Τα ψηλά βουνά/Καταστροφή στα κουλούρια του Φουντούλη
←Τὰ παιδιὰ κοιτάζουν τὸ νερὸ τῆς Ρούμελης | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Καταστροφὴ στὰ κουλούρια τοῦ Φουντούλη |
Τὰ μουλάρια ξέρουν ποῦ θὰ φᾶνε οἱ ταξιδιῶτες→ |
7. Καταστροφὴ στὰ κουλούρια τοῦ Φουντούλη.
Ὁ Φουντούλης πηγαίνει ἀπάνω στὸ μουλάρι του σὰ φορτωμένος κι ὄχι σὰν καβαλάρης. Εἶναι ὅμως πολὺ συλλογισμένος. Κανένας δὲ μιλεῖ γιὰ φαγητό, κι ἡ ὄρεξη τοῦ Φουντούλη ἔχει σημάνει μεσημέρι πολλὲς φορές.
Ἔχωσε τὸ χέρι μέσα στὸ σακούλι του καὶ ἀπάντησε κατιτί. Τέτοιο εὐχάριστο ἄγγιγμα τὸ εἶχε νιώσει µόνο μιὰ φορά, ποὺ ἔπιασε αὐγὰ φωλιᾶς.
Ἦταν τὰ κουλούρια ποὺ τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ μητέρα του, μὲ τὴ συμβουλὴ νὰ τὰ τρώη φρόνιμα, δηλαδὴ δύο κάθε πρωί.
Ἅμα τ’ ἄγγιξε ὁ Φουντούλης, κατάλαβε πὼς ἡ ζωή τους ἦταν λίγη.
Ἔφαγε δυό. «Ἂς φᾶμε, εἶπε, ἄλλα δυό. Τί φρέσκος ἀέρας!» Ἔγιναν τέσσερα. Σὲ λίγο ἕξι. Τώρα ἔχει χώσει πάλι τὸ χέρι στὸ σακούλι καὶ χαϊδεύει ὅσα μένουν.
«Πότε θὰ φᾶμε;» ρώτησε τὸν ἀγωγιάτη.
Ὁ κὺρ Στέφανος ἄκουσε, καὶ γυρίζοντας ρώτησε τὰ παιδιά:
«Ποιὸς εἶναι κεῖνος ποὺ πείνασε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους καὶ δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθῆ;»
Ὅλη ἡ συντροφιὰ γύρισε καὶ κοίταξε τὸ Φουντούλη· ἐκεῖνος ἔκανε πὼς κοιτάζει κάτω καὶ θαυμάζει τάχα τὸ νερό. Καὶ σὰ νὰ ντράπηκε, ἔβγαλε τὸ χέρι του ἀπὸ τὰ κουλούρια. Ἔμεινε ὅμως µέσα στὸ σακούλι ὁ νοῦς του.