Στο Δημαριό

Από Βικιθήκη
Στο Δημαριό
Συγγραφέας:
Ο ελληνικός στρατός προχωρεί για να καταλάβει την περιοχή της Άρτας και, περνώντας από το χωριό Δημαριό, υψώνει την ελληνική σημαία. 25 Ιουνίου 1881.


Χαρῆτε, παλληκάρια... Ἑλληνικὴ παντιέρα
ἐπάνω εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας ἐστηλώθη,
ἀνάσαναν οἱ σκλάβοι μ' ἐλεύθερον ἀγέρα
καὶ ἀπαντειοῦνται τόσα ὀνείρατα καὶ πόθοι.
Ἐλεύθεροι καὶ σκλάβοι ἀπὸ καρδιᾶς φιλιοῦνται,
γεμίζει ὁ ἀγέρας ἀπὸ χαρᾶς φωναῖς,
χρυσόφτεραις ἐλπίδες στὰ στήθεια των γεννειούνται,
καὶ Τούρκου δὲν γροικιέται τριγύρω ἀμανές.

Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ' ἀνήμερο θεριό,
κι' ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ,
καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε...
Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό...
Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε».

Χαρῆτε, καὶ ἂν δίχως νὰ ἀνοίξῃ καμμιὰ μύτη,
τὸ χῶμα μας πατοῦμε, παιδιά, ὑπομονή,
καὶ ἴσως θὲ νὰ φέξῃ ἀργότερα μιὰ τρίτη,
ποὺ μ' αἵματα ἡ δόξα ἐμπρός μας θὰ φανῇ.
Στὰ πόδια μας ἡ δόξα βαθυὰ βαθυὰ κοιμᾶται,
καὶ φθάνει ἕνα στόμα μονάχα νὰ βρεθῇ
νὰ τῆς φωνάξῃ «Σήκω» κι' αὐτὴ θὰ σηκωθῇ...
Μὰ ποιὸ θὰ εἶν' ἐκεῖνο, ἀδέρφια, μὴ ρωτᾶτε.

Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ' ἀνήμερο θεριό,
καὶ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ,
καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε...
Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό...
Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε».

Φιλῆστε τὴ σημαία τὴ χρυσοκεντημένη,
στὸν ἴσκιο της δροσοῦλα θὰ εὕρετε γλυκειά...
Ὤ! πιὸ καλὰ νὰ ἦταν κατακουρελιασμένη,
καὶ νἄκουε κἂν μία πολέμου τουφεκιά.
Ἀλλὰ ἂς εἶναι κι' ἔτσι... ἔξω κακὴ καρδιά,
ἂς πάψῃ πιὰ τῆς τόσης μουρμούρας τὸ ψαλτῆρι,
καὶ ὅλοι εἰς τοῦ ἔθνους τὸ νέο πανηγύρι
ἂς σφικταγκαλιαστοῦμε ἐλεύθερα παιδιά.

Ἡμέρωσε ὁ Τοῦρκος, τ' ἀνήμερο θεριό,
καὶ ἐγὼ χαρὰ γεμᾶτος φωνάζω «Ἔ! Μαριώ,
καιρὸς νὰ τραγουδοῦμε...
Ἐμπῆκαν οἱ στρατοί μας μέσα στὸ Δημαριό...
Κέρνα κρασὶ νὰ πιοῦμε».