Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΙΗ

Από Βικιθήκη
Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΙΗ'. Προδότης


Από το παράθυρο ενός φτωχικού σπιτιού της Σέταινας, πλάγι στο στρώμα όπου κοίτουνταν η Αλεξία, ο Γρηγόρης, βουτημένος στη συλλογή του, κοίταζε τους σπάνιους διαβάτες που έμπαιναν στην ταβέρνα αντίκρυ, για να στεγνώσουν τα μουσκεμένα από τη βροχή ρούχα τους και να βρουν κανένα ζεστό φαγί ή ένα ποτήρι κρασί. Τρεις εβδομάδες πέρασαν αφότου, με την Αλεξία, είχε φθάσει στη Σέταινα, ελπίζοντας εκεί να βρει τον Νικήτα και μαζί του να πάγει την ορφανή να την παραδώσει του Αυτοκράτορα. Μα ο Νικήτας έμενε άφαντος.

Τρεις εβδομάδες η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει με απελπιστική μονοτονία. Τα ποτάμια όλα είχαν ξεχειλίσει, και οι ξενώνες δε χωρούσαν πια τους ταξιδιώτες, που από παντού έφθαναν και μαζεύουνταν στις πόλεις, να μάθουν νέα του πολέμου και να περιμένουν την καλοκαιρία, πριν εξακολουθήσουν το ταξίδι τους. Σε κανέναν ξενώνα δεν είχε πια κάμαρα, και ο Γρηγόρης με την Αλεξία κόνεψαν στο σπίτι μιας φτωχής χήρας, που με χαρά τους δέχθηκε, αφού μάλιστα ο παπάς προπλήρωνε. Από τη στιγμή που έκλεισε ο τάφος του Παγράτη, η κόρη είχε πέσει σε ατονία που, ώρες - ώρες, τρόμαζε τον παπά. Σ' όλο το διάστημα που κατέβαιναν καβάλα από τα μονοπάτια στη Σέταινα, ούτε κούνησε, ούτε μίλησε, τόσο που ο Γρηγόρης νόμισε μια - δυο φορές πως είχε αποκοιμηθεί. Μα κάθε φορά που έσκυβε να την κοιτάξει, έβλεπε τα μαύρα μάτια της στυλωμένα μπροστά της, ορθάνοιχτα, που γυάλιζαν από τον πυρετό ή από κάποια εσωτερική φλόγα που την έκαιε. Μια - δυο φορές της μίλησε, μα απάντηση δεν έλαβε, ούτε έμοιαζε η κόρη ν' ακούει. Μόλις έφθασε στη Σέταινα, αφού είδε την Αλεξία ξαπλωμένη και ζεστά σκεπασμένη, ο Γρηγόρης βγήκε να ζητήσει τον Νικήτα. Παντού πήγε, παντού ρώτησε, μα τίποτα δεν έμαθε. Γύρισε λοιπόν στης χήρας το σπίτι και μπήκε με σιγανά βήματα στην κάμαρα της Αλεξίας. Η κάμαρα ήταν άδεια. Η κόρη είχε φύγει.

Βγήκε τρεχάτος, πήγε στις εκκλησίες, στους ξενώνες, στην ταβέρνα, παντού όπου μπορούσε να φανταστεί που θα πήγαινε η Αλεξία. Μα δεν τη βρήκε. Και αποθαρρυμένος, γύρισε στο σπίτι, βάζοντας χίλια κακά με το νου του. Είχε νυχτώσει και η ανησυχία του είχε κορυφωθεί, όταν έξαφνα η πόρτα άνοιξε και η Αλεξία μπήκε μέσα. Ήταν λίγο χλωμή, το μέτωπο της έκαιε, τα δόντια της χτυπούσαν και, με κλονούμενα βήματα, προχώρησε στο στρώμα της, όπου έπεσε χωρίς μιλιά. Κι εκεί έμεινε τρέμοντας από τη θέρμη και το σύγκρυο. Όλη νύχτα την παραφύλαγε ο παπάς, αψηφώντας τη δική του κούραση, παραμερίζοντας τις δικές του σκοτούρες, το πένθος του και τη θλίψη, για να φροντίσει μονάχα το άρρωστο κορίτσι. Μα όλα του τα ρωτήματα έμεναν χωρίς απάντηση. Η κόρη δεν έμοιαζε να τον βλέπει, ούτε να τον ακούει. Έξαφνα, κατά τα ξημερώματα, του είπε σα να εξακολουθούσε καμιάν αρχισμένη κουβέντα:

- Έφυγε χθες... με τον Τσάρο... Πήγε να βρει τον Ασάν.

- Ποιος; ρώτησε ο Γρηγόρης.

Μα νευρικό τρεμούλιασμα την έπιασε, τόσο δυνατό, που ο Γρηγόρης τρόμαξε. Και αμέσως ύστερα έπεσε σε βύθος.

Από τότε δε μίλησε, ούτε σάλεψε μέρες κι εβδομάδες. Μόνη η ακούραστη και αδιάκοπη φροντίδα του Γρηγόρη την εμπόδισε να σβήσει εκεί που έπεσε στο στρώμα, χωρίς μιλιά, χωρίς παράπονο, βυθισμένη στο σιωπηλό της καημό. Πως κάποιος βαθύς πόνος την έτρωγε, ο Γρηγόρης το μάντευε. Και τώρα, στο παράθυρο όπου κάθουνταν, βασάνιζε το μυαλό του να θυμηθεί τίποτα λέξεις ή καμώματα της, που να ρίξουν λίγο φως σε όσα ήξερε της περασμένης της ζωής. Δυο πράματα τον μπέρδευαν: η έχθρα της για τον Ασάν και το ενδιαφέρον της για τον Κωνσταντίνο, τον πληγωμένο στρατιώτη της μονής της Ελεούσας. Αναθρεμμένη όπως ήταν από το γερο - Παγράτη, με το μίσος των Βουλγάρων, για να ενδιαφέρεται στον Κωνσταντίνο, θα πει πως τον ήξερε Έλληνα. Μα τότε πώς ήταν δυνατό να μη γνωρίζει και το αληθινό όνομα του Ασάν; Και αν το ήξερε, γιατί αυτή η έχθρα; Έπειτα και ο Κωνσταντίνος δεν τη γνώριζε, αφού όταν την είδε απέξω από το μοναστήρι ρώτησε ποια ήταν. Τα γύριζε και τα ξαναγύριζε ο Γρηγόρης στο κεφάλι του, μα απάντηση δεν έβρισκε. Μόνη εκείνη μπορούσε να τα εξηγήσει, και ακόμα δεν είχε βρει περίσταση να τη ρωτήσει.

Από την παραμονή ήταν απύρετη, μα σα βυθισμένη και πολύ αδύνατη. Εκείνο το πρωί, ο καλόγερος προσπάθησε να κουβεντιάσει μαζί της, μάταια όμως. Βαστούσε το χέρι του στα δικά της, λιγνά και χλωμά, λιωμένα και αυτά από τόσων μερών θέρμη, και πότε έκαμνε να το σφίξει χαδιάρικα, πότε προσπαθούσε να του χαμογελάσει, και πάλι με κούραση έκλειε τα μάτια της. Μόνο μια στιγμή βγήκε από την ατονία της. Ο Γρηγόρης μιλούσε για το μέλλον της. Και της έλεγε πως τώρα που πέθανε ο δύστυχος πατέρας του, τίποτα πια δεν τη βαστούσε στα βουλγάρικα χώματα, και θα την πήγαινε στον Αυτοκράτορα, που τη γύρευε και θα της έδινε αμέσως στην αυλή του τη θέση που της έπρεπε. Η Αλεξία άκουε σιωπηλά, σα να ήταν καμιά ξένη ιστορία που της έλεγαν. Μα όταν ο καλόγερος πρόσθεσε: «Κοίταξε να γιάνεις γρήγορα, αύριο κιόλα να φύγομε αν μπορείς...», σα να ξύπνησε ξαφνικά, και με αδημονία είπε:

- Όχι!... Δεν μπορώ... Δεν τελείωσα ακόμα...

- Τι δεν τελείωσες; ρώτησε ο Γρηγόρης.

Μα το νευρικό της τρεμούλιασμα την ξανάπιασε, και ο Γρηγόρης λυπήθηκε την αγωνία της, και δεν επέμεινε κείνη την ώρα.

- Αργότερα, σκέφθηκε, ίσως μόνη της μου ξεμολογηθεί το πονετικό της μυστικό.

Και κοιτάζοντας μελαγχολικά το λασπωμένο δρόμο, συλλογίζουνταν τον Νικήτα, που όσο και να μόχθησε, όσο και να έκανε, δεν μπόρεσε να τον βρει ούτε σε ξενώνες, ούτε στην αγορά, ούτε στις εκκλησίες. Παντού τον είχε ζητήσει, όπου μπορούσε να είχε περάσει, μα πάντα ανώφελα. Και θυμούνταν τα λόγια που είχε πει η Αλεξία την πρώτη νύχτα: «Έφυγε με τον Τσάρο, πήγε να βρει τον Ασάν». Μην είχαν έννοια αυτά τα λίγα λόγια, που τα είχε πάρει για παραμιλητά; Και ποιος ήταν ο άγνωστος που δεν τον είχε ονομάσει η κόρη; Κάποια συντροφιά έφθανε κείνη την ώρα στην ταβέρνα.

Ο Γρηγόρης έσκυψε από το παράθυρο να δει. Ήταν δυο χωρικοί με τα μουλάρια τους. Μα μόλις τους καλοκοίταξε, ο καλόγερος τραβήχθηκε μέσα κι έκλεισε βιαστικά το παράθυρο. Μια στιγμή κοντοστάθηκε και δίστασε. Ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, χωρίς να παρατηρήσει την Αλεξία που, ανασηκωμένη στον αγκώνα, δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του.

Βγήκε χωρίς να καλοκλείσει την πόρτα, κι ευθύς σηκώθηκε η κόρη και τον ακολούθησε. Ο Γρηγόρης πήγε ίσια στην ταβέρνα, όπου κάμποσοι περαστικοί, οι περισσότεροι στρατιωτικοί, έπιναν κι έτρωγαν. Πίσω του, απαρατήρητη, μπήκε και η Αλεξία. Η βραδιά ήταν συννεφιασμένη και, στην ταβέρνα, τ' αναμμένα αλειμματοκέρια έβγαζαν καπνό και βόχα βαριά που έπιανε στο λαιμό. Κοίταξε γύρω της να βρει κανένα σκοτεινό μέρος να χωθεί. Στο γώνιασμα ενός παραθύρου, βαθύ και σκιερό, κάθουνταν δυο στρατιώτες. Η Αλεξία πήγε και ζάρωσε στην αντικρινή γωνιά του παραθύρου. Ο ένας την κοίταξε και κάτι ψιθύρισε του συντρόφου του.

- Α, μπα! είπε ο άλλος. Είναι η Βουβή μας. Πες πως δεν είναι δω. Μπαίνει έτσι όπου βρει, και ζεσταίνεται, το δύστυχο, γιατί δεν έχει σπίτι... Και ξανάπιασαν την κουβέντα τους.

Η Αλεξία όμως δεν πρόσεχε. Ο νους της ήταν όλος σε δυο χωρικούς που έστεκαν κοντά στο τζάκι και παράγγελναν του δούλου φαγί και κρασί. Ο Γρηγόρης είχε καθήσει κοντά τους και τους κοίταζε, γυρεύοντας αφορμή να τους μιλήσει. Καθώς γύρισαν, η Αλεξία αναγνώρισε τον ένα. Ήταν ο Δραξάν. Τον άλλο δεν τον γνώριζε, μα παρατήρησε πως ήταν κουλός. Μόλις τελείωσαν το παζάρεμα, οι χωρικοί κάθησαν να φάγουν κοντά στον Γρηγόρη, και αμέσως έπιασαν κουβέντα.

- Καλώς σε βρήκαμε, άγιε πατέρα, είπε ο κουλός. Εσύ δεν ήσουν που ανταμώσαμε κάπου σ' ένα χωριό...

- Τη βραδιά που κάηκε το Βουτέλιο, είπε ο Γρηγόρης. Ναι, εγώ είμαι...

Μα έξαφνα, κάτι παράξενα λόγια των στρατιωτών κοντά της κίνησαν την προσοχή της Αλεξίας.

- Αν μπει μέσα, μπορεί να μας δει, είπε ο ένας. Και τότε, τρέχα γύρευε. Θα μας ξεφύγει πάλι.

- Εμένα δε με ξέρει, είπε ο άλλος, ούτ' εγώ δεν τον ξέρω. Άλλαξε θέση μαζί μου. Εδώ πέφτει σκιά και δε θα σε αναγνωρίσει...

Και σηκώθηκαν και άλλαξαν θέση. Η Αλεξία τους κοίταξε πιο προσεκτικά. Τον ένα, εκείνον που κρύβουνταν, τον αναγνώρισε από το σημαδεμένο του πρόσωπο. Ήταν ο μυστικοσύμβουλος του Ιβάτζη, που με το βούνευρο του είχε σχίσει ο Κωνσταντίνος το πρόσωπο.

- Πιάστηκα όμως καθισμένος τόσην ώρα εδώ, είπε ο άλλος. Μπορεί να πάγει αλλού, αυτός, και να μην έλθει καθόλου στην ταβέρνα.

- Θα έλθει, ψιθύρισε ο σημαδεμένος. Γυρεύει τον Δραξάν... Εκείνη την ώρα ο Δραξάν γελούσε δυνατά.

- Μόνο εγώ ωστόσο δεν κατάφερα να τον δω ποτέ αυτόν τον περίφημο φτεροπόδαρο Ασάν, είπε, και η Αλεξία τον άκουσε και ανατρίχιασε στη γωνιά της. Λένε πως ο Σαμουήλ δεν τον εσύγκρινε με κανέναν άλλο αγγελιοφόρο. Είναι αλήθεια;

- Ναι, είπε ο κουλός. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει, μα πιο γρήγορα πηγαίνει αυτός πεζή τις ειδήσεις, παρά οι άλλοι αγγελιαφόροι με άλογο.

- Και τον γυρεύεις, λες, δάσκαλε; ρώτησε ο Δραξάν τον Γρηγόρη. Τι τον θέλεις;

- Είναι φίλος μου, είπε ο Γρηγόρης. Μην ξέρετε αν βρίσκεται τώρα με τον Τσάρο;

Της φάνηκε της Αλεξίας πως η κάμαρη όλη γύριζε. Φίλος του! Ο Γρηγόρης! Στηρίχθηκε στο πεζούλι του παράθυρου κι έκλεισε τα μάτια. Όλη η ανθρωπότης λοιπόν την εγκατέλειπε; Τόσο βούιζαν τ' αυτιά της, που κάμποση ώρα δεν άκουσε τίποτα. Και πάλι τα ψιθυρίσματα των στρατιωτών την ξύπνησαν.

- Λέγω να φύγομε, είπε ο ένας, βαρέθηκα!

- Κοροφέξαλα! αποκρίθηκε θυμωμένα αλλά χαμηλόφωνα ο σημαδεμένος. Το πουγκί το τσέπωσες! Τώρα κάθου και φύλαγε.

Η Αλεξία έριξε μια ματιά κατά την πόρτα. Λίγα βήματα είχε να κάνει για να τη φθάσει... Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγερή μες στην κάμαρα, και τα λόγια του Γρηγόρη, που τα είχε ακούσει, χτυπούσαν σα σκεπαρνιές στο μυαλό της. Να έβγαινε έξω, στον κρύο αέρα! Να έτρεχε ως αντίκρυ. Να κρύβουνταν στην κάμαρα της!... Να μη βλέπει, να μην ακούει πια... Μα από τη θέση του ο Γρηγόρης θα την έβλεπε, θα την ακολουθούσε... Δεν το πίστεψε πως ο Γρηγόρης ήταν φίλος του Ασάν, δεν μπορούσε ο γιος του Παγράτη να έχει φίλο το Βούλγαρο, τον αγγελιοφόρο του Σαμουήλ. Μα ποιο λόγο κρυφό είχε, άραγε, να ρωτά όποιον έβλεπε, πού βρίσκουνταν ο Ασάν, όπως την είχε ρωτήσει και κείνη στο βουνό απάνω; Ο νους της σκοτίζουνταν.

- Θα τον ρωτήσω... σκέφθηκε. Θα τον ρωτήσω... Έξαφνα η πόρτα του δρόμου άνοιξε απότομα, κι ένας ξυλοκόπος, μ' ένα τσεκούρι στο χέρι, μπήκε μέσα ορμητικά. Ήταν ο Κωνσταντίνος.

Έριξε στην κάμαρα μια γοργή ματιά. Το βλέμμα του έπεσε στους δυο χωρικούς, καθισμένους κοντά στο τζάκι με τον Γρηγόρη.

- Δραξάν, βροντοφώνησε, τι κάνεις εδώ με τον Ρωμαίο, όταν ο Αυτοκράτορας των Ελλήνων, με τα στρατεύματα του, βρίσκεται στην καρδιά της πατρίδας σου;

Η απότομη είσοδο του Κωνσταντίνου ξάφνιασε τους ήσυχους ταξιδιώτες, τα λόγια του τους τρόμαξαν. Όλα τα μάτια στράφηκαν στους δυο χωρικούς. Ο στρατιώτης με το σημαδεμένο πρόσωπο άδραξε τον ώμο του συντρόφου του.

- Αυτός είναι! ψιθύρισε. Τώρα τον έχομε σίγουρο...

Έκανε να φύγει, μα ο άλλος τον σταμάτησε.

- Στάσου, είπε επίσης χαμηλόφωνα, δεν ξέρομε καν πού πηγαίνει!

Ακουμπισμένη στον τοίχο, σφίγγοντας το πεζούλι του παράθυρου στα ξυλιασμένα της δάχτυλα, κοίταζε η Αλεξία τον Κωνσταντίνο. Το ήξερε πως είχε ξαναέλθει στη Σέταινα, από δω κι εβδομάδες. Της το είχαν πει στο παλάτι, την πρώτη βραδιά, και πως είχε πείσει τον Τσάρο να φύγει μαζί του. Φανερή και βέβαιη ήταν τότε η προδοσία του. Και όμως, μες στην καρδιά της φύλαγε τα τελευταία λόγια του Παγράτη, κι επειδή δεν τον είχε ακούσει να προδίδει, δεν ήθελε, κατά την παραγγελία του γέρου, να πιστέψει. Και τώρα τον έβλεπε! Και την προδοσία την άκουε... Ο Δραξάν είχε σηκωθεί. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο.

- Έρχεσαι από κει; ρώτησε.

- Μ' έστειλε ο Τσάρος, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

- Τι νέα φέρνεις;

- Το Στύπειον έπεσε.

- Ο Πρίλαπος!... Ο Πρίλαπος βαστά;

- Ο Πρίλαπος είναι στα χέρια των Ελλήνων από δω και δέκα μέρες, και ο βασιλέας τους πορεύεται κατά την πλημμυρισμένη Τσέρνα.

- Οϊμένα! φώναξε ο Δραξάν, με απελπισία πιάνοντας το κεφάλι του.

Τσέρνα: παραπόταμος του Αξιού, ο αρχαίος Εριγών. Σήμερα λέγεται και Καρά-σου.

- Στρατηγέ Δραξάν, είπε ο Κωνσταντίνος. Ο Τσάρος σε προστάζει να παρατήσεις ό,τι άλλο σχέδιο σε βαστούσε ως τώρα εδώ, και να πας ν' αναλάβεις τη διοίκηση του σώματος του. Κι εσένα, Ρωμαίε, σε ζητά. Έχει, λέγει, ανάγκη απ' όλους τους συμβούλους του.

- Λέγει ψέματα... είπε ψιθυριστά ο σημαδεμένος στρατιώτης στο σύντροφο του, και με τη λέξη αυτή ένα κύμα ζεστασιάς χύθηκε στην παγωμένη καρδιά της δυστυχισμένης κόρης.

Μα η ελπίδα της έσβησε πάλι πριν καλοανάψει.

- Ποιος είσαι συ; ρώτησε ο Ρωμαίος ο Χειρότμητος. Και τι απόδειξη μας φέρνεις της αποστολής σου;

Ο Κωνσταντίνος έβγαλε από τον κόρφο του ένα έγγραφο και το έδωσε του Δραξάν. Ήταν υπογραμμένο από τον Ρωμανό και βουλωμένο με τη βούλα του. Λίγα λόγια έγραφε. Καλούσε τους δυο αξιωματικούς κοντά του, και πρόσθετε πως ο αγγελιοφόρος του θα τους οδηγούσε όπου και αν βρίσκουνταν.

- Πού είναι ο Τσάρος; ρώτησε ο Δραξάν.

- Στην Αχρίδα, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

- Μπορείς να μας οδηγήσεις ως εκεί, χωρίς να βγούμε στην Εγνατία οδό;

- Μπορώ.

- Θα φύγομε απόψε.

- Στις διαταγές σου, στρατηγέ, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος. Και υποκλίθηκε.

- Πάμε τώρα, είπε ο στρατιώτης με το κομμένο πρόσωπο. Στο σταυροδρόμι θα τον βρούμε.

- Μαζί του θα τα βάλομε, βρε αδελφέ; μουρμούρισε ο άλλος, κρατώντας το σύντροφο του από το μανδύα. Δεν ακούς ράχες που τις έχει; Ο Τσάρος, λέγει, τον έστειλε!

- Τι φοβάσαι, παλιάνθρωπε; αποκρίθηκε ο άλλος θυμωμένα. Τον Ιβάτζη έχεις πίσω σου και διστάζεις; Έπειτα, μια μαχαιριά στα σκοτεινά, και δρόμο πάλι... Πήδησε από το παράθυρο, και ο σύντροφος του τον ακολούθησε.

Κανένας δεν τους παρατήρησε. Ολωνών η προσοχή ήταν στημένη στον Δραξάν και στο νέο ξυλοκόπο.

Η Αλεξία είχε ακούσει το διάλογο των δύο στρατιωτών, και μέσα στην ταραχή του μυαλού της, όπου όλες της οι σκέψεις ανακατώνουνταν, είδε έξαφνα, ξάστερα, την έννοια της ομιλίας τους. Ο Ιβάτζης τους είχε στείλει να δολοφονήσουν τον Κωνσταντίνο. Και μεμιάς αντιλήφθηκε πως στο χέρι της ήταν να τον σώσει... Κάρφωσε το αγριεμένο βλέμμα της απάνω του. Από την καρδιά της καυτές ανέβαιναν στα χείλια της οι σωτήριες λέξεις...

- Ένας δρόμος είναι ο γρήγορος, έλεγε ο Κωνσταντίνος. Θα πάμε ως το σταυροδρόμι και θα κόψομε από κάτι μονοπάτια που ξέρω στο βουνό...

Όλα τα λόγια ξεψύχησαν στα χείλη της, μια μόνη λέξη την έπνιξε: «Προδότη!». Σκέπασε το στόμα της με τα δυο της χέρια και με τρεμάμενα βήματα έκανε για την πόρτα. Ανεμοστρόβιλος σφύριζε στ' αυτιά της, το κεφάλι της γύριζε. Και δεν άκουσε την πνιγμένη φωνή του Γρηγόρη, ούτε τον είδε που όρμησε να την πιάσει, ούτε κατάλαβε πως την ακολούθησε ο Κωνσταντίνος και πως και άλλοι γύριζαν και την κοίταζαν. Βγήκε στο δρόμο, και ο κρύος άνεμος τη χτύπησε στο πρόσωπο. Ακούμπησε στον τοίχο για να μην πέσει. Κι έξαφνα είδε τον Κωνσταντίνο κοντά της που την υποστήριζε. Σπασμωδικά έπιασε το μαχαίρι της, και αγωνίστηκε να πει μια λέξη:

- Προδότ... προδ... Μα η φωνή της έσβησε.

Έριξε μια απελπισμένη ματιά στην αντικρινή πόρτα του σπιτιού της, έκανε να ξεφύγει, σκόνταψε, κι έπεσε αναίσθητη στα χέρια του Γρηγόρη.

- Πήγαινε πίσω στην ταβέρνα, για το Θεό... μουρμούρισε ο καλόγερος στο αυτί του Κωνσταντίνου. Ο Ρωμαίος έρχεται...

Και, με την κόρη στην αγκαλιά, έτρεξε στο σπίτι της χήρας, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Ο Κωνσταντίνος είχε μείνει σαν κεραυνοχτυπημένος, άσπρος σαν τον τοίχο πίσω του. Τη λέξη που δεν είχε αρθρώσει ολόκληρη η δήθεν βουβή, εκείνος τη μάντευε... Και τον έσχιζε ως την ψυχή, σα μαχαιριά... Κρυμμένη μέσα στη σάλα είχε ακούσει βέβαια τα λόγια του, τις ειδήσεις που έφερνε στους Βουλγάρους, με τη διαταγή να πάνε να πολεμήσουν τους Έλληνες... Και του είχε ρίξει κατά πρόσωπο τη φρικτή, την άτιμη λέξη: «Προδότη!». Δε στάθηκε να συλλογιστεί ποια ήταν η Βουβή και πώς, ξαφνικά, του μίλησε. Μια μόνη σκέψη βούιζε στο μυαλό του: η κόρη ήταν Ελληνίδα, και τον νόμιζε προδότη...

- Έχεις ζώο; τον ρώτησε ο Ρωμαίος φθάνοντας.

Ο Κωνσταντίνος έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο, όπου τώρα ένα φως έκαιε. Θυμήθηκε τον Μιχαήλ και την απέχθεια που είχε για το διπλοπρόσωπο έργο τους... Σκληρό χαμόγελο έστριψε τα χείλη του. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι.

- Ναι! αποκρίθηκε του Ρωμαίου. Έχω άλογο. Μπήκε στην ταβέρνα και είπε του δούλου να σαμαρώσει ευθύς τα ζώα.