Τελώνια
Τελώνια Συγγραφέας: |
Λόγια τῆς πλώρης (1924) |
ΑΠΑΝΩ στὰ λυχνανάματα εἶδα φανὸ μπροστά μου τὴ φωτιὰ τοῦ Στρόμπολι. Ὁ νότος παλληκάρι ἔσπρωξε τὴν «Ἅγια Μαύρα» μου ἀπὸ τὴ Μαρσίλια ὡς ἐδῶ μὲ δέκα-δώδεκα κόμπους τὴν ὥρα. Πέρασα καλὰ τὸν Καβοκάρσο—Μάνη σωστὴ στὸ χῶμα καὶ τοὺς ἀνθρώπους της· ἄφησα βουβὴ τὴν Καπρέα· τὴν Ἔλβα μὲ τὰ ψηλὰ βουνά, τὴ Σπιανόζα δασωμένη, τὸ Μοντεχρῆστο ξερὴ καὶ ἄχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα ὅμως κλαψομοίρης γέροντας, ἄρχισε νὰ ζαρώνῃ τὰ φρύδια του. Ὁ σιρόκος ἔβγαζε στοιχειὰ τὰ κύματα. Ὁ οὐρανὸς συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος χαμήλωσε ὥς τὰ ξάρτια, ἔπνιξε ὅλα στὴν καταχνιά. Τὸ κατάστρωμα γλύστραε σὰ νὰ ἦταν πλυμένο μὲ σαπουνάδα. Τὰ σίδερα, τὰ κατάρτια, ὁ ἀργάτης, τὸ δοιάκι βουτημένα στὸν ἴδρωτα· μούσκεψαν τὰ πανιά, τὰ σχοινιὰ φούσκωσαν παραχορτασμένα σὰν φίδια.
— Μπρέ!
Δὲ μοῦ ἄρεσαν καθόλου τὰ σημάδια του. Εἶπα νὰ κλείσουν καλά τ’ ἀμπάρια καὶ νὰ καθίσῃ ὁ Κριτσέπης στὸ τιμόνι. Ἴσα πλώρη ὁ φανὸς τοῦ Στρόμπολι.
— Καλὸ πνίξιμο! ἀκούω πίσω μου στριγγιὰ φωνή.
Σπασμοὶ μ’ ἔπιασαν. Τὴ γνώριζα πολὺ καλὰ τὴν καταραμένη φωνή, Δὲν ἦταν ἄλλη παρὰ τοῦ Κάργα, τοῦ παιδικοῦ μου φίλου καὶ σύντροφου στὴ σκούνα. Μαζί του βίζαξα τὸ γάλα τῆς μάνας μου, μαζὶ ἀνατράφηκα στὴ σκούνα τοῦ πατέρα μου· μονόημερα ἵδρωσαν οἱ τρίχες στὰ χείλη μας. Ἡ μάνα του πέθανε πρὶν νὰ τὸν ἀποκόψῃ. Ὁ πατέρας του πνίγηκε στὸ Καβοντιλάρμε τῆς Καλάβριας πρὶν νὰ τὸν χαρῇ παλληκάρι. Ἀπόμενε ὀρφανὸς καὶ πεντάφτωχος. Ὁ δικός μου τὸν πῆρε στὸ σπίτι, μᾶς ἀδέρφωσε. Μαζὶ στὸ σχολειό, μαζὶ στὰ παιγνίδια. Πάντα οἱ δυό μας. Ὄχι δυό· ψέματα· οἱ τρεῖς μας ἔπρεπε νὰ εἰπῶ. Γιατὶ καὶ τὸ Σμαρὼ ἦταν μαζί μας πάντα, τὸ Σμαρὼ ἀκριβὴ χαρὰ καὶ μοναχὸς καυγᾶς μας.
Ἄξαφνα ὅμως μᾶς ἄδραξε ὁ πατέρας καὶ μᾶς ἔρριξε στὴν «Ἅγια Μαύρα». Μᾶς μάγεψε ἡ θάλασσα. Ὅλες οἱ κουβέντες μας γιὰ τὰ πλεούμενα. Ὄνειρό μας ἦταν νὰ μποῦμε σὲ μεγάλο καράβι, ἕνα μπάρκο, μιὰ νάβα, σὲ μεγαλείτερο ἀκόμη! Νὰ βάνῃ μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, ἑκατὸ χιλιάδες κοιλά. Καὶ νὰ ἔχῃ πολλὰ πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιὰ-σύρματα! Καὶ νὰ ταξιδεύουμε μακριά, πολὺ μακριά, σὲ ἀπέραντα πέλαγα, πίσω τοῦ ἥλιου. Καπετάνιος ἐγώ, καπετάνιος ἐκεῖνος νὰ σμίγουμε στὴ βόλτα καὶ νὰ χαιρετιόμαστε:
— Ἔ, ἀπὸ τὸ μπάρκο… ποιὸς καπετάνιος;
— Ὁ Μῆτρος τοῦ Τράχηλα!
— Ἔ, ἀπὸ τὴ νάβα!… ποιός;
— Ὁ φίλος τοῦ Μήτρου· ὁ Λάμπρος Κάργας!
— Καὶ γιὰ ποῦ μὲ τὸ καλό;
— Γιὰ τὴν Ἀμέρικα… Καὶ σεῖς;
— Γιά τὴν Αὐστράλια.
— Τί φόρτωμα;
— Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο… Καὶ σεῖς;
— Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
Καὶ ὅταν τελείωνε τὸ ταξίδι γύριζε καθένας στὸ νησὶ φορτωμένος κολωνᾶτα.
— Καὶ σὰ γυρίσῃς πίσω; ρώταε ἕνας τὸν ἄλλον.
— Θὰ πάρω τὸ Σμαρὼ γυναῖκά μου.
Τέλος, ὅταν ἀπέθανε ὁ καπετὰν Τραχήλης, ἔγινε σύντροφος στὴ σκούνα ὁ Κάργας. Ἀλλὰ μόλις κλείσαμε τὰ συμβόλαια, μπῆκε μέσα διαφορετικὸς.
— Τὸ δοιάκι, λέει δὲ μ’ ἀρέσει.
— Γιατί;
— Ἔτσι· ἔχει κεφάλι φιδιοῦ. Νὰ τὸ κάνουμε σκυλιοῦ.
— Μὰ τί σὲ πειράζει φίδι-σκυλί; Τὴ δουλειά του τὴν κάνει.
— Δὲν τὴν κάνει.
Καὶ φράπ! στὴ φωτιὰ τὸ δοιάκι. Ἔκαμε κεφάλι σκυλιοῦ. Ἔπειτα ἄρχισε γιὰ ὅλα τοῦ καραβιοῦ. Πᾶνε οἱ μπαμπάδες, πᾶνε οἱ μοῦρσοι, πᾶνε τὰ πόμολα. Εἴχαμε φιγούρα ἕνα Μακεδόνα· δὲν τοῦ ἄρεσε.
— Νὰ βάλουμε, λέει, δέλφινα.
Ἔβαλε δέλφινα. Τὸ πομπρέσο εἶχε σκαλισμένον ἕνα σταυρὸ στὴν ἄκρη.
— Ὄχι σταυρό, λέει· λουλοῦδι θὰ βάλω.
— Μὰ τί σὲ πειράζει σταυρὸς-λουλοῦδι: Ἴδιο εἶνε.
— Ὄχι· καλύτερα λουλοῦδι.
Ἄλλα ἔξοδα πάλι. Ἔβαλε στὸ πομπρέσο λουλοῦδι. Τὸν ἀργάτη τὸν ἔβαψε πράσινο, τὴν κάμαρη κόκκινη· τὸ μαγεριὸ κατάμαυρο· τὰ κατάρτια κίτρινα. Ἔπειτα ἤθελε νὰ βάψῃ καὶ τὸ σκαφίδι. Ἦταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
— Ὄχι γαλάζιο, λέει· κάτασπρο εἶναι ὀμορφότερο.
— Μὰ τὸ ἄσπρο λερώνει εὔκολα. Ἔπειτα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀκόμα.
— Ἔχει-δὲν ἔχει θὰν τὸ βάψω. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ βλέπω μὲ τέτιο χρῶμα. Στὸ στομάχι μοῦ κάθεται.
Τί νά τοῦ εἰπῶ; εἶχε μανία στὸ ἄλλαγμα. Τὸ κεφάλι του ἴδιος μπούσουλας· οὔτε κάρτο δὲν ἔμεινε στὴ θέση του. Ἀπὸ τ’ ἄψυχα ρίχτηκε σὲ λίγο καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ἔδιωχνε τὸν ἕνα, ἔπαιρνε τὸν ἄλλο, ἔβριζε τὸν τρίτο. Ἔπειτα ρίχτηκε στὸν καραβόσκυλο τὸν Ζέπο μας, ποῦ τὸν εἶχε ὁ μακαρίτης ζωὴ μαζί του! Τὸν ἔδερνε, τὸν κλωτσοῦσε τὸν ἄφινε νηστικό. Τέλος μιὰ νύκτα τὸν ἔπνιξε μισοκάναλα κι’ ἔφερε ἀπὸ τὴ Μεσσήνα ἕνα κοπρόσκυλο ποῦ βαριόταν καὶ ν’ ἀλυχτήσῃ.
— Μωρὲ γιατί, βλάμη; τὸν ρωτῶ.
— Ἔτσι· δὲν τὰ θέλω τέτοια στὸ καράβι μου.
Στὸ καράβι του! Δὲν κρατήθηκα περισσότερο.
— Ἄκουσε, Λάμπρο· τοῦ λέω. Ἐγὼ δὲ σ’ ἔβαλα ἀφέντη ἐδῶ μέσα· σ’ ἔβαλα σύντροφο.
— Σύντροφο, μοῦ ἀπαντάει μὲ θυμό, γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξω τὰ μάτια.
Τόρα κατάλαβα! Δὲν ἔχει μονάχα μανία στὸ ἄλλαγμα παρὰ κάτι περισσότερο. Ἤθελε νὰ φαίνεται στῆ σκούνα μοναχὸς καραβοκύρης. Τὸν ἔτρωγε τὸ ἐγώ του. Τόσο ξιπάστηκε μὲ τὸ καπετανλίκι ὁ χοντροναύτης, ποῦ πίστεψε πῶς ἦταν πορφυρογέννητος. Ὅλα τὰ ἤξερε καὶ ὅλα τὰ ὥριζε. Γῆ, θάλασσα, οὐρανός, πλεούμενα ὅλα δικά του. Κι’ ἂν δὲν ἦταν δικά του, δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ἀλλουνοῦ! Μοναδικὸς στὸ εἶδος του, μοναδικὸς στὴν τέχνη του.
Ἀπελπισία μ’ ἔπιασε. Πέταξε ἡ ὄρεξη γιὰ τὴ δουλειά, πέταξαν καὶ τὰ ὄνειρα. Ὁ ἀητὸς ἔχασε τὰ φτερά του κι’ ἔμεινε χεροδούλης καὶ ψωμοζήτης στὴ γῆ. Ψωμοζήτης μὰ πονόψυχος. Ἤξερα ποιὸς μοῦ ψαλίδισε τὰ φτερὰ καὶ ὅμως λυπόμουν νὰ τὸν διώξω. Μᾶς ἦρθαν δύσκολες χρονιές. Πάθαμε ζημιὲς στὰ ταξίδια. Ἂν ἤθελα νὰ χαλάσω τὴ συντροφιά, δὲ θὰ ἔπαιρνε ὁ Κάργας οὔτε τὸ ἀπόθεμα. Ἂς πάῃ νὰ χαθῇ! σκέφτηκα. Ὁ πατέρας μου τὸν ἔκαμε ἄνθρωπο· δὲν πρέπει ἐγὼ νὰ τὸν καταστρέψω.
— Τί λόγο εἶπες, βλάμη, τὸν ρωτάω τόρα.
— Τὸν εἶπα· μοῦ ἀπαντᾷ μὲ θυμό. Φοβᾶσαι μὴν ἀληθέψῃ; Μὴ φοβᾶσαι!…
— Μπά· τί νὰ φοβηθῶ; ψιθύρισα κάνοντας τὸν ἀδιάφορο. Μὰ γιατὶ νὰ εἰπῇς τὸν κακό σου λόγο;
— Τὸν εἶπα. Μὰ δὲ μοῦ λές. Ἀλήθεια παίρνεις τὸ Σμαρὼ γυναῖκα;
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντηση, ἔβγαλε ἕνα τσαλακωμένο χαρτί, σίμωσε στὸ φανὸ τῆς πυξίδας καὶ διάβασε τρεχάτα. «Τὸ Σμαρώ, παιδί μου, δὲν εἶνε γιὰ σένα. Ἡ Μαριὼ τοῦ Καπετὰν Τραχήλη τὴν ἀρρεβώνιασε μὲ τὸ γιό της τὸν προστάτη σου. Ἔπειτα μάθε καὶ τὴ δική μου συμβουλή. Μὴν ἁπλώνεις τὸ χέρι σου ἐκεῖ ποῦ δὲ φτάνεις. Τί ἔχεις νὰ κάμῃς ἐσὺ μὲ τὸ κορίτσι τοῦ καπετὰν Πανώργιου; Ἐκεῖνο εἶναι καραβοκυροπούλα καὶ δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ πάρῃ καραβοκύρη.»
— Τ’ ἀκούς! μοῦ λέει· δὲν εἶναι ψέμα, ἔ;
— Ὄχι βέβαια· δὲν εἶναι ψέμα, τοῦ ἀπάντησα ἥσυχος. Ξέρεις πῶς τὸ Σμαρὼ τ’ ἀγαποῦσα ἀπὸ τότε ποῦ εἴμαστε μικρὰ παιδιά.
— Καὶ γὼ τ’ ἀγαποῦσα· εἶπε κεῖνος. Καὶ γὼ ἀπὸ τότε τ’ ἀγαποῦσα καὶ τόρα τ’ ἀγαπῶ καὶ θὰν τ’ ἀγαπῶ ὅσο ζῶ καὶ ζεύω! Νὰ μὴν ἁπλόνω ἐκεῖ, ποῦ δὲ φτάνω! Καὶ γιατὶ δὲ φτάνω ἐγὼ στὸ Σμαρώ; Σὲ τί εἶσαι σὺ καλύτερος ἀπὸ μένα; Τ’ ἔχεις περσότερο; Καραβοκύρης ἐσύ, καραβοκύρης καὶ γώ. Ἴσα τὴν ἔχουμε τὴ σκούνα. Μισὴ καὶ μισή. Θὲς τόρα νὰ πάρω τὸ μπαλντᾶ καὶ νὰ τὴν χωρίσω στὴ μέσῃ;
Σηκώθηκε ἀγριοπρόσωπος, γύρισε τὰ μάτια του ζερβόδεξα, σὰν νὰ ζητοῦσε τὸ μπαλντᾶ νὰ χωρίσῃ στὴ μέση τὴ σκούνα. Εἶδα πῶς ἦταν νὰ πάρῃ τέλος ἡ κουβέντα μας. Ἤθελα ὅμως καὶ νὰ τὸν πειράξω λιγάκι.
— Τί τὰ θέλεις αὐτά· ψιθύρισα. Τὸ Σμαρὼ μὲ παίρνει γιατὶ μ’ ἀγαπᾷ.
— Σ’ ἀγαπᾷ! ἐκείνη σ’ ἀγαπᾷ!… Ἐσένα!… χμ!…
Νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια τὸν λυπήθηκα. Δὲν πίστευα πῶς ἀγαποῦσε τόσο τὸ Σμαρώ. Σὲ τέτοια διαστρεμμένη ψυχὴ δὲν πίστευα νὰ χωρῇ τόση ἀγάπη.
Γύριζα στὸ κάσαρο μὲ τὰ χέρια πίσω, συλλογισμένος. Ἄξαφνα νιώθω νὰ τραβᾷ κάποιος τὸ μουσαμᾶ μου. Στρέφω καὶ τὸν βλέπω νὰ μοῦ δείχνῃ κάτι μὲ τρεμάμενο χέρι ψηλὰ στὸ κατάρτι. Σήκωσα τὰ μάτια μου· ἀνατρίχιασα. Τὰ χαμήλωσα κι’ ἀνατρόμαξα. Τελώνιο ἦταν ἐκεῖ, λαμπυρίδα ὠχροκίτρινη, συχαμερὴ μύξα. Μὰ ὁ σύντροφος μὲ τὸ χαμογέλαστο πρόσωπό του, μοῦ φάνηκε φοβερώτερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανᾶς ἀπὸ κείνους ποῦ τελωνίζουν τὶς ψυχές! Ἄφηκε, εἶπα, τὸ σκοτεινό του θρόνο καὶ ἦρθε στὴ γῆ νὰ τελωνίσῃ καὶ τὴ δικὴ μου ψυχή.
— Καλὸ πνίξιμο! σφύριξε πάλι στ’ ἀφτιά μου. Καὶ πρὶν κουνηθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου ἔφυγε μακριά, τριποδίζοντας στὸ κατάστρωμα καὶ οὐρλιάζοντας σὰν τρισκατάρατος.
— Τὰ φῶτα!… Σβύστε τὰ φῶτα!… φώναξα εὐθύς.
Μὰ οἱ ναῦτες εἶχαν ἰδῆ τὰ Τελώνια καὶ πρόβαλαν στὸ κατάστρωμα μὲ ὅλα τὰ χάλκινα τὰ σκεύη τοῦ μαγεριοῦ. Ταψιά, τετζερέδες, λεβέτια, καπάκια ἔπαιζαν τόρα στὰ χέρια τους κι’ ἔβγαζαν σωστὸ δρολάπι ἀπὸ ἤχους καὶ φωνές. Νευρικὸ τὸ μέταλλο ἄστραφτε, οὔρλιαζε, τὰ στέρνα του ξέσκιζε ἄπονα, τρανολαλοῦσε μὲ πάταγο, ἔκραζε μὲ ρυθμό, ἔσπρωχνε κύματα ὀργῆς καὶ λύσσας νὰ κουρελιάσῃ τὸ στερέωμα. Κλαγγή, δοῦπος, στρίγγλισμα, κραυγή, θρῆνος σμιχτὰ ὅλα, περιπλεχτά, ὡρμοῦσαν ἐδῶθε-κεῖθε, τάραζαν τὸ σκαφίδι, λάμπαζαν τὴν ἄβυσσο. Τὰ Τελώνια ὅμως ἔμειναν σκαλωμένα στὴ θέση τους, περιφρονῶντας τὴν ταραχὴ καὶ τὸ θόρυβο. Τόρα δὲν ἦταν δυό, δὲν ἦταν τρία· ἦταν ἑκατὸ—χίλια. Τ’ ὠχροκίτρινο φῶς τους ἔφευγε περαδῶθε στὸ πλωριὸ κατάρτι, στὸ πρυμιό, στοὺς φλόκους, στὰ πινά, στὶς στραλιέρες· ἅπλωνε κι’ ἔσβυνε κινούμενο σὰν φίδι ποῦ ἔφαγε τὴ λαμπηδόνα. Καὶ πέρα βαθειά, στὸ σκοτάδι μέσα, ἄστραψε γοργά, ἄσπρισε ἡ θάλασσα καὶ τὰ πανιά μας, κεραυνὸς χύθηκε χαλκόστερνος καὶ τρανταχτός. Ἄτρομος ἀπαντοῦσε ὁ δαίμονας στὸν ψώφιο ἀλαλαγμό μας. Ἀπελπίστηκα.
— Τὸ γουροῦνι, παιδιά! τί τὸ φυλᾶτε τὸ γουροῦνι! φώναξα.
— Δὲ σκούζει, καπετάνιε! μοῦ λέει ὁ Μπίρκος.
Τρέχω κοντὰ τὸ κλωτσάω, τὸ σπρόχνω, τραβῶ τὶς τρίχες, τοῦ ξερριζώνω τ’ ἀφτιά. Τίποτα! Τὸ θρεφτό μας συμμαζωμένο στὴν πλώρη, κλινάφτικο, μὲ τὴ μουσούδα χωμένη σὲ μιὰ νεροκολοκύθα, ἔμενε ἀκίνητο ἀπάνω στὰ νερά του καὶ δὲν ἔβγαζε γρὺ ἀπὸ τὸ φόβο του. Καὶ τὸ ἀστροπέλεκο ἔλαμπε κι’ ἐβρόντα ὁλόγυρά μας, ἀριστερά, δεξιά, ἐμπρὸς καὶ πίσω μας γοργό, λὲς καὶ βιαζόταν νὰ κατακάψῃ τὰ σύμπαντα. Ἡ σκούνα κυματόδαρτη, ἀνεμοπαρμένη σπαρτάριζε σύγξυλη, λάγκευε τρελλὴ κι’ ἔτρεχε μπροστὰ νὰ ξεφύγῃ τὸν κίνδυνο. Κατάπλωρα τὸ Στρόμπολι ἀόρατο μέσα στὸ σκοτάδι, τίναζε κάθε λεφτὸ φλόγες θεόψηλες ἀπὸ τὸ ἀνήσυχο στόμα του, ξερνοῦσε πέτρες κόκκινες καὶ λάβα, ποῦ ροβολοῦσε ποτάμι πύρινο κάτω κι’ ἔβαφε αἷμα τὰ σκοτεινὰ νερά. Καὶ τὸ σκυλὶ τοῦ σύντροφου, τὸ ράθυμο καὶ μουλωχτό, ἀναμαλλιασμένο τόρα ἀπὸ τοὺς κλώτσους τῶν ναυτῶν καὶ τὸν τρόμο του, ἔκατσε μὲ πεῖσμα στὸ τσιμποῦκι καὶ οὔρλιαζε δείχνοντας σπαθιὰ τὰ δόντια του στὸν κεραυνό, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὸν φοβερίσῃ. Μὰ τὸ ψωμάκι, σάστισα. Πρώτη φορὰ ποῦ σάστισα στὴ ζωή μου.
— Βόηθα, τύχη τῆς Σμαρῶς· εἶπα μέσα μου.
Ἕνας βρόντος φοβερὸς ἔκοψε στὴ μέση τὸ στοχασμό μου. Βρῶμα καὶ θειάφι καὶ φῶς μὲ τύφλωσαν εὐθύς· ἔπνιξαν τὸν ἀνασασμό, ἔγδαραν τσιγκέλια τὰ στήθη μου. Τὸ ἀστραπόβολο ἔπεσε σούβλα πύρινη στὸ κατάστρωμα. Τετέλεσται! Ἡ καταραμένη εὐχὴ τοῦ Κάργα καὶ μὲ τὸ παραπάνω ἀκούστηκε. Καλὸ πνίξιμο! Πάει τόρα ἡ σκούνα, πᾶνε τὰ νιφιάτικα, πάει καὶ ὁ καψογαμπρὸς στὸν πάτο.
— Νὰ τὸ ἤξερες, καϋμένη μάνα, καὶ ν’ ἄναβες ἕνα κερὶ στὸν Ἅη Νικόλα! σκέφτηκα.
Τρέχω νὰ βρῶ τὸ δρόμο τοῦ ἀστραπόβολου, γυρίζω στὸ κατάστρωμα, πασπατεύω ἐδῶ, ψαχουλεύω ἐκεῖ· τίποτα δὲν βλέπω. Οἱ ναῦτες ὁλόγυρά μου μὲ τὰ χάλκινα σκεύη νεκρὰ στὰ χέρια τους, πανιασμένοι γύριζαν ἀρκουδίζοντας, ἔπιαναν τὰ σανίδια, ψηλαφούσανε τὶς κουπαστές. Ὅμως ἡ «Ἅγια Μαῦρα» σὰν νὰ μὴν αἰσθανόταν πληγῆ ἀπάνω της, λάγκευε ἀκόμη στὰ κύματα, ἔφευγε ἐπάνω στὸ ἡφαίστειο. Στὰ κατάρτια της ψηλά, στοὺς φλόκους, στὰ πινά, στὶς στραλιέρες τὰ Τελώνια ἔπαιζαν τὸ ὠχροκίτρινο φῶς τους. Καὶ ὁλόγυρα οἱ ἀστραπὲς καδένες ἔσχιζαν τὸ κατάμαυρο χάος, σὰν νὰ ἔστηναν φλογερὸ σύνορο στὸ δρόμο μας.
— Βαρᾶτε, μωρέ, καὶ μᾶς ἔπνιξαν! φωνάζω.
Ἄρχισε πάλι ὁ χαλκόστομος ἀλαλαγμὸς κάτω ἀπὸ τὰ κατάρτια. Ὅμως στὸ κάτασπρο φῶς μιᾶς ἀστραπῆς κάνω ἔτσι καὶ βλέπω τὸν Κριτσέπη, μὲ κερὶ τοῦ Ἐπιταφίου στὸ χέρι νὰ κυνηγᾷ ἀπὸ τὰ στράλια τὰ Τελώνια. Τὸ σίμωνε ἀπάνω τους, ἔφευγαν ἐκεῖνα· τὸ ἔπερνε, πάλι φανερώνονταν. Τὸ κρυφτὸ ἔπαιζαν μαζί του! Γυρίζω· βλέπω καὶ τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Μαῦρο φίδι μὲ δάγκωσε.
— Μωρέ, ποῦ ἄφηκες τὸ τιμόνι; τὸν ρωτῶ.
— Τὸ πῆρε ὁ καπετὰν Κάργας, μοῦ ἀπαντᾷ. Σύρε, λέει, νὰ ξεκουραστῇς λιγάκι.
— Στὸν Κάργα τ’ ἄφηκες! φωνάζω.
Καὶ τρέχω στὸ κάσαρο. Δὲν ἔκαμα δυὸ πηδήματα· κυλίστηκα κάτω ἀνάσκελα. Ὁ σύντροφος ἔκαμε τὸ θέλημά του. Μιὰ παρατιμονιὰ καὶ ἡ «Ἅγια Μαύρα» μας ἔσκασε ἀπάνω στὰ χάλαρα. Πηδῶ στὸ βράχο· τί νὰ ἰδῶ! Τὸ ἡφαίστειο σὰν πληγωμένος γίγαντας ἔχυνε ἀπὸ τὰ πλευρὰ ποτάμι τὸ αἷμα του καὶ ἀπαντοῦσε μὲ βρόντους στὸ στεναγμὸ τῆς σκούνας μας. Καὶ ἄξαφνα φοβεροὶ ἀποκλαμοὶ ἀφροκόκκινοι καὶ στοιχειωμένοι πρόβαλαν μέσ’ ἀπὸ τὶς πέτρες, κλείστηκαν ὁλόγυρα στὸ ξύλο καὶ ἔσυραν κάτω τὴν «Ἅγια Μαύρα» μὲ ὅλα τὸ κακοῦργα Τελώνια.
Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Λάμπρος Κάργας ὁ σύντροφος.