγοι, και οι Βούλγαροι ήταν πολλοί. Μα ο Δαφνομήλης δεν ήξερε ποτέ τι θα πει φόβος. Ρίχθηκε ανάμεσα στους Βουλγάρους με τους λίγους στρατιώτες του, έκοψε πολλούς, έτρεψε σε φυγή τους άλλους, έλυσε το πληγωμένο παιδί από το δέντρο και το πήρε μαζί του. Από τότε ο Νικήτας έγινε για τον Δαφνομήλη ό,τι είναι ο σκύλος για τον αφέντη του. Κι επειδή ο Δαφνομήλης είχε ανάγκη από ένα πιστό που να του λέγει τι έκαμναν οι Βούλγαροι, ο Νικήτας έγινε κατάσκοπος. Δεν είδα άλλον πιο πιστό πατριώτη απ' ό,τι ήταν αυτός ο Νικήτας. Για να μάθει μιαν είδηση και να την πάγει του Βασιλέα του ή του Δαφνομήλη, τη ζωή του δεν τη λογάριαζε τίποτα. Πολλές φορές πήγε σε Βουλγάρους και είπε κινήσεις του Βασιλέα. Βέβαια δεν έλεγε παρά όσα του έλεγαν να πει. Μα αν τον άκουε κανένας από τους δικούς μας, δε θα τον σκότωνε για προδότη;

- Παππού! φώναξε η Αλεξία ξαφνισμένη.

- Ναι, παιδί μου! Πήγαινε να βεβαιωθείς πρώτα πως ο Κωνσταντίνος είναι αλήθεια προδότης, και ύστερα τιμώρησε τον! Μα ως τότε, μην πιστέψεις πως ο γιος του Κρηνίτη πρόδωσε!

- Παππού... ξεχνάς τον Ασάν... μουρμούρισε η Αλεξία.

- Ο Ασάν... ο Ασάν... έκανε ο γέρος με πόνο. Ναι, αυτό είναι εναντίον του. Μα κι αυτό δε με πείθει! Από μικρά παιδιά ο Ασάν τα φρόντισε τα δυο αυτά ορφανά, και πρέπει να πω πως τα καλομεταχειρίζουνταν, όσο ένας Βούλγαρος μπορεί να μεταχειριστεί δούλο. Μπορεί και ο Κωνσταντίνος να του φύλαξε κάποια συμπάθεια...

- Όχι παππού! Δε μιλάς με την καρδιά σου τώρα! αναφώνησε απελπισμένη η Αλεξία. Γυρεύεις να με πείσεις, και συ ο ίδιος δεν πιστεύεις όσα λες...

Τα δόντια του γέρου χτυπούσαν από τη θέρμη. Πλάγιασε στ' άχυρα κι έκλεισε με άπειρη κούραση τα βαριά του ματόφυλλα.

- Μην πιστεύεις το κακό, κόρη μου, είπε με κόπο, μην πιστεύεις πως πρόδωσε ο Κωνσταντίνος... αν δε σου το πει ο ίδιος...

- Παππού, τι έχεις; ρώτησε ανήσυχη η Αλεξία.

Ο Παγράτης ένιωθε την τρομάρα της και προσπάθησε ν' ανασηκωθεί. Με κόπο το κατάφερε και της χαμογέλασε να την ησυχάσει.

- Δεν κοιμήθηκα όλη μέρα, παιδί μου, αποκρίθηκε, και είμαι πολύ κουρασμένος! Μα σαν ξανάρθεις, θα είμαι ξεκουρασμένος και καλά, φθάνει να μου φέρεις καλά νέα.

- Δεν μπορώ, παππού, να σ' αφήσω όπως είσαι! Φαίνεσαι τόσο άρρωστος!

Το κεφάλι του γύριζε, η σκέψη του μπερδεύονταν. Έκανε όμως θάρρος για να μην τη φοβίσει.

- Όχι, παιδάκι μου, άρρωστος δεν είμαι. Μα πονεί η καρδιά μου τόσο, για το δικό σου τον πόνο! Πήγαινε στη Σέταινα κι έλα πάλι... Και αν στο δρόμο απαντήσεις... απαντήσεις τον παπά...

Δε μιλούσε πια καθαρά και το κατάλαβε, και φοβήθηκε μην το καταλάβει κι εκείνη. Ακούμπησε τη ράχη του στον τοίχο να στηριχθεί.

- ...Τον παπά που με ζητούσε... εξακολούθησε. Μ' έναν πήδο σηκώθηκε η Αλεξία.

- Πάγω να σου τον φέρω! του είπε ταραγμένη. Παππού, το ξέρω πως σαν τον δεις, τον Γρηγόρη, θα γίνεις ευθύς καλά! - έβγαλε την κάπα της και την τύλιξε γύρω του: Κοιμήσου, παππού, θα τον βρω τον Γρηγόρη και θα σου τον φέρω! Περίμενε λίγο ακόμα. Δεν μπορεί να είναι μακριά!

Τον αγκάλιασε και τον φίλησε σφιχτά.

- Κοιμήσου καλά, του είπε, πρέπει να είσαι ξεκουρασμένος απόψε όταν σου τον φέρω!

Ο γέρος ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι της.

- Την ευλογία μου να έχεις, μουρμούρισε.

Η Αλεξία γύρισε να φύγει, μα έτρεξε πάλι πίσω, ρίχθηκε στα γόνατα και τον σκέπασε φιλιά. Δεν το αποφάσιζε να φύγει και να τον αφήσει.

- Πήγαινε... πήγαινε... παρακάλεσε ο γέρος, αχ, πήγαινε, παιδί μου... και φέρε μου τον πίσω.

Η Αλεξία φίλησε τελευταία φορά τ' άσπρα του μαλλιά, πιάστηκε στη ζώνη, ανέβηκε και βγήκε από την τρύπα. Έξω η μέρα άρχιζε να χαράζει. Έλυσε τη ζώνη της κι έσκυψε άλλη μια φορά να τον δει.

- Παππού... παππού... ψιθύρισε.

- Την ευχή μου να έχεις, παιδί μου...

Τα χείλια του σάλευαν ακόμα, μα φωνή πια δεν έβγαινε. Την είδε μια στιγμή ακόμα, με το μαύρο στεφάνι των μαλλιών της, είδε το χέρι της που άπλωνε τα κλαδιά και σκέπαζε την τρύπα, άκουσε το λαφρύ της βήμα που απομακρύνουνταν κι έσβηνε... Και όλα σκοτείνιασαν, και ο γέρος σωριάστηκε στ' άχυρα. «Παναγία μου...», ψέλλισε, «φύλαγε την...». Σήκωσε το χέρι να κάνει το σταυρό του, μα ήταν τόσο βαρύ! Τρέμοντας τυλίχθηκε στην κάπα κι έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί. Αλήθεια, ήταν τόσο, τόσο κουρασμένος...

...Μα το χώμα ήταν κρύο και σκληρό! Βέβαια είχαν γλιστρήσει τ' άχυρα, είχαν φύγει, είχαν μαζευθεί σε μια γωνιά, ήταν βωλιασμένα και τον πονούσαν. Έκανε ν' ανασηκωθεί, μα δεν μπόρεσε. Αχ, τι πειράζει κι αν είχαν φύγει τ' άχυρα! Μόνο να κοιμηθεί λιγάκι που ήταν τόσο κουρασμένος... «Άφησε με, παιδάκι μου... δεν πειράζει...», μουρμούρισε. Η φωνή του τον ξύπνησε. Κοίταξε γύρω. «Αλεξία;»

Όχι, κανένας δεν ήταν κοντά του. Κι έξω ήταν μέρα τώρα, κι έβρεχε. Και το νερό στάλαζε στα φύλλα που σκέπαζαν την τρύπα, το παράθυρο του... Τυλίχθηκε πιο σφιχτά στην κάπα. Τι κρύο! Αχ, τι κρύο... ...Το νερό ήταν τόσο παγωμένο! Και στάλαζε από τα φύλλα και γίνουνταν ποτάμι, κι έτρεχε μέσα στο κατώγι του από την τρύπα, κι έφθανε στη γωνιά του και τον περιτύλιγε και τον σκέπαζε... γι' αυτό κρύωνε τόσο!... Και όλα τ' άλογα που έπιναν, του Τσάρου τ' άλογα, τον έσπρωχναν με το κεφάλι τους... γι' αυτό πονούσε τόσο... Και ο Ασάν δεν τα συμμάζευε, παρά τ' άφηνε να τον βασανίζουν, όσο κι αν τον παρακαλούσε ο Κωνσταντίνος να τα πάρει και να φύγει. Μα γιατί τάχα ν' ακούσει ο Ασάν τον Κωνσταντίνο, αφού ο Κωνσταντίνος ήταν σκλάβος και αρνούνταν να εκδικήσει τους γονείς του;... «Τ' ορκίστηκες! Τ' ορκίστηκες στο σταυρό!», φώναξε ο γέρος, κι άνοιξε τα μάτια... ...Στη γωνιά, αντίκρυ, μια γυναίκα στέκουνταν κι έκαμνε το σταυρό της εμπρός σε δυο νωπούς τάφους, κάτω από έναν πλάτανο. Ο γέρος της χαμογέλασε. «Αχ, κακομοίρα γυναίκα μου! Ήλθες πάλι λοιπόν!... Μα τώρα φεύγω εγώ και θα σ' αφήσω χήρα...». ...Μα η γυναίκα σταυροκοπιούνταν κι έκαμνε μετάνοιες. Και δεν έβλεπε πως μπροστά της ένας Βούλγαρος έδερνε ένα αγόρι, και δεν πήγαινε να το πάρει, να το σώσει το αγόρι αυτό που ήταν ο φίλος του Κωνσταντίνου... Και ο Κωνσταντίνος ήταν προδότης!...

Τέτοια ήταν η αγωνία, που ο γέρος ανασηκώθηκε. Κοίταξε γύρω του αγριεμένος... Όχι, κανένας δεν ήταν στο κατώγι. Κι έξω η βροχή έπεφτε, έπεφτε, έπεφτε. Κι από μέσα από τα φύλλα φαίνουνταν ο μολυβένιος ουρανός... Αποκαμωμένος ξανάπεσε στο χώμα, και οι αλυσίδες του κουδούνισαν θλιβερά. «Το σήμαντρο...», μουρμούρισε. «Γρηγόρη, ξύπνα...». ...Μα όχι, δεν ήταν το πρωινό σήμαντρο της μονής που χτυπούσε. Ήταν το σήμαντρο του θανάτου. Γιατί στο μοναστήρι, σαν πεθαίνει κανένας καλόγερος, οι άλλοι καλόγεροι χτυπούν το σήμαντρο, και ο Γρηγόρης του το είχε πει πολλές φορές. Και τώρα που τον έφερε η Αλεξία, ο ίδιος ο Γρηγόρης χτυπούσε το σήμαντρο, για την κηδεία του γερο-Παγράτη... Και τον είχαν θάψει κιόλα... και ο τάφος ήταν κρύος και μύριζε μούχλα... «Πάρε την κάπα σου, Αλεξία... Δεν τη χρειάζομαι πια...». Μα έξαφνα ένα βήμα τον ξύπνησε και τον έβγαλε από τα όνειρα και τα οράματα. Ναι! ήταν αλήθεια... κάποιος πλησίαζε... κάποιος παραμέριζε τα φύλλα... Η Αλεξία; Και ο Γρηγόρης; Τα κλαδιά έτριξαν. «Παιδάκι μου... Γρηγόρη...», μουρμούρισε ο γέρος, και από τη χαρά του βρήκε ακόμα δύναμη ν' ανασηκωθεί στον άγκωνα. Ένα κεφάλι παρουσιάστηκε στην τρύπα και κοίταξε μέσα. Ήταν ο αφέντης του.

- Παλιόγερε! είπε ο Βούλγαρος. Ξαπλωταριά θέλεις, ε; και του πέταξε μια ξερή πίτα. Όσο δε σε δω να γυρνάς τις μυλόπετρες, άλλο φαγί δεν έχει!

Τα κλαδιά ξαναπλώθηκαν στη θέση τους και το βήμα απομακρύνθηκε. Ο γέρος έγειρε στ' άχυρα κι αναστέναξε... Και πέρασε ώρα πολλή...

Όταν ξύπνησε πάλι ήταν νύχτα βαθιά. «Τώρα θα έλθει», είπε, «το ξέρω... μου το υποσχέθηκε...». Έβρεχε έξω κι άλλο δεν ακούουνταν παρά το μονότονο στάξιμο στα φύλλα και το πιτσίλισμα του νερού στο βρεμένο χώμα. «Γι' αυτό δεν την ακούω... είναι ο κρότος της βροχής... Μα έρχεται... έρχεται... το ξέρω...». Πιάνουνταν η αναπνοή του κάθε λίγο... Τι πείραζε τώρα, αφού έρχουνταν η Αλεξία με τον Γρηγόρη... Αισθάνθηκε πως τα πόδια του πάγωναν... και τα χέρια του... Κατάλαβε πως τελειώνει... Αγωνίστηκε να κουνήσει. Άλλη μια στιγμή, μόνο μια στιγμή να ζήσει ακόμα... για να τους δει... Άλλη μια προσπάθεια, μόνο μια... η τελευταία. Κάρφωσε το βλέμμα του στην τρύπα. «Παιδάκι μου...», τραύλισε. Την Αλεξία άραγε ή τον Γρηγόρη φώναζε ο γέρος, με την τελευταία αυτή λέξη όπου χύθηκε όλη η τρυφερότητα της ψυχής του; Το κεφάλι του έγειρε, στέναξε μια φορά... και άλλη μια πιο σιγανά... και ακόμα μια... Και δεν κούνησε πια.