Συντέλεια

Από Βικιθήκη
Συντέλεια
Συγγραφέας:
Μάιος 1880.


Ἔ! σεῖς ὅπου γλεντᾶτε σὲ τοῦτον τὸν πλανήτη,
τοῦ κόσμου βασιλῃάδες, τοῦ κόσμου οἱ τρανοί,
ποὺ στοὺς μικροὺς μὲ πόζα σηκόνετε τὴ μύτη,
ἀκούσετε τί θαῦμα τοῦ χρόνου θὰ γενῇ.
Τῆς γῆς οἱ ἀστρονόμοι, ποὺ ἔχουνε σπουδάσει
τί γίνεται ἀπάνω στὸ στρῶμα τοὐρανοῦ
καὶ λογαριάζουν τἄστρα μὲ τὸ σοφό τους νοῦ,
προφήτεψαν πὼς τοῦτος ὁ κόσμος θὰ χαλάσῃ...
Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, βοήθησε τὴν Πλάσι.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ θ' ἀλλάξῃ τῆς γῆς αὐτῆς ὁ δρόμος,
ὁ οὐρανὸς σὰν φεῖδι μὲ μιὰ θὰ τυλιχτῇ,
θὰ πέσουνε τἀστέρια... πῶ! πῶ! κακὸ καὶ τρόμος!
κι' ὁ ἕνας κι' ἄλλος πόλος βαρειὰ θὰ τρανταχτῇ.
Κάθε γερὸ καλοῦπι τῆς σφαίρας μας θὰ σπάσῃ,
παντοῦ σεισμοί, φουρτούναις, ἀνεμοταραχαῖς,
ἀστροπελέκια, χιόνια, χαλάζια καὶ βροχαῖς,
καὶ ξαφνικὴ μαυρίλα θὰ μᾶς κατασκεπάσῃ...
Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, βοήθησε τὴν Πλάσι.

Ὤ! νά! θαρρῶ πὼς βλέπω ἐκείνην τὴν ἡμέρα!
Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει, φωναῖς καὶ ὀδυρμοί,
ὁ σίφουνας μουγκρίζει, κι' ἐπάνω στὸν ἀέρα
τινάζεται ὁ κόσμος μ' ἀβάσταχτη ὁρμή.
Καὶ ὁ Θεὸς ἀκόμη κι' ἐκεῖνος θὰ τὰ χάσῃ,
βρὲ ἄνθρωποι, ποῦ πᾶτε! μὲ φοῦρκα θὰ μὰς πῇ,
ἡ φόρα σας ἡ τόση ἀμέσως ἂς κοπῇ,
μὰ τὸ θεό σας τότε ποιός θὰ τὸν λογαριάσῃ;
Χριστὲ καὶ Παναγιά μου βοήθησε τὴν Πλάσι.

Νά! νά! καὶ οἱ ἀγγέλοι ἀπὸ ψηλὰ προβάλλουν,
καὶ τὸ θεό «τί πάθαν οἱ ἄνθρωποι»! ρωτοῦν,
κι' αὐτός, ἐνῷ ἐκεῖνοι τὴ δύναμί του ψάλλουν,
στὴν πίστι μου, φωνάζει, δὲν ξέρω τί ζητοῦν.
Δὲν ξέρω τί μανία κακὴ τοὺς ἔχει πιάσει
κι' ἄφησαν πρὶν τῆς ὥρας καὶ θάλασσα καὶ γῆ,
ἀφοῦ ἐγὼ ἀκόμη καμμία προσταγὴ
δὲν ἔδωσα σ' ἐμένα ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσῃ...
Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, βοήθησε τὴν Πλάσι.

Μ' αὐτὰ καὶ ἄλλα λόγια ὁ ὕψιστος φουρκίζει,
κι' ὁπίσω, παλῃανθρώποι, φωνάζει στὴ στιγμή,
καὶ νά! καινούργιος ἥλιος στὴ φύσι φῶς σκορπίζει
καὶ πέρνουν ἡ πλανήταις τὴν πρώτη τους γραμμή.
Ὅλος ὁ κόσμος μπαίνει στὴν ἀρχική του στάσι,
κι' ἀμέτρητο ἀσκέρι ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ
μὲ τὸ κεφάλι κάτω στὴ γῆ κουτρουβαλᾷ,
καὶ ὁ θεὸς τὸ βλέπει καὶ κάνει νὰ γελάσῃ...
Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, βοήθησε τὴν Πλάσι.

Τἀνθρώπινα κεφάλια στὸ χάος κουτουλιοῦνται
καὶ γίνονται καμπόσα πιὸ κλούβια κι' ἐλαφρά,
χέρια, ποδάρια, μύταις, ἀνάκατα κτυπειοῦνται,
καὶ σποῦν ἑνὸς ἡ πλάταις καὶ ἄλλου τὰ νεφρά.
Στὸ σπίτι του καθένας πηγαίνει νὰ φωλῃάσῃ,
στοῦ ἔθνους των τὸ χῶμα πετοῦνε οἱ λαοί,
μὲ κόπους ξαναρχίζει καὶ πίκραις ἡ ζωή,
καὶ λέει νύκτα μέρα ὁ ἄνθρωπος μὲ σκάση
«γιατὶ νὰ μὴ χαλάσῃς, Θεούλη μου, τὴν Πλάσι;».