Στον Λευκάτα
Στον Λευκάτα Συγγραφέας: |
Απόσπασμα, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Γράμματα», σελ 7-10, τ.1, 1911. Μεταφραστής άγνωστος. |
FRANCIS VIELÉ-GRIFFIN
Ἡ Σαπφὼ ὁδηγημένη ἀπὸ ἕνα ξωτάρη ὁδηγὸ σταματᾶ στὴν ἄκρη τοῦ βράχου.—Ψηλὰ στὴν κορφὴ τοῦ ὀροπέδιου ποὺ γλυστράει ἀπαλά, σὰ χωσμένος μέσα στὸν οὐρανό, εἶναι ἕνας μικρὸς ναός. Ὁ ἄνεμος κυματίζει ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν τρυφερὴ χλόη τοῦ Μουνυχίου.
Ἰθάκη, ἡ νῆσος ἡ νυμφική, ἡ νῆσος
τοῦ καλοῦ Γυρισμοῦ...
φεύγει κανεὶς τὴν Κρήτη
τὴ ζωώδη καὶ θεία·
ἡ Λέσβος, ἀγωνιώδικη, μ’ ἐξορίζει γιὰ πάντα·
μιὰ λεπτότατη ἁλυσίδα
ποὺ μακραίνει καὶ γλυστρᾶ
ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου
σὲ ξανάφερε ἀπ’ αὐτὸ τὸ κατῶφλι τοῦ Ἅδη,
Ὀδυσσέα,
στὸν τάφο...
Ἀλήθεια, γιὰ κεῖνον ποὺ ξαναγύρισε,
τί ἀπομένει
ἀπ’ τὴν πλατειὰ ἀγάπη ποὺ δὲ σβύνει;
ἄνεμος μέγας ποὺ στροβιλίζει χαρὲς
ποὺ κυνηγάει γύρω στὸν κόσμο
—σὰν πέταμα περιστεριῶν—
τὰ καθάρια φύλλα καὶ τὰ φιλιά:
ποὺ σπρώχνει καὶ φέρνει
τὶς βάρκες μας ὡς τὶς ὄχθες τῶν ἀσφοδέλων·
—ἀπριλιάτικα μεθύσια
μὲ βήματα ἀργά ποὺ σμίγουνε·
ἀγκαλιάσματα τῶν γαλάζιων σπηλαίων·
αὖρες τῶν νήσων,
ἄνθη πρωϊνά,
πλάτεμα τῶν οὐρανῶν...
τί ἀπομένει;
Σεῖς ποὺ στρέφετε τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ὀπίσω,
σεῖς ποὺ στρέφετε στὰ ἴδια τὰ βήματά σας,
σὲ κεῖνον ποὺ δὲ φτάνει τὸ ὅτι ἔζησε!
νάτο τὸ νησί σας, νάτα πάλιν τὰ περασμένα·
νὰ ἡ ἄμμος ὅπου θ’ ἀπιθώσετε τὰ γυμνά σας πόδια
στὰ μισόσβυστ’ ἀχνάρια
τῶν ἐλαφρῶν σανδάλων ποὺ φορούσατε τὴν αὐγὴ
στὴν πρωϊνὴ ἀναχώρηση πρὸς τὸ ἄγνωστο...
Ἰθάκη, πύργος τῆς ἀγρύπνιας,
ποὺ λευκαίνει, κεῖ χάμου, στὴν ἀνήσυχη θάλασσα,
ὁδηγώντας τὸ ναυπόρο, ἀκόμα καὶ στ’ ὄνειρό του,
εἰς τὸν λιμένα, ὅπου τὸ παρελθὸν τὸν παραφυλάει·
τόπος σταθερός, ὅπου ἡ λέμβος τῶν φυλῶν δαρμένη
ἀπ’ τοὺς ἀφροὺς τῆς περιπέτειας καὶ τοῦ τυχαίου
ἀράζει
καὶ σφαλνᾶ μιὰν ὀδύσσεια...
Εἰρήνη τῶν γαληνεμένων καρδιῶν,
βραδυάτικη ἡσυχία ποὺ χαμογελᾶ καὶ γλυκολαγιάζει·
χρέη ξεπλερωμένα,
ἀσπασμοὶ γυρισμοῦ.
Ὦ κρύα χείλη, φλογωμένα ἄλλοτε ἀπ’ τὴν ἀγάπη,
σβυσμένα βλέμματα, ὅπου ἔλαμπεν ἕν’ ἀστέρι
ξέθωρες ἐλπίδες, πόθοι χαλινωμένοι,
ἀδύναμες προσπάθειες τῶν ἀνθρώπινων ὄντων,
τί πνεῦμα εἰρωνείας φουσκώνει τὸ πανὶ
ποὺ σᾶς φέρνει ὀπίσω...
γιὰ νὰ σᾶς στήσει ἀντιμέτωπα!...
Πῶς αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι ἁπλά, ἀμφισβήτητα,
παράξενα...
ἡ εὐγενικιὰ Συμβία,
τ’ ἀκούραστο ἔργο τῶν δυὸ χεριῶν της
γιὰ πάντα γενωμένο, ξεγενωμένο, ξαναγενωμένο·
καὶ ποὺ ἐκδικεῖται,
ἴσως!
Ἡ περηφάνεια τῆς ἑστίας, ὅπου γνέθουν τὸ μαλλὶ
ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες, καθισμένη·
ὁ ὡραῖος υἱὸς ποὺ μεγαλώνει, ἐπιδέξιος στ' ἅρματα,
ἀνίδεος, ἁψύς·
ὁ Σύζυγος ποὺ μάταια ἐλπίζεται, πάντα προσμένεται
καί, κάθε βράδυ,
ὁ λύχνος ἀναμένος κάτω ἀπὸ τὸ νάρθηκα,
κίνημα ὑπομονετικὸ καλοσορίσματος
ἐκείνης ποὺ κοιμάται,
ἥσυχη καὶ δίχως χαρά,
χειρότερα: δίχως τύψη!
Ἔτσι εἶναι, ἔτσι εἶταν:
στὴν ὁδοιπορία καὶ στὴ στράτα,
ὅποιος στρέφει κι’ ἀμφιβάλλει
μήπως τὸ μέλλον δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ πηγαίνουν οἱ σκέψεις του,
βλέπει ἀπ’ αὐτὰ τὰ πράγματα τ’ ἀκίνητα καὶ νεκρὰ
καὶ συγκινεῖται
καὶ γυρίζει νὰ κουρταλήσει τὴ θύρα
ποὺ σφάλιξεν ἄλλοτες...
στὴ χήρα του!
Ἀλλοῦ,
ποιός ξέρει τί λοῆς ὄνειδος καὶ δυστυχία
ἀνοίγει, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιστρέφει, τὸ διπλὸ κίνημα
τῆς Πηνελόπης καθισμένης πλάϊ στὴν Κλυταιμνήστρα;
Ἐδῶ, κάθε ὑποδοχὴ εἶναι ἱερή:
ἐδῶ ἡ φλογερὴ ἁγνότη δημιουργεῖ ἐκ νέου
τὸ αἰώνιον αὔριο εἰρηνικό, τέτοιο
ὅπου, παρόμοια μὲ τὴν ἀδιάκοπη ἀνυφάντρα,
ἡ ζωὴ ξανακάνει τὴ νύχτα, ἐκεῖνο ποὺ ἐχάλασ’ ἡ μέρα,
καλοδεχοῦσα τὴν πᾶσαν ὥρα καὶ σεβαστή,
Ἰθάκη, ἀπὸ τὸ θάνατο, καί, μάλιστα, ἀπ’ τὴν ἀγάπη...
Γιατί ἡ ἀγάπη κι ὁ θάνατος πηγαίνουν, χέρι μὲ χέρι,
ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῶν δασῶν κι’ ἀπ’ τοὺς μεγάλους δρόμους,
στὸ μισάνοιχτο κατώφλι τῆς ἡμέρας, ποὺ δὲν ἔχει αὔριον,
δὲν ξαναγυρίζουν πλέον...
Καὶ τί μὲ νοιάζει ἄν δὲ γεννήθηκα ὅμοια
μὲ σένα, θυγατέρα τοῦ Ἰκάριου,
καθισμένη μπροστὰ στὴ θύρα σου
ὡς που νὰ μαυρίσει ἡ νύχτα τὰ λευκὰ μαλλιά σου;
ἄν προλαμβάνω τὶς ἀθάνατες ὧρες,
ἄν ἡ νεότης μου αἰωνιοποιημένη
δὲν γνωρίζει τὸ ὕψιστο καθῆκον νὰ γεράζει;
Δὲν εἶναι δόξα μου νὰ ζῶ
ὥστε, ὁ θάνατος
—ἐνῶ στὰ χείλια μου ποὺ εἶναι γεμάτα σὰν τοὺς καρποὺς
ἀντηχεῖ ἀκόμη τὸ τραγοῦδι τῶν φιλιῶν πρὸς τὴ νύχτα—
νὰ εἶναι μιὰ ἄρνηση τοῦ ἥσκιου:
Ὧ τὸ πέταγμα τῆς θαρραλέας ψυχῆς μου ποὺ ξεγυμνώνεται,
ρίχτοντας, ἔσχατο πέπλο, στὴ θεοφόνισσα νύχτα
τὴ σάρκα της ποὺ εἶναι παρθένα καὶ δίχως ρυτίδες,
ὡραία σὰν ἕνα ποίημα!
αὐτὸ τὸ ἁρμονικὸ σῶμα,
λύρα μὲ θεῖα προοίμια,
ποὺ δὲν θὰ παραμορφώσουν, δὲν θὰ λυγίσουν,
δὲν θὰ συντρίψουν, δὲν θὰ ὑβρίσουν
μήτε ἡ ἐγκυμοσύνη ἑνὸς ἡμίθεου.
μήτε τὰ βαθειὰ γερατειά...