Τ' όμορφο το χωριό
Τ' όμορφο το χωριό Συγγραφέας: Από τη συλλογή Η μαζώχτρα και άλλες ιστορίες |
Τ’ άκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από τ’ αντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που του ’κρυβε το χωριό και δεν τον άφηνε να δει από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ν’ αντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινότερα. Και το είχε καημό στα δεκάξι του χρόνια που δεν τον αφήνανε να πεταχτεί και να πάει να το σεργιανίσει ή μονάχος του ή και με σύντροφο, τώρα που ήταν κι ο δρόμος αμαξωτός· παρά μόλις ύστερ’ από μήνες και μήνες παρακάλια έστερξαν οι γονιοί του να ξεκινήσει με το νονό του, που είχε φίλους εκεί και συχνοπήγαινε για να τους βλέπει.
Μέτρο δεν είχε τότες η χαρά του Παυλή. Μήτε στον Άγιο Τάφο να πήγαινε. Κι άξιζε στ’ αλήθεια να ονειρεύεται τ’ όμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, ήταν κι οι κάτοικοι του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνίσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώσει μήτε να λουλουδίσει δε δύνουνταν.
Ξεκίνησε Παυλής και νονός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώσει το κάμα. Περπατάμενοι κι οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε.
Στο μισό το δρόμο, κατά την Αγία Λεμονή, ρημοκλήσι ανάμεσα στα δυο τα βουνά (ήτανε δυο τα βουνά, και όχι ένα καθώς φαίνουνταν από μακριά) μέσα στις λυγαριές, τις ασπαρτιές και τα μύρα, άνοιξαν το ζεμπίλι και τσίμπησαν κάτι δίπλα σε κρύα βρυσούλα.
Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίσει και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τ’ όμορφο το χωριό, ρωτώντας το νονό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.
— Άλλη μισή ώρα και θα προβάλει το χωριό σαν κοπέλα μπροστά μας.
Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνίσια εκείνα τα μέρη.
— Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανεί το χωριό, λέει ο νονός του Παυλή.
Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα. Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στ’ ακρογιάλι τ’ όμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσής στα σπίτια εκείνα—παράξενο θάμα!—βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ωστόσο μεγαλείο που σ’ έκαμνε και τόνε σεβούσουνα. Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο.
Τ’ άκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε. Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανη του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.
Στάθηκε ο Παυλής και τήραγε την τόση τη χάρη, τήραγε το χωριό, τον κάμπο, το πέλαγο, και τα δυο τα ρημονήσια, τις βαρκούλες και τα περάματα στα βάθια του κόρφου, και του φάνηκαν όλα σαν κόσμος καινούργιος, και το καίγουνταν που δεν ήρθε πρωτύτερα να τον ανακαλύψει αυτόν τον καινούργιο τον κόσμο, και το παραξενεύουνταν, πώς γίνεται να πηγαινοέρχουνται τόσοι και τόσοι από τ’ όμορφο το χωριό, και να μην έρθει κανένας τρελαμένος από τα μάγια του και με το ζόρι να τους πάρει και να τους δείξει τ’ όμορφο το χωριό!
Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ’ αχόρταγη δίψα. Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεργιανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, τ’ αμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ’ ανθρώπινο χέρι, άλλα, σα να τα ’βαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζει τους αμαρτωλούς από κάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργίες—τα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θ’ ανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήσει κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κι ήταν κι οι δυο τους αποσταμένοι. Τραβήξανε λοιπόν κατά το φόρο, και κει πέρα σε φιλικό μαγαζί καθίσανε να ξεκουραστούν και να δροσιστούνε με το κρυόνερο που ’τρεχε στη μέση του φόρου, πρι να ξεκινήσουν κατά το σπίτι του αρχόντου του Μαυρουδή που τους είχε προσκαλεσμένους.
Σαν αποξεκουράστηκαν και δηγήθηκε στους χωριανούς ο νονός τα νέα που διάβασε στην Αμάθεια (έτσι την έλεγε την «Αμάλθεια»), σηκώθηκαν και τράβηξαν κατά του κυρ-Μαυρουδή.
Ήταν το σπίτι αυτό από την άλλη την άκρη σε ξέχωρο μέρος, με πατώματα όχι πιότερα από δυο, μα αερικό, ολόδροσο, αυλή μαρμαρόστρωτη μέσα, παράθυρα και θύρες ορθάνοιχτες από κάθε μεριά, που οπόθε κι αν κοίταζες έβλεπες το λαχταριστό περιβόλι.
Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε τ’ άργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ-Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νονός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.
Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ-Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τόνε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του. Η γυναίκα του θα πείτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάνα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάνα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή. Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλιο του εκείνο τήνε σκότωνε.
Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κι η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγιναν τ’ ανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τ’ όμορφο εκείνο τ’ αγόρι. Αυτού απάνω στραβομουριάζει η Μαυρουδού και τραβιέται μέσα, τάχα να φέρει το δίσκο. Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφές. Κατόπι άνοιξαν απέραντες ομιλίες οι γέροι για τα δημοτικά τους, φόρους, κρίσες, διαθήκες, το ’να, τ’ άλλο, και σ’ αυτό το μεταξύ ξαναμπήκε η γριά να δώσει χέρι στις παρακόρες, να γίνει της ανθρωπιάς το φαΐ. Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβει γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιότερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.
Τους κοίταζε ο κυρ-Μαυρουδής από την πεζούλα κι έλεγε του νονού.
— Να ζευγάρι για προξενιά! Ένα λόγο από τη μάνα του, και με πιάνεις.
— Μα δε βλέπεις, κυρ-Μαυρουδή, τι μωρό που είναι ακόμ’ αυτός;
Κι ήτανε στ’ αλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας ήτανε και δεκάξι.
Η μικρή σβέλτα, γελαστή, και μισωριμασμένη σαν την αγορίδα ό,τι φουσκώνει, του λαλούσε και του γλυκογελούσε με μάτια όσο μαύρα, τόσο και λαμπερά. Ο ξανθουλός όμως, ο ντροπαλός ο Παυλής, την κοίταζε σα να ήταν αυτός κορίτσι, κι άμα της ξανοίγουνταν κρυφόβλεπε και τους γέρους, μην τύχει και δεν το ’κριναν εύλογο να παρακουβεντιάζει με τη μικρή.
Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά τ’ απάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ’ αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα. Τ’ αντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώσει, πετάει η μάνα της από το παράθυρο μια φωνή.
— Να ’ρθεις μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα!
Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο.
Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλώσουνε τη μικρή, τι να κάμει, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους. Σα να μην ένοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρω το σπίτι να δει και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τ’ ατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει από πάνω κλάματα και φωνές. Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικίσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα.
Ήταν η μάνα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο.
Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τ’ ακούγει το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τα ’σκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος. Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και το ’κλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξαιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξει φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.
Σαν πέρασαν τα κλάματα κι οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα.
Φωνάζει άξαφνα ο νονός του, πού γυρίζει μέσα στον ήλιο. Σφουγγίζει τα μάτια, του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά τ’ απάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δει; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανεί. Εκείνος ωστόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα.
Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαΐ. Τραπέζι μουσαφίρικο. Έβγαλε ο κυρ-Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερα-Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάνας της, ο Παυλής κι ο νονός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρυα στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάνας της την όψη τη σοβαρή. Δεν πολυβάσταξε ωστόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνει στα νερά του ο γέρος, κι οι νοστιμιές του έπαιρναν κι έδιναν πάλι.
— Έλα τώρα να μας πιεις κι ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι.
Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε ν’ ανοίξει το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάνα. Σύννεφο η μάνα κι αστροπελέκι. Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχει και ξεστομίσει τίποτις άπρεπο, κι έτσι την τρόμαξε τη μικρή.
Ο νονός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές να ’χει. Πού να τα ξεκολλήσει όμως τώρα τα μάτια, του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Τ’ απομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη. Δεν τα ’χασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δώσ’ του τότες κάχλανα ο κυρ-Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες να τόνε δει τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του·
Μύριες θωριές η Αμερισούδα! Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύει να κυβερνήσει την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζει κιόλας έτσι μωρό παιδί μ’ άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιεί δεν δενήθηκε. Το φυσούσ’ αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα. Κόλλησαν τα χείλη της, κι ανοιγόκλειαν τα ρουθούνια της. Της κατεβαίνει άξαφνα σα ζαλάδα. Ακουμπάει κατά τα πίσω με χέρια σφιγμένα, πείσμα γεμάτα. θολώνουν τα μάτια της, κομπώνει ο λαιμός της, κι απομένει ασάλευτη.
Την κοίταξαν όλοι τρομαγμένοι.
— Λιγοθυμιά είναι, κάνει ο κυρ-Μαυρουδής, τίποτις δεν έχει. Συχνά το παθαίνει αυτό. Και παίρνει νερό και της χύνει μια ποτηριά.
Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά.
Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νονός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση.
Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κι η Σμαράγδα. Έμεινε ο Παυλής να τους κάμει συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νονός να πει τα μαντάτα της μάνας, και να μην τον προσμένει.
Την ανέβαινε τ’ αποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά, που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστεί τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τ’ όμορφο το χωριό! Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θα ’σκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα τ’ αρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαριά και μεγάλη. Έτσι του ερχόντανε να γκρεμιστεί από τα σιδερένια τα κάγκελα.
Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι.
— Να πάρεις τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο.
Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής. Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το σιντριβάνι, τις πορτοκαλιές—ως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρυα αμέσως. Ουρανός απριλιάτικος. Έτρεχαν από δε κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη.
Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.
— Αυτή θα τόνε γιατρέψει τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο τ’ αγόρι θα γίνει ο νοικοκύρης μας.
Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτιά, μα ήταν από πρόπερσι μεταγυρισμένος.
Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του. Αμέ ο Παυλής, της Σμαράγδας ο άντρας; Έλειπε αυτός στο δικό του το χωριό, που πήγε να φέρει τη γριά του να ξανακαμαρώσει το χαδεμένο τ’ αγγόνι της.