Τα ψηλά βουνά/Τα παιδιά φτιάχνουν δρόμους

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὰ παιδιὰ φτιάνουν δρόμους


20. Τὰ παιδιὰ φτιάνουν δρόμους.

Ὁ δρόμος δὲ γίνεται μόνο γιὰ λίγους ἀνθρώπους. Τὸν φτιάνουν λίγοι καὶ τὸν χαίρονται ὅλοι.

Ὁ δρόμος εἶναι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶναι γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸ φτωχό, γιὰ τὸν ἄρχοντα καὶ τὸ ζητιάνο.

Μὲ τὸ δρόμο ἕνα βουνὸ ἀνταμώνει μὲ τὸ ἄλλο βουνό, μιὰ πολιτεία δίνει τὸ χέρι στὴν ἄλλη.

Εἶναι δρόμοι στρωτοί, πλατιοί, καὶ ἴσοι σὰν τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Εἶναι δρόμοι στενοὶ καὶ δύσκολοι, ποὺ ἀνεβαίνουν τοὺς γκρεμούς, περνοῦν τὶς ρεματιὲς κι ἔρχονται στοὺς δροσεροὺς λόγκους.

Ἕνας τέτοιος δρόμος τοὺς ἔφερε δῶ, στὰ ψηλὰ βουνά! Ἀπὸ τότε κατάλαβαν τὰ παιδιὰ τί μεγάλο καλὸ εἶναι ὁ δρόμος.

Καὶ τώρα ποὺ ἐργάζονται νὰ φτιάσουν κι αὐτὰ κανένα δρόμο, δὲ βλέπουν τὴν ὥρα πότε νὰ τελειώση καὶ νὰ τὸν ἰδοῦν.

Βέβαια δὲν εἶναι δρόμος αὐτὸ ποὺ θὰ κάμουν, εἶναι μικρὰ μονοπάτια. Μὰ γιὰ τὴν κοινότητά τους αὐτὰ χρειάζονται. Δὲν εἶναι τάχα καὶ κεῖνα ἕνα ἔργο; Δὲ θὰ περάσουν κι ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπὸ κεῖ;

Λογάριασαν πρῶτα πὼς τοὺς χρειάζεται ἕνα μονοπάτι νὰ πηγαίνουν στοὺς βλάχους. Αὐτὸ εἶναι ὁ σπουδαιότερος δρόμος τους, γιατὶ ἀπὸ τοὺς βλάχους προπάντων τρέφονται.

Ἕνα ἄλλο μονοπάτι πρέπει νὰ πηγαίνη στοὺς λοτόμους, κι ἕνα ἄλλο, νὰ τοὺς βγάζη στὸ δρόμο τοῦ Μικροῦ χωριοῦ.

Ἄν καταφέρουν αὐτὰ τὰ τρία μονοπάτια, θὰ ἔχουν συγκοινωνία.


Πόσες δυσκολίες βρῆκαν! Χρειάστηκε νὰ παλέψουν μὲ τὴ γῆ σὲ πολλὲς μεριές· ἐκεῖ ποὺ ἤθελαν νὰ περάσουν τὸ δρόμο, ἔβγαιναν ἐμπρὸς οἱ ρίζες ποὺ πετοῦν μακριὰ μερικὰ δέντρα.

Τὶς ρίζες αὐτές, ποὺ ἦταν χοντρὲς καὶ δυνατές, προσπαθοῦσαν νὰ τὶς κόψουν, γιὰ νὰ μὴ σκοντάβουν τὴ νύχτα. Χρειάστηκαν πριόνι, τσεκούρι καὶ πολὺν κόπο.

Ἀλλοῦ ἀπάντησαν μιὰ μεγάλη κατηφοριά, ἀπὸ κεῖνες ποὺ φτιάνουν τὰ νερὰ τῆς βροχῆς.
Τὸ μονοπάτι ἔπρεπε νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Μὰ μόλις τὸ ἔφτιασαν καὶ πάτησαν ἀπάνω, σωριάστηκε τὸ χῶμα. Πῶς νὰ τὸ κάμουν στερεό;

Σκέφτηκαν νὰ στερεώσουν τὸ μονοπάτι μ’ ἕνα μικρὸ τοῖχο ἀπὸ κάτω. Γιὰ νὰ χτίσουν ὅμως αὐτὸ τὸν τοῖχο, χρειάστηκαν πολλὰ πράματα, ποὺ δὲν τὰ εἶχαν φανταστῆ: πρῶτα πρῶτα, μιὰ βαριά, γιὰ νὰ κόβουν τὶς πέτρες. Δὲν τὴν εἶχαν, κι ἔστειλαν πάλι στὸν προεστὸ τοῦ Μικροῦ χωριοῦ, παρακαλώντας νὰ τοὺς δώση κι αὐτή.

«Θὰ κάμετε καὶ ξερολιθιά;» ρώτησε ὁ προεστός. «Χαρά στὴν ἐπιμονή σας, παιδιά μου!» Μὲ τὴν ἐπιμονή τους ἔγινε καὶ ὁ τοῖχος καὶ τὰ δυὸ μονοπάτια.


Κοντὰ σ’ αὐτὰ ἔκαμαν καὶ λίγη δουλειὰ μέσα στὴν κοινότητα.

Ὅλη τὴν πλατεῖα ποὺ ἦταν στρωμένη ἀπὸ τὰ ξερὰ πευκόφυλλα, τὴν καθάρισαν ἀπ’ αὐτά. Πρῶτα γιὰ νὰ περπατοῦν εὔκολα, κι ἔπειτα γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸν κίνδυνο τῆς φωτιᾶς· γιατὶ οἱ ξερὲς βελόνες τῶν πεύκων καὶ πολὺ γλιστερὲς εἶναι καὶ πολὺ εὔκολα παίρνουν φωτιά.

Ἔκαμαν ἀκόμη ἕνα πεζούλι γύρω στὰ πεῦκα τῆς τραπεζαρίας, γιὰ νὰ τρῶνε ἀναπαυτικά.

Διώρθωσαν καὶ τὸ μονοπάτι ποὺ πάει στὴ βρύση.


Στὸ τέλος ἔρριξαν μιὰ ματιὰ στὰ ἔργα τους καὶ τὰ καμάρωσαν.

«Εἴμαστε οἱ πρῶτοι, συλλογίστηκαν, ποὺ κάνομε δῶ ἀπάνω συγκοινωνία».

Μὰ ἦταν ἀλήθεια οἱ πρῶτοι; Ὄχι. Πολὺ πρωτύτερα ἀπ’ αὐτοὺς τὰ γίδια εἶχαν ἀνοίξει μονοπάτια στὸ μέρος ἐκεῖνο, γιὰ νὰ πηγαίνουν ὅλα μαζί. Τὰ γιδόστρατα ποὺ ἔβλεπαν παντοῦ, ἦταν δρόμοι κοινοτικοί, καμωμένοι ἀπὸ τὸ κοπάδι, γιὰ νὰ εὐκολύνεται στὴ βοσκή.