Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τα ψηλά βουνά/Η βλαχοπούλα μιλάει στα παιδιά

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἡ βλαχοπούλα μιλεῖ στὰ παιδιὰ


15. Ἡ βλαχοπούλα μιλεῖ στὰ παιδιά.

Τὰ παιδιὰ κάθισαν στὸ χράμι ποὺ τοὺς ἔστρωσε ἡ Ἀφρόδω ἀπάνω στὴν κασέλα. Εἶχε ζωγραφιὲς αὐτὴ ἡ κασέλα καὶ φαίνεται πὼς ἦταν ἡ καλὴ καλή.

Ἀλλιῶς θὰ τὰ ἔβαζε τὰ παιδιὰ νὰ καθίσουν στὴν ἄλλη ποὺ βρισκόταν πάρα πέρα, μὰ ποὺ ἦταν μαύρη καὶ παλιά· τῆς κυρούλας ἴσως.

Ἡ Ἀφρόδω ἔμενε ὄρθια, κι ἐνῶ ἡ ρόκα της ἔγνεθε καὶ τὸ ἀδράχτι της γύριζε, μιλοῦσε στὰ παιδιά.

Ρώτησε τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο ἄν εἶχαν ἀδερφή, πόσων χρονῶν εἶναι καὶ ποιὸ εἶναι τ’ ὄνομά της.

Ὕστερα τὰ παιδιά τὴ ρωτοῦσαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ πρόβατα, γιὰ στάνες καὶ γιὰ βουνά. Κι ἡ Ἀφρόδω γνέθοντας τοὺς ἱστόρησε τὴ ζωὴ τῶν βλάχων στὰ βουνὰ καὶ στὰ χαμηλώματα, τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ χειμῶνα.


Χίλια πράματα ἔμαθαν ποὺ δὲν τὰ εἶχαν ἀκούσει. Πῶς χιλιάδες πρόβατα καὶ γίδια δίνουν τὸ γάλα, τὸ τυρί, τὸ βούτυρο, τὸ μαλλὶ καὶ τὸ κρέας τους γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος.
Τὰ κοπάδια εἶναι εὐτυχισμένα ὅπου βρίσκουν βοσκή. Μὰ ὄχι καὶ κεῖνοι ποὺ τὰ βόσκουν.

Οἱ βλάχοι περνοῦν σκληρὴ ζωή! Πολεμοῦν μὲ τοὺς βαριοὺς χειμῶνες, μὲ τοὺς βράχους, μὲ τὰ ποτάμια.

Ταξιδεύουν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἀπὸ ψήλωμα σὲ χαμήλωμα. Σήμερα στήνουν τὴν καλύβα ἐδῶ, αὔριο πέρα μακριά, ὅπου εἶναι χορτάρι καὶ κλαρί. Ἀθεμέλιωτα εἶναι τὰ σπίτια τους καὶ δὲν μπορεῖς νὰ στήσης τίποτα μέσα.

Ὅλες οἱ δουλειὲς ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ· βοσκή, γνέψιμο, ἄρμεγμα, ζύμωμα, τάγισμα τοῦ κοπαδιοῦ. Ὕπνος λίγος· ξαγρύπνια, νυχτοπερπάτημα.


Αὐτὰ διηγόταν ἡ Ἀφρόδω.

Μὰ ἐνῶ τὰ ἔλεγε ὀρθή, κοιτάζοντας τὴ ρόκα καὶ κλωσταίνοντας τὸ μαλλί, τόσο χαριτωμένο χαμόγελο εἶχε, ποὺ δὲν ἔμοιαζαν μὲ βάσανα.

«Δὲν ἀφήνεις τὰ πρόβατα, εἶπε ὁ Φάνης, νάρθης κάτω μὲ τὰ δικά μας τὰ κορίτσια;»

Ἡ Ἀφρόδω γέλασε καὶ ἀπάντησε πὼς δὲν τ’ ἀφήνει γιὰ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Ἐδῶ εἶναι ἡ γενιά της, ἀδέρφια, πατέρας, μάνα, γαμπροί, παπποῦδες· τὰ γεροθανασαίικα, ποὺ λέει ὁ λόγος. Μὰ ὄχι μόνο τοῦτο, ἔχει κι ἄλλο συγγενολόγι.

«Ἔχω συγγένεια, εἶπε, μὲ κάθε δεντρί... Ἐδῶ γίναμε ἕνα κλαριὰ καὶ βλάχοι, τόσον καιρὸ μαζί. Ἀντάμα μεγαλώνομε, ἀντάμα βρεχόμαστε καὶ χιονιζόμαστε, μαζὶ παίρνομε τὸν ἥλιο. Ἔχουν καὶ κεῖνα χάδι καὶ χαϊδεύουν, φωνὴ καὶ λαλοῦνε· δὲν ἀκοῦς ἅμα τὰ φυσάει ἀέρας! Καὶ τὰ μικρὰ ποὺ εἶναι σὰν τ’ ἀδέρφι μου τὸ Λάμπρο, καὶ τὰ μεγάλα ποὺ μοιάζουν τοῦ παπποῦ, ὅλα μὲ γνωρίζουν, ὅπως γνωρίζουν κι ὅλους τοὺς βλάχους, ὅλη τὴ γενιά.

»Ἑκατὸ πρόβατά μας ἀποκοιμίζει στὸν ἴσκιο του τὸ μεσημέρι ἕνας πεῦκος ἐκεῖ κάτω. Αὐτὰ ἔχομε συντρόφους κι ἐμεῖς. Τὴν ἡμέρα τὰ δέντρα καὶ τὸ βράδυ τ’ ἀστέρια ποὺ μᾶς φέγγουν γιὰ τὴ βοσκή».


Πολὺ μαλλὶ ἀπὸ τὴ ρόκα τῆς Ἀφρόδως ἔγινε νῆμα καὶ πῆγε στὸ ἀδράχτι μὲ τούτη τὴν κουβέντα. Καὶ πάλι ἔγνεθε γιὰ νὰ μὴ χάνη καιρό.
Κάπου κάπου ἔλεγε καμιὰ λέξη ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν τὴν καταλάβαιναν ἀμέσως, μόνο ἀπὸ τὸ νόημα. Ἔλεγε τὰ πρόβατα πράτα, τὸ ροῦχο σκτί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μάτα καὶ τὰ γίδια τὰ ἴδια. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲ θυμοῦνται καμιὰ κοπέλα νὰ τοὺς μίλησε ποτὲ μὲ τόση ὀμορφιά.

Κι ὅταν βγῆκε ἔξω μιὰ στιγμή, γιατὶ ἄκουσε τὰ πατήματα τοῦ παπποῦ, θυμήθηκαν τὰ λόγια της πὼς ἔχει συγγένεια μὲ τὰ δέντρα. Ἦταν ἀλήθεια σὰ δεντρί!