Τα ψηλά βουνά/Απόδειπνο
←Ὁ ἑσπερινὸς | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Ἀπόδειπνο |
Λειτουργία→ |
73. Ἀπόδειπνο.
Τὸ βράδυ μετὰ τὸ φαγητὸ οἱ αὐλόπορτες τοῦ μοναστηριοῦ ἔκλεισαν μὲ βαριὰ σίδερα. Μὰ πάλι χτύπησε ἡ καμπάνα.
«Εἶναι ἄλλος ἑσπερινὸς αὐτὸς» εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος στὰ παιδιά. «Εἶναι τὸ ἀπόδειπνο».
—«Δὲν τὸ ἔχομε στὶς δικές μας ἐκκλησιές» εἶπε ὁ Φάνης.
—«Στὸν κόσμο αὐτὰ δὲ γίνονται» εἶπε ὁ ἡγούμενος· «στὰ μοναστήρια ὅμως εἶναι ἀλλιῶς κανονισμένο. Ἐμεῖς οἱ καλόγεροι μιὰ δουλειὰ ἔχομε, τὴν προσευχή».
Πάλι οἱ καλόγεροι μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, ὅλοι, ὡς κι ὁ πατερ-Ἰωσήφ.
Στὸ στασίδι ἕνας καλόγερος διάβαζε ψαλμοὺς ὥρα πολλή...
Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν κατασκότεινη. Ἄλλο φῶς δὲν εἶχαν μέσα παρὰ μόνο ἕνα κερί, ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε ὁ καλόγερος γιὰ νὰ βλέπη στὸ βιβλίο.
Καθὼς διάβαζε, τὰ παιδιὰ ἔβλεπαν τὴν ὄψη του νὰ φέγγη ἀπὸ τὸ κερὶ μὲ κόκκινο καὶ ζωηρὸ φῶς, σὰ νὰ καίγεται.