Τὰ ’μάτια ’παινεθήκανε καὶ εἶπαν στὸ κορμὶ
’περηφανεμμένα.
Ὡσὰν ἑμᾶς δὲν ’βρίσκεται μ’ ἀξία καὶ τιμὴ
ὄργανο κανένα.
Χωρὶς λαδάκι φέγγουμε χωρὶς καμμιὰ τροφή
’δὼ καὶ τόσον τόπον.
καὶ βλέπει χίλια πράμματα, ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν στραφῇ,
ἡ ὄψη τῶν ἀνθρώπων.—
Τ’ ἀκοῦσαν καὶ ’πειράχθηκαν καὶ εἶπαν μὲ τρελὴ
τὰ αὐτάκια βία.
—Ματάκια, μὴν ’παινεύεσθε, καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ ἡ βλέψη σας, ἀφοῦ δὲν διαπερνᾷ
οὔτε ἕνα τοῖχον;
Ἑμᾶς ἂν ἔχ’ ὁ ἄνθρωπος, ’ως καὶ στὰ σκοτεινὰ
’ξεύρει κάθε ἦχον.—
Τ’ ἀκοῦσαν καὶ ’πειράχθηκαν καὶ εἶπαν μὲ τρελὴ
τὰ χεράκια βία.
—Αὐτάκια, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ ν’ ἀκούῃ τις ἤχους περιττούς,
νὰ θωρῇ τ’ ἀστέρια;
Αὐθέντας πά στὰ πράγματα τοὺς κάμνουν τοὺς θνητοὺς
μοναχὰ τὰ χέρια.—
Τ’ ἀκοῦσαν καὶ ’πειράχθηκαν καὶ εἶπαν μὲ τρελὴ
τὰ ποδάρια βία.
—Χεράκια, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ τὸ πιάσιμο, τὸ χέρι πῶς ἀρκεῖ
διὰ κυριάρχη;
Γι’ αὐτόν, ἂν δὲν τὸν φέρωμεν ἑμεῖς ἐδῶ κ’ ἐκεῖ,
κόσμος δὲν ὑπάρχει.—
Τ’ ἀκούει καὶ πειράζεται καὶ λέγει μὲ βουλὴ
τὸ κεφάλι κρύα.
—Ποδάρια, μὴν ’παινεύεσθε, καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ ἡ κίνηση ποῦ πέρνει μοναχὴ
τ’ ἄψυχο τὸ σῶμα;
Ἂν λείψῃ μιὰ διεύθυνση σ’ αὐτὸ ἀπ’ τὴν ψυχή,
σπαρταρᾷ στὸ χῶμα.
Τ’ ἄκουσ’ αὐτὰ καὶ ’γέλασε καὶ εἶπε μὲ καλὴ
τὸ κορμὶ καρδία.
— Καϋμένα, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνᾷ πολὺ
ἄλλος στὴν ἀξία.
Θεὸς ἂν δὲν σᾶς ἔπλαττε σ’ ἐμένα κολλητά,
καὶ μὲ τέτοια δῶρα,
θὰ ἦσθε σεῖς; Θὰ ἤσανε τὰ ἔργα σας αὐτά,
ποῦ καυχιέσθε τώρα;
|