Συμβουλαί εις φίλην μου

Από Βικιθήκη
Συμβουλαί εις φίλην μου
Συγγραφέας:


Χθες μ’ επέπληττες δικαίως·
Σοι προσήψα αστασίαν,
Και ημάρτησα βεβαίως
Θεωρών αυτήν κακίαν.

Άστατος· οι κύνες μόνον
Μένουσι πιστοί, φιλτάτη,
Και ο λίθος προ των χρόνων,
Πίστιν ούδ’ αυτός φυλάττει.

Αιωνίως αλλοιούται
Γη, και φύσις, και καρδία,
Μόνος ο θανών καρφούται
Εν κοιτίδι αιωνία.

Άλλ’ ημέρα, άλλος βίος,
Η χθες έπεσεν, ετάφη,
Και κοσμούνται αιωνίως
Μ’ άλλα άνθη τα εδάφη.

Δρέπε το παρόν, ματαίως
Της προτέρας θα ζητήσης·
Φευ! απήνθησε ταχέως·
Κόνιν μόνον θ’ απαντήσης.

Διαμείβονται τα έτη,
Άλλ’ εις τον σωρόν των χρόνων,
Μα η φύσις παραθέτη
Όμοιον καν ένα μόνον;

Ω! το παρελθόν, ετέρα
Όψις είναι του θανάτου·
Και προσπίπτει μελαντέρα
Η ανήμερος σκιά του.

Προχωρεί την λήθην σπείρον,
Κ’ αίρει πας το παρελθόν του,
Ως βρυκόλαξ παρασύρων
Όπισθεν το σάβανόν του.

Ο πιστός ο έρως βαίνει
Επί τροχιάς ομοίας,
Εν η κείται εσφιγμένη
Η ευρύτης της καρδίας.

Διατί η σταθερότης
Να εξαπατά τον χρόνον,
και να θνήσκει η νεότης
Δρέψασα έν άνθος μόνον;

Εις τα βάθη της καρδίας
Άπειρος κρατήρ βρυχάται
Έρωτος, ευαισθησίας·
Άφες· άφες να κοιμάται.

Δεν αρκεί πάσα η φύσις
Της ψυχής μας να κορέση
Τας απείρους διαχύσεις,
Και έν πλάσμα της θ’ αρκέση;

Τίς, αντί ενός αστέρος,
Κόρης προτιμά θωπείας;
Ικανοποιεί ο έρως
Το πυρ όλον της καρδίας;

Δεν εγκλείει η αγκάλη,
Η στενώς μεμετρημένη,
Ό,τι τόμμα περιβάλλει
Όταν προς τα ύψη βαίνη;

Δι’ αυτό ο κόρος ρίπτει
Την θανάσιμον ρανίδα
Κ’ εκ του έρωτος προκύπτει
Ψύχος κτείνον την ελπίδα.

Και τους έρωτάς μας χαίνων
Παρακολουθεί ο πόνος,
Και ο θάνατος προβαίνων
Μας ωθεί εκ του αγκώνος.

Άστατος ο έρως πρέπει,
Φίλη μου, να είναι μόνον
Ίνα την χαράν διέπη,
Ίνα μη γεννά τον πόνον.

Παίζε με αυτόν γελώσα,
Δέχου εξομολογήσεις,
Ας αποστηθίζ’ η γλώσσα·
Πρόσεχε πλην μη δακρύσης.

Το παιδίον τούτο κρύπτει
Βάραθρα ουχί ολίγα,
Άλλ’ ο άφρων μόνον πίπτει,
Και οι ποιηταί – πλην σίγα.