Αισώπου Μύθοι/Τέττιξ και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Τέττιξ καὶ ἀλώπηξ |
Τέττιξ ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου ᾖδεν. Ἀλώπηξ δὲ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. Ἄντικρυς στᾶσα ἐθαύμαζεν αὐτοῦ τὴν εὐφωνίαν, καὶ παρεκάλει καταβῆναι, λέγουσα ὅτι ἐπιθυμεῖ θεάσασθαι πηλίκον ζῷον τηλικαύτην φωνὴν φθέγγεται. Κἀκεῖνος ὑπονοήσας αὐτῆς τὴν ἐνέδραν, φύλλον ἀποσπάσας καθῆκε. Προσδραμούσης δὲ ὡς ἐπὶ τὸν τέττιγα, ἔφη· «Ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ αὕτη, εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι· ἐγὼ γὰρ ἀπ’ ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι ἀφ’ οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην.»
Ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πέλας συμφοραὶ σωφρονίζουσι.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα τζιτζίκι τραγουδούσε πάνω σε ένα δέντρο. Μιά αλεπού ήθελε να φάει το τζιτζίκι, δέν είχε άλλο τρόπο, μόνο στάθηκε κάτω απο το δέντρο και θαύμαζε τη φωνή του τζιτζικιού, έπειτα είπε: "μα κατέβα κ να σε δώ! Ένα ζώο με τέτοια ωραία φωνή κ να μή μπορώ να το δώ; Θα πρέπει να είσαι κ στην όψη υπέροχος, όπως κ στη φωνή!". Το τζιτζίκι τότε έρριξε κάτω απο το δέντρο ένα φύλλο, κ η αλεπού νόμισε οτι ήταν το τζιτζίκι που κατέβηκε, το έπιασε με μιά κίνηση, αλλα είδε οτι ήταν φύλλο, κ είπε: "μα αυτό είναι μόνο ένα φύλλο, δέν είσαι εσύ!" - "τί περίμενες, εγώ ο ίδιος να κατέβω;" είπε το τζιτζίκι. "μή μου λές πως δέν έχεις ξαναδεί τζιτζίκι! Κ εσύ με ξέρεις κ εγώ σε ξέρω! Γιατί, μέσα στα κόπρανα των αλεπούδων έχω δεί φτερά τζιτζικιών".