Τα ψηλά βουνά/Ο λύκος

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ λύκος


58. Ὁ λύκος.

Ἀπὸ κάποιο μακρινὸ βουνὸ ξεκίνησε ὁ λύκος.

Ὅταν πείνασε πολὺ συλλογίστηκε:

«Σ’ ἕνα λύκο σὰν καὶ μένα, δὲν πάει νὰ κυνηγᾶ τὴν ἀλεπού. Πόσο θὰ ζήσω ἀκόμα; Ἕνα χρόνο, δύο; Πρέπει νὰ καθίσω τραπέζι σὲ μεγάλα τσελιγκάτα».

Νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὁ λύκος μας εἶναι λίγο ἡλικιωμένος· φέτος ἔκλεισε τὰ δεκατρία· γέρασε. Ἄλλαξε τὸ μαλλί του, μὰ τὴ γνώμη του καὶ τὴν κεφαλή του δὲν τὴν ἄλλαξε. Πάντα στὰ καλὰ κοπάδια εἶναι ὁ νοῦς του.

Χτὲς τὸ βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς ἔπεσε μέσα σὲ τρεῖς χιλιάδες ἄσπρα πρόβατα. Ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθῆ. Ξεκίνησε καὶ πάει νὰ τὰ βρῆ.


Πέρασε βουνὰ καὶ βουνά. Δάση ἀπὸ ἔλατα κι ἀπὸ πεῦκα, ἀπὸ καστανιὲς κι ἀπὸ ὀξυές.

Περπάτησε τὰ φαράγγια καὶ τὶς ράχες. Τράκ, τράκ, τράκ! τὸ πάτημά του χτυποῦσε δυνατά, σὰ νὰ ἦταν πεταλωμένος.

Τ’ ἀγρίμια, ποὺ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ τὸ περπάτημα, ἔτρεξαν στὴν τρύπα τους. Πρώτη ἡ ἀλεπού, καθὼς ἦταν ξαπλωμένη σὲ μιὰ πέτρα, ἔτρεξε καὶ χώθηκε στὸν τρίτο διάδρομο τῆς φωλιᾶς της.

«Γιὰ νὰ φεύγη ἡ ἀλεπού, εἶπε ὁ ἀσβός, κάποια μεγάλη δουλειὰ τρέχει»· καὶ μπῆκε σὲ μιὰ ξένη τρύπα ποὺ τὴ βρῆκε ἄδεια.

«Γιὰ νὰ φεύγει ὁ ἀσβός, εἶπε τὸ κουνάβι, δὲν εἴμαστε καλά. Κάποιος καλὸς κυνηγὸς θὰ βγῆκε ἐδῶ κάτω. Ἂς καθίσω, νὰ μὴν πάη τὸ τομάρι μου στὴν ἀγορά».

Μπῆκε μέσα στὸν κορμὸ ἑνὸς δέντρου ἑκατὸ χρονῶν. Ἐκεῖ ἦταν τὸ πατρικό του. Ἐκεῖ μέσα ἡ μάνα των τοὺς εἶχε δώσει τὸ καλὸ γουναρικὸ ποὺ φοροῦν αὐτὸ καὶ τ’ ἀδέρφια του.

«Δρόμο, δρόμο!» εἶπε ὁ σκαντζόχοιρος καὶ χάθηκε. Ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο του δὲν πρόφτασε οὔτε νὰ τιναχτῆ· μέσα στ’ ἀγκάθια του ἔσερνε πολλὰ ξερὰ φρύγανα.

Μόνο ἡ νυφίτσα δὲν τρύπωσε ἀκόμη. Ἔτρεχε στὰ κλαριὰ μιᾶς θεόρατης καστανιᾶς σὰ νὰ ρωτοῦσε: «τί εἶναι; τί τρέχει;»

Δὲν μπορεῖ ἡ νυφίτσα νὰ ζήση, ἂν δὲ μάθη ὅλα τὰ νέα. Κοίταξε παντοῦ μὲ τὶς γυαλιστερὲς χαντρίτσες τῶν ματιῶν της, μὰ κανεὶς δὲ βγῆκε νὰ τῆς πῆ τίποτα. Κι ἡ πιὸ φλύαρη νυφίτσα εἶχε κρυφτεῖ.

«Γιὰ νὰ κρυφτοῦν ὅλες οι γειτόνισσες, συλλογίστηκε, θὰ πῆ πὼς κάτι σοβαρὸ τρέχει. Ἂς πᾶμε, μὴν ἔρθουν τίποτα σκάγια».

Ἀπάνω σ’ ἕνα ψηλὸ κλῶνο κάθισε ἀκίνητη, καὶ μαζεύτηκε ἔτσι ποὺ νὰ φαίνεται ἕνα μὲ τὸ κλαδί.


Ὁ λύκος ὅλα αὐτὰ τὰ καταλάβαινε. Ὁ ἀέρας τοῦ ἔφερνε τὴ μυρουδιὰ τῶν ἀγριμιῶν ποὺ ἔφευγαν. Εἶδε καὶ τὰ χνάρια μερικῶν, καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του.

«Ἔννοια σας, εἶπε, καὶ δὲ βγῆκα γιὰ σᾶς. Πάω γιὰ καλὸ τραπέζι. Γιὰ ἕνα λύκο ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του τρεῖς χιλιάδες πρόβατα, δὲν ἀξίζετε τίποτα»· καὶ προχώρησε.

Ἡ πείνα του μεγάλωσε. Ἡ δίψα του γιὰ αἷμα ἀκόμη περισσότερο. Ἀκόνιζε τὰ δόντια του· ἔκοβαν σὰν τὸ καλύτερο μαχαίρι· ἦταν ἕτοιμος.

Μέσα στ’ ἄσπρα πρόβατα ἄρχισε νὰ ὀνειρεύεται τώρα κι ἕνα μαῦρο στὴ μέση. Ἕνα μὲ χαϊμαλί. Μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ λάγιο ἀρνί. Ἔτσι, σὲ κάποιο πρόβατο χαϊδεμένο ἀπὸ τὸν τσέλιγκα ἤθελε νὰ πέση.


Ἀφοῦ περπάτησε πενήντα χιλιόμετρα, ἔφτασε στὰ Τρίκορφα. Σταμάτησε εὐχαριστημένος. Ἄκουσε τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ κοπάδια τοῦ Γεροθανάση: «Μπράβο Θύμιο» εἶπε, γιατὶ τὰ γνώρισε τίνος εἶναι.

Στὴν καλύτερη ὅμως στιγμή, τὴ στιγμὴ ποὺ ἑτοιμάστηκε νὰ χιμήξη, ἔξαφνα εἶδε δυὸ ξαδέρφους του μπροστά· τὸ Μοῦργο καὶ τὸν Πιστό. Οἱ δυὸ αὐτοὶ μαντρόσκυλοι τοῦ Γεροθανάση πήδησαν ἀπάνω του· μιὰ τουφεκιὰ ἀκούστηκε, δεύτερη, τρίτη.

Φώναξαν οἱ τσοπάνηδες, τὸ κοπάδι ἀναταράχτηκε, σκύλοι γάβγιζαν μακριά, ἡ ταραχὴ ἁπλώθηκε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη.


«Ξαδέρφια, ἔρχομαι ἀπὸ ξένον τόπο, εἶμαι πεινασμένος καὶ δὲ θὰ φύγω!»

Αὐτὰ θὰ ἔλεγε ὁ λύκος στοὺς ξαδέρφους του τοὺς σκύλους, ἂν ἤξερε πὼς ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια. Μὰ ἐπειδὴ ξέρει πὼς δὲν παίρνουν, ἑτοιμάστηκε. Ὅποιος μείνη ζωντανός.

Τότε ἄρχισε τὸν πόλεμο καὶ μὲ τοὺς δυό. Ἀπάνω στὸ σβέρκο του ἕνιωσε σὰ μαχαίρια τὰ δόντια τῶν σκύλων. Μὰ κι αὐτός, ξεφεύγοντας, χύθηκε νὰ τοὺς ἁρπάξη ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος. Κυλισμένοι κάτω, φαίνονται σκύλοι κι οἱ τρεῖς· καὶ πάλι φαίνονται λύκοι καὶ οἱ τρεῖς.

Ὁ λύκος εἶχε νὰ κάμη μὲ δυό. Ἔπρεπε νὰ σκοτώση ἕναν ἀπὸ τοὺς δυό, νὰ μείνη μ' ἕνα, ὕστερα νὰ νικήση κι αὐτόν, καὶ νὰ ὁρμήση στὰ πρόβατα. Γιατὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὰ συλλογίζεται μέσα στὶς δαγκωματιές.


Κι ἀλήθεια ὁ ἕνας σκύλος, ὁ Πιστός, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κρατήση πολὺ στὴ μάχη. Ἔφαγε μιὰ φοβερὴ δαγκωματιὰ στὴν κοιλιά. Τὸ αἷμα ἔτρεχε, ὁ Πιστὸς δάγκανε ἀκόμη, ἡ δύναμή του ὅμως ὅσο πήγαινε καὶ λιγόστευε.

Μὰ νά, ἕνας ἄλλος φοβερὸς μαντρόσκυλος, ὁ Κίτσος, ἔφτασε ἀπὸ κάτω, γιὰ νὰ βοηθήση τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς τοῦ ρίχτηκε μὲ περισσότερη λύσσα. Τώρα ἦταν ἕνας μὲ τρεῖς.

Πολέμησε καὶ μὲ τοὺς τρεῖς· δὲν ξέχασε πὼς εἶναι λύκος. Μὰ ἦταν πολὺ δυνατοί. Εἶναι πιστοί· μῆνες, ὁλόκληρο χρόνο τὸν περιμένουν· τόσες νύχτες γάβγισαν γι’ αὐτόν.


Ὁ λύκος δὲν μπόρεσε νὰ σταθῆ σὲ τρεῖς ἐχθροὺς ἑνωμένους. Εἶχε μιὰ πληγὴ μεγάλη στὸ σβέρκο, εἶχε σκισμένο τὸ δεξὶ πλευρό, κι ἄλλες πληγὲς μικρότερες στὸ κεφάλι, στὰ πόδια καὶ στὴν οὐρά.
Καὶ ὅμως κατώρθωσε νὰ τοὺς ξεφύγη. Σὲ μιὰ στιγμὴ μάζεψε ὅλη του τὴ δύναμη καὶ τινάχτηκε μακριά.

Ὥρμησαν οἱ σκύλοι ἀπὸ κοντά, τὸν ἅρπαξε ὁ ἕνας, μὰ πάλι ὁ λύκος ἔμεινε μοναχός του, καὶ χάθηκε.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ σκύλοι τὸν κυνηγοῦν. Ὁ Πιστὸς ἔπεσε στὸ δρόμο· οἱ ἄλλοι δυὸ τρέχουν κοντὰ στὸ λύκο. Τὸν ἴδιο δὲν τὸν βλέπουν, ἀκοῦν ὅμως τὸ περπάτημά του ἢ νιώθουν τὴ μυρουδιά του. Τὸν πηγαίνουν ἀπὸ ράχη σὲ ράχη.

Ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα τὸν κυνηγοῦσαν οἱ σκύλοι, οἱ τουφεκιές, οἱ φωνὲς τῶν τσοπάνηδων.

Καὶ τόση ἦταν ἡ ταραχή, ποὺ τὰ παιδιὰ ἔχασαν τὸν ὕπνο τους. Εἶχαν καταλάβει πὼς ἐκεῖ κοντὰ ἦρθε τὸ πιὸ μεγάλο ἀγρίμι ποὺ εἶναι στὸ δάσος. Τέσσερα πέντε παιδιά βγῆκαν κι ἄναψαν ἀπέξω ἀπὸ τὶς καλύβες μιὰ μεγάλη φωτιά, μὲ προσοχὴ νὰ μὴν πεταχτῆ καμιὰ σπίθα στὰ δέντρα. Ἔχουν ἀκούσει πὼς ὁ λύκος φοβᾶται τὴ φωτιά. Ἔπειτα ὅμως τοὺς ἔφυγε κάθε φόβος μὲ τὸ ἀδιάκοπο γάβγισμα ποὺ ἄκουαν. Αὐτὸ ἔδειχνε πὼς ὑπάρχουν σκύλοι πιστοὶ καὶ δυνατοί, ποὺ κυνηγοῦν τὸν ἐχθρό.


Τὰ χαράματα μπόρεσε ὁ λύκος νὰ σταθῆ μέσα στὰ ἔλατα. Ἦταν κουρασμένος κι ἀγκομαχοῦσε. Ἦταν πληγωμένος καὶ νηστικός.

Ἄλλα ὠνειρεύτηκε κι ἄλλα βρῆκε. Ὡστόσο, ἐπειδὴ δὲν πρέπει σὲ λύκο νὰ παραπονιέται, ἔγλειψε τὶς πληγές του καὶ τράβηξε νὰ βρῆ καλύτερη τύχη.