Στους τζογαδόρους

Από Βικιθήκη
Στους τζογαδόρους
Συγγραφέας:
Ιούνιος 1886.


Μὴ σιμώνῃς στὴ Λέσχη ἀπάνω,
θἄβρης κόκκαλα μόνο ριγμένα
καὶ τοῦ τζόγου χαρτιὰ πεταμένα
νὰ σκορποῦν εἰς ἀνέμου πνοήν.
Δὲν θὰ δῇς μὲς στὴ μέση τραπέζι,
δὲν θ' ἀκούσῃς κοκκάλων τριγμούς,
τζογαδόρων βαθεῖς στεναγμούς
καὶ βλαστήμιαις μὲ τόσην βοήν.

Μπακαρᾶ δὲν θὰ παίζῃς σὰν πρῶτα
κι' οὔτε πλέον μὲ στόμ' ἀνοικτὸ
θὰ προσμένῃς ἐννιὰ καὶ ὀκτὼ
στὸν παγκιέρη ἐμπρὸς νὰ φοράρῃς.
Δὲν θὰ παίζῃς τὴ δόλια πασσέτα,
δὲν θ' ἀκοῦς τὸ σκληρὸ «δὲν μπορεῖ»,
οὔτε πάτσι κανεὶς θὰ βαρῇ,
κι' οὔτε σέτε ποτέ σου θὰ πάρῃς.

Δὲν θὰ βλέπῃς στὴν πράσινη τσόχα
νὰ σκορπιέται σὰν ρύζι τὸ χρῆμα
κι' οὔτε σότος θἀλθῇς ἀλὰ πρίμα,
οὔτε φάτσα ποτὲ θὰ σὲ φέρνουν.
Μὴ σιμώνῃς κοντὰ εἰς τὴν Λέσχη,
εὐζωνάκια τὸ δρόμο σοῦ φράζουν,
διαλύσου, ρὲ βλάμη, φωνάζουν,
κι' ἅν μιλήσῃς, ἀμέσως σὲ δέρνουν.

Καὶ μπορεῖς τώρα σύ, τζογαδόρε,
νὰ περνᾷς μὲ δουλειὰ τῇς στιγμαῖς
καὶ γιὰ πέντε καὶ δέκα δραχμαῖς
νὰ ἱδρώνῃς καὶ σὺ σὰν χαμάλης;
Ἀφοῦ δίχως φροντίδες μπορεῖς,
ἂν ἡ τύχη μιὰ μόνη νυχτιὰ
εἰς τὰ σότα σὲ ρίξῃ χαρτιά,
τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέη νὰ βγάλῃς;

Σέ λυποῦμαι, πτωχὲ τζογαδόρε,
καὶ ἀντὶ στὴ δουλειὰ νὰ ἱδρώσῃς,
πιὸ καλὰ ἕνα τέλος νὰ δώσῃς
εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν ζωήν.
Μὴ σιμώνῃς στὴ Λέσχη ἀπάνω,
θἄβρης κόκκαλα μόνο ριγμένα
καὶ τοῦ τζόγου χαρτιὰ πεταμένα
νὰ σκορποῦν εἰς ἀνέμου πνοήν.