Της Λιογέννητης

Από Βικιθήκη
Της Λιογέννητης
Δημοτικό τραγούδι


Ὁ Κωσταντὴς ὁ ὀμορφονιός, ὁ μικροκωσταντῖνος
μιὰ µέρα θέλησε νὰ βγῇ νὰ λαγοκυνηγήσῃ,
καὶ διάβαινε καμαρωτὸς ἀπ’ τὴν πλατειὰ τὴ ῥοῦγα.
Ἐκεῖ εἷδε τὴ Λιογέννητη μὲ τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σὲ κρεμεζιὰ τριανταφυλλιὰ ἦταν ἀκουμπισμένη,
κ’ εἶχε τὰ φρύδια τορνευτά, τὰ µάτια σὰ ζαφεῖρι,
καὶ ’ς τὸ μικρὸ τὸ δάχτυλο εἶχε τὸ δαχτυλίδι,
καλλιά λαµπε τὸ δάχτυλο παρὰ τὸ δαχτυλίδι.
Ὡσὰν τὴν εἶδ’ ὁ Κωσταντής, ἀφήνει τὸ κυνῆγι.
Κινάει νὰ πάῃ ’ς τὸ σπίτι του σὰ μῆλο µαραµμένος.
Χωρὶς θέρµη θερµάθηκε, χωρὶς ὀριὸν ἐρριάστη,
δίχως τὸν πονοκέφαλο ἔπεσε ’ς τὸ κρεβάτι.
«Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα καὶ τὸ κεφάλι.
Μάννα, θολά εἶναι τὰ βουνὰ καὶ θαμπερὸ τὸ σπίτι.
Γιέ µου, καλά εἶναι τὰ βουνὰ καὶ λαμπερὸ τὸ σπίτι,
μὰ σὺ κορίτσι νἀγαπᾷς κ’ ἐκείνη δὲν τὸ ξέρει.
Μάννα, τὴν κόρη ποῦ εἶδα γώ, ἄλλος νὰ μὴ τὴν πάρῃ.
Στεῖλε νὰ κράξῃς ἄρχοντες καὶ μητροπολιτᾶδες
νὰ πᾶν νὰ κάμουν προξενειά, γυναῖκα νὰ τὴν πάρω.»
Στέλνει τρακόσιους ἄρχοντες καὶ µητροπολιτᾶδες,
στέλνει τὸν ἄρχοντα Φωκᾶ, στέλνει τὸ Νικηφόρο,
στέλνει τὸν Πετροτράχηλο, ποῦ τρέµει ἡ γῆς κι’ ὁ κόσμος.

Ἐχτύπησαν οἱ ἄρχοντες τὴν ἀργυρὴ τὴν πόρτα.
«Ποιὸς χτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς µαυρομάτας;
Ἡμεῖς εἴμεστε οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
ὁ Κωσταντὴς μᾶς ἔστειλε δυὸ λόγια νὰ σοῦ ποῦμε.
Ἀνοίξετε ’ς τοὺς ἄρχοντες, ’ς τοὺς μητροπολιτᾶδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
γιὰ νὰ καθίσουν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
φέρτε Μονεβασιὰ κρασί, νὰ πιοῦν οἱ ἀντρειωμένοι.»
Ἐμπαίνουν τότε οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
καὶ τὴν εὑρίσκουν κ’ ἔπλεγε τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
Καθὼς τοὺς εἷδε ἡ λυγερὴ ἐπροσηκώθηκέ τους.
«Καλῶς ἦρθαν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ µητροπολιτᾶδες,
φάτε καὶ πιέτε, γέροντες, κ’ ἐγὼ ς τὸν ὁρισμό σας.
Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρθαμε νὰ φάμε καὶ νὰ πιοῦμε,
Προξενητᾶδες εἴμαστε κ᾿ ἤρθαμε νὰ σοῦ ποῦμε,

ὁ Κωσταντὴς μᾶς ἔστειλε, τὄμορφο παλληκάρι,
ἂν εἶναι θέληµα θεοῦ, γυναῖκα νὰ σὲ πάρῃ»
Σὰν τ’ ἄκουσε ἡ Λιογέννητη νἐχτύπησε τὰ γέλοια.
«Γιὰ πῆτε του τοῦ Κωσταντῆ, τοῦ µοσχαναθρεµµένου,
δὲ θέλω τον, δὲ χρήζω τον, δὲν καταδέχοµαί τον.
Σὰν ἔρθῃ ἡ µάννα μ’ ἀπ’ τὴ γῆς κι’ ὁ κύρης μ’ ἀπ’ τὸν ᾅδη,
τὰ δυό μ’ ἀδέρφια τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Κάτω κόσµο,
νὰ σπείρουνε τὴ θάλασσα σιτάρι νὰ καρπίσῃ
χρυσάγανο, χρυσόσταχο καὶ χρυσοκονδυλᾶτο,
καὶ μὲ τ’ ἀργυροδρέπανα νὰ μποῦν νὰ τὸ θερίσουν,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας νὰ κάμουνε τ’ ἀλῶνι,
μηδὲ καὶ τἄχυρο βραχῇ μηδὲ καὶ τὸ σιτάρι,
μηδὲ τὴν πάχνη τ’ ἁλωνιοῦ ἀέρας νὰ τὴν πάρῃ,
τότε κ’ ἐγὼ τὸν Κωσταντὴ θὰ τόνε πάρω γι’ ἄντρα·
καὶ πάλι ναί, καὶ πάλι ὄχι, καὶ πάλι σὰ μοῦ δόξῃ.»
Σὰν ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες κ’ οἱ μητροπολιτᾶδες,
τοὺς κακοφάνηκε πολὺ κ’ ἔσκυψαν τὸ κεφάλι.
Κ’ αὐτὴ τότε τοὺς ἔδωκε τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
«Ὁρίστε τὴν πλεξίδα µου τὸν ἐδικό σας κόπο.»

Ἐκίνησαν κ’ ἐπήγαιναν πικροὶ καὶ µαραμμένοι,
κι’ ὁ Κωσταντὴς καρτέρειγε ’ς τὴν ἀργυρῆ του πόρτα.
«Καλῶς ἦρθαν οἱ ἄρχοντες μὲ τὰ καλὰ τὰ λόγια.
Κακῶς ἤρθαν οἱ ἄρχοντες μὲ τὰ κακὰ τὰ λόγια.
Δὲ θέλει σε, δὲ χρήζει σε, δὲν καταδέχεταί σε.
Σὰν ἔρθῃ ἡ µάννα τς ἄπ’ τὴ γῆς κι’ ὁ κύρης ἀπ’ τὸν ᾅδη,
τὰ δυό τς ἀδέρφια τὰ καλὰ ἀπὸ τὸν Κάτω κόσµο,
νὰ σπείρουνε τὴ θάλασσα σιτάρι νὰ καρπίσῃ,
χρυσάγανο, χρυσόσταχο καὶ χρυσοκονδυλᾶτο,
καὶ μὲ τἀργυροδρέπανα νὰ μποῦν νὰ τὸ θερίσουν,
κ’ εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας νὰ κάµουνε τ’ ἀλῶνι,
μηδὲ καὶ τἄχυρο βραχῇ, μηδὲ καὶ τὸ σιτάρι,
μηδὲ τὴν πάχνη τ’ ἁλωνιοῦ ἀέρας νὰ τὴν πάρῃ,
τότε κι’ αὐτὴ τὸν Κωσταντὴ θὰ τόνε πάρῃ γι’ ἄντρα,
καὶ πάλι ναί, καὶ πάλι ὄχι, καὶ πάλι σὰν τῆς δόξῃ.»
Ὁ Κωσταντὴς σὰν τ’ ἄκουσε µέγας καϊμὸς τὸν πῆρε,
καὶ ζήτησε καὶ τὄδωκαν τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι,

Πήγε νὰ βρῇ τοῖς μάγισσαις ποῦ ξέρουν ἀπὸ μάγια.
Ὡσὰν τὸν εἶδε κ’ ἔρχονταν τῆς µάγισσας ἡ κόρη,
Μάννα μ’, ὁ νιὸς ὁπ’ ἔρχεται τοῦ κάµπου καβαλλάρης,
παίρνουν τὰ ῥοῦχά του δροσιὰ καὶ τὰ λυχνά του πάχνη,
παίρνουν τὰ πασουµάκια του ἀνθοὺς ἀπὸ τὰ δέντρα,
κι’ ὁ γῦρος τοῦ προσώπου του γιὰ κόρη εἶναι θλιμμένος.
’Σ τὰ µάγια γὼ γεννήθηκα, ’ς τὰ μάγια θὰ πεθάνω,
κ’ ἐγὼ δὲν τόνε γνώρισα καὶ σὺ τόνε γνωρίζεις;»
«Καλή σου µέρα µάγισσα μὲ τὴν καλή σου κόρη.
Δὲν ἔχεις μάγια τῆς καρδιᾶς καὶ μάγια τῆς ἀγάπης,
νὰ κάµῃς τὴ Λιογέννητη νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά µου;
Ἂν ἔχῃς πρᾶμα τς ἀρεσιᾶς καὶ πρᾶμα τοῦ χεριοῦ της,
θὰ κάµω τὴ Λιογέννητη νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά σου.
Ἐγώ χω πρᾶμα τς ἀρεσιᾶς καὶ πρᾶμα τοῦ χεριοῦ της,
ἐγώ χω τὴν πλεξίδα της, τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
Σύρε ἄνοιξε τὴν πόρτα σου καὶ δέσε τὰ θηριά σου,
καὶ κάθου καὶ καρτέρει την νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά σου.»
Καὶ βγάνει ἀπὸ τὸν κόρφο της τριὰ μῆλα µαραμμένα.
«Τό να ῥῆξε ’ς τὸ τρίστρατο, νὰ πάψουν οἱ διαβάταις,
τἄλλο ῥῆξε ’ς τὸ ποταμό, νὰ πάψουν τὰ ποτάµια,
τὸ τρίτο ῥῆξ’ ’ς τὴ λυγερή, νά ρθῃ γυρεύοντάς σε.»

Τό νά ῥηξε ’ς τὸ τρίστρατο καὶ πάψαν οἵ διαβάταις,
τἄλλό ῥηξε ’ς τὸ ποταμὸ καὶ πάψαν τὰ ποτάµια,
τὸ τρίτο τὸ φαρμακερὸ ’ς τῆς λυγερῆς τς ἀγκάλαις.
Ὡς τό εἰδε ἡ κόρη ἐσβήστηκε, ὡς τό εἰδε δαιµονίστη.
Σὰν ἦρθαν τὰ μεσάνυχτα, τὴ σκότισαν τὰ µάγια.
«Μώρ’ βάγιαις µου, μώρ’ ντάνταις µου, μώρ’ σκλάβαις τοῦ πατρός µου,
ἀνάψτε πράσινα κηριὰ καὶ κόκκιναις λαμπάδες,
τὶ ἐσήμανε ἡ Παντάνασσα, νὰ πά’ νὰ προσκυνήσω.
Κυρὰ τἀρνίθια δὲ λαλοῦν, καµπάναις δὲ σηµαίνουν,
κ’ ἡ ἐδικῆ σου ἡ ἐκκλησιὰ νὲ ψέλλει νὲ σηµαίνει
Μπᾶ τοῦ πατρός µου τὸ ψωμὶ ’ς τὰ µάτια νὰ σᾶς πιάκῃ!»
Κ’ ἔτσι ἐσηκώθη μοναχὴ κ’ ἐβῆκε ’ς τὸ σκοτάδι.
Μιὰ δοῦλα δὲν τὴν ἄφηκε κι’ ἀπὸ κοντά της πῆγε.
Σὰν ἔφτακε, σὰ ζύγωσε ’ς τὴ µέση ἀπὸ τὸ δρόµο,
ἐκεῖ τῆς ἦρθε ὀλίγο ὁ νοῦς κι’ ἀρχίνησε νὰ λέῃ.

«Ποιὸς εἶδε νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ποιὸς εἶδε τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλλοπλεμένη;
Ἐγώ εἶδα νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ἐγώ εἶδα τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλοπλεμένη.
Θέ µου, κι’ ἂν εἶμαι καθαρή, κι’ ἂν εἶμ’ ἐγὼ παρθένο,
ἄστραψε καὶ μπουμπούνιξε, νὰ χαλαστοῦν τὰ µάγια.»
Ἄστραψε καὶ μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τὰ µάγια.

Ὁ Κωσταντὴς ὁλονυχτὶς καρτέρειγε ’ς τὸ σπίτι͵
κι’ αὐτοῦ ’ς τὰ ξημερώματα τὸ μαῦρο του σελλώνει.
«Ἀνάθεμά σε, μάγισσα, ποῦ μάγια δὲν γνωρίζεις!
Σὰν εἶν’ ἡ κόρη καθαρή, τὰ μάγια τί σοῦ φταῖνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, καὶ ντύσου ’ς τὰ γυναίκεια,
γυναίκεια καὶ χαιρέτησε κατὰ τὴν ὥρα ποῦ εἶναι,
καὶ πές: Εἰμ’ ἡ ξαδέρφη σου ἀπὸ τὸν Ἅη Δονᾶτο,
ὅπου πλουμὶ δὲν ἥξερα, κ’ ἦρθα πλουμὶ νὰ μάθω.»

Ξουρίστηκε ’ς τὰ φράκχικα καὶ ντύθηκε γυναίκεια,
κ’ ἐχτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς µαυρομάτας.
«Ποιὸς χτύπησε ’ς τὴν ἀργυρὴ πόρτα τῆς μαυρομάτας;
Εγώ εἶμαι ἡ ξαδέρφη σου ἀπὸ τὸν Ἅη Δονᾶτο,
ὁποῦ πλουμὲ δὲν ἥξερα κ’ ἦρθα πλουμὶ νὰ µάθω.
Καλῶς ἦρθ’ ἡ ξαδέρφη µου, μὰ γὼ δὲ σὲ γνωρίζω,
καὶ ποῦθεν εἶν’ ὁ τόπος σου καὶ ποῦθεν ἣ γενιά µας;
Ἀλάργα εἶν’ ὁ τόπος µου κ’ ἀπὸ κοντὰ ἡ γενιά µας,
κ’ ἐμεῖς ἐξεμακρύναμε κ’ ἐχάθηκε ἡ γενιά µας,
κ’ ἐδῶ μὲ στέλνει ἡ μάννα µου πλουμίδια νὰ μὲ µάθῃς,
πλουμίδια καὶ κεντίσµατα κι’ ἀπ’ ὅ τι θέλει ὁ νοῦς µου.
Μετὰ χαρᾶς, ξαδέρφη µου, πλουμίδια νὰ σὲ µάθω,
πλουμίδια καὶ κεντίσµατά κι’ ἀπ’ ὅ τι θέλει ὁ νοῦς σου.»

Σὰν ἄρχισε καὶ νύχτωνε, πῆρε νὰ σκοτεινιάσῃ,
ὁ Κωσταντὴς σηκώθηκε τάχα πῶς θὲ νὰ φύγῃ.
«Ἐγύχτωσε κ’ ἐβράδιασε, πῆρε νὰ σκοτεινιάσῃ,
πᾶν τὰ θηριὰ ’ς τοῖς κοίταις τους, τἀηδόνια ’ς τοῖς φωλιαῖς τους,
κ’ ἐγὼ τὸ ξένο κ’ ἔρημο ἀπόψε ποῦ νὰ μείνω;
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς σκλάβαις.

Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ µείνω μὲ τοῖς σκλάβαις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς δούλαις.
Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς δούλαις!
Μην πλήσσῃς, ἀξαδέρφη μου, καὶ μένεις μὲ τοῖς ντάνταις.
Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς ντάνταις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς βάγιαις.
Εγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς βάγιαις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένομε τὰ δυό µας.
Ἀνάψτε, βάγιαις τὰ κηριά, μουνοῦχοι, τοῖς λαµπάδες,
καὶ στρώσετε τὴν κλίνῃ µου τὴ λινομέταξή µου.
Βάλετε στρῶμα νἀργυρό, στρῶμα µαλαµατένιο,
βάλετε τὰ παπλώματα, τὰ ὑφάναν Ἀνερᾶδες
καὶ τὰ ὑφαδιοπλουμίσασι τοῦ Δράκοντα οἱ κόραις,
καὶ στρῶστε πάτους βασιλκό, καὶ πάτους µαντζουράνα,
καὶ πάτους δεντρολίβανο νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα.»
Ὁλονυχτὶς κοιμούντανε σὰν δυὸ γλυκὰ ἀδερφάκια,
καὶ πρὸς τὰ ξηµερώματα σὰν τἄγρῖα πουλάκια.

Σὰν ἔφεξε, ξηµέρωσε, σὰν ἦρθε ἡ ἄλλη ἡ νύχτα,
«Μάννα ἄνοιξε τοῖς πόρταις σου καὶ δέσε τὰ θηριά σου,
γιατὶ θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη σου, θὲ νά ρθῃ ἡ µαυρομάτα.
Ὀλίγος ὕπνος μ’ ἔπιασε καὶ πάω γιὰ νὰ πλαγιάσω,
κι’ ὄντας θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη σου, νὰ ρθῇς νὰ μὲ ξυπνήσῃς.
Σύρε, παιδί µου, πλάγιασε κ’ ἐγὼ θὰ καρτερέσω,
κι’ ὄντας θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη µου θὰ ρθῶ νὰ σὲ ξυπνήσω.»
Κ’ ἐκείνη ἡ σκύλα ἡ ἄνομη δὲν ἔκαμε ὅπως εἶπε,
μόν’ ἔκλεισε τὴν πόρτα᾽της κ’ ἔλυσε τὰ θεριά της,
κ’ ἔβαλε ὀμπρὸς ’ς τὴ ῥοῦγα της γοῦρνα φαρµακωμένη.

Ἐπλάγιασε ἡ Λιογέννητη ’ς τὴ ἀργυρή της κλίνη.
Σὰν ἦρθαν τὰ µεσάνυχτα, τὴ σκότισαν τὰ μάγια.
«Μώρ’ βάγιαις µου, μώρ’ ντάνταις µου, μώρ’ σκλάβαις τοῦ πατρός µου,
ἀνάψτε πράσινα κηριὰ καὶ κόκκιναις λαμπάδες,
τὶ ἐσήμανε ἡ Παντάνασσα, νὰ πάω νὰ προσκυνήσω.

Κυρά, τἀρνίθια δὲ λαλοῦν, καµπάναις δὲ σηµαίνουν,
κ’ ἡ ἐδικῇ σου ἡ ἐκκλησιὰ νὲ ψέλλει νὲ σημαίνει.
Μπᾶ τοῦ πατρός µου τὸ ψωμὶ ’ς τὰ µάτια νὰ σᾶς πιάκῃ!»
Κ’ ἔτσι ἐσηκώθη μοναχὴ κ’ ἐβῆκε ’ς τὸ σκοτάδι.
Μιὰ δούλα δὲν τὴν ἄφηκε κι’ ἀπὸ κοντά της πῆγε.
Σὰν ἔφτακε, σὰ ζύγωσε ’ς τὴ µέση ἀπὸ τὸ δρόμο,
ἐκεῖ τῆς ἦρθε ὀλίγο ὁ νοῦς χι’ ἀρχίνησε νὰ λέῃ.
«Ποιὸς εἷδε νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ποιὸς εἶδε τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεµαλλοπλεμένη.
Ἐγώ εἰδα νἥλιο ἀπὸ βραδὺς κι’ ἄστρι τὸ µεσημέρι,
ἐγώ εἰδα τὴ Λιογέννητη νὰ περπατῇ ’ς τοὺς δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη καὶ ξεμαλλοπλεμένη.
Θέ µου, κι’ ἂν εἶμαι καθαρή, κι’ ἂν εἰμ’ ἐγὼ παρθένο,
ἄστραφε καὶ μπουμπούνιξε νὰ χαλαστοῦν τὰ µάγια.»
Δὲν ἄστραψε, δὲ βρόντηξε, δὲ χάθηκαν τὰ µάγια.
Κι ἀρχίνησε κ’ ἐκτύπαγε τοῦ Κωσταντῆ τὴν πόρτα.
«Ἄνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.
Ἄνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα.
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.
Άνοιξε, μάγισσας παιδὶ καὶ µάγισσας ἀγγόνι,
μ’ ἐβούρλισαν τὰ µάγια σου, κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα.
Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
καὶ πιὲ νερὸ τῆς γούρνας µου, κ’ ὕστερα νὰ σ’ ἀνοίξω.»
Ῥοκάνισε τὸ σίδερο, σὰ σκύλα τὴ μαγγοῦρα,
κ’ ἔπιε τῆς γούρνας τὸ νερὸ κ’ ἔσκασε σὰν τὸ ψάρι.

Κι’ αὐτοῦ ’ς τὰ ξημερώματα ὁ Κωσταντὴς ξυπνάει.
«Μάννα, δὲν ἦρθε ἡ νύφη σου, δὲν ἦρθε ἡ μαυρομάτα;
Γιέ µου, δὲν ἦρθε ἡ νύφη µου, δὲν ἦρθε ἡ µαυρομάτα.»
Σὰν ἐκατέβη ὁ Κωσταντής, σὰν ἄνοιξε τὴν πόρτα,
σὰν εἶδε τὴ Λιογέννητη ’ς τὸ δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλὴ φωνίτσα νἔβγαλε, ψιλὴ φωνίτσα βγάζει.

«Σὰν ἤθελες, μανοῦλα μου νά χῃς καὶ γιὸ καὶ νύφη,
ὅντας σοῦ πρωτοχτύπησε ἂς εἶχες τῆς ἀνοίξῃ.»
Χρυσό μαχαῖρι νἔβγαλε ἀπ’ ἀργυρὸ θηκάρι,
’ς τὸν οὐρανὸ τὸ πέταξε, μέσ’ ’ς τὴν καρδιά του πάει.