Στον Βάττεμβεργ

Από Βικιθήκη
Στον Βάττεμβεργ
Συγγραφέας:
Αύγουστος 1886.


Ἀγαπητέ μου Βάττεμβεργ...
Μὲ λύπην μου μεγάλην
μανθάνω τὸ δυστύχημα τῆς ἐκθρονίσεώς σας,
καὶ εἰς αὐτὴν τὴν σύγχυσιν καὶ τὴν ἀνεμοζάλην
κλαίω τὴν τύχην τὴν οἰκτρὰν τῆς ἐξοχότητός σας.
Μοῦ φέρει δάκρυα πικρὰ ἡ τωρινή σου θέσις,
καὶ σὲ οἰκτείρω, δυστυχῆ, ἀπὸ καρδίας μέσης.

Ἐκεῖνος ὁ Καραβελώφ, ἐκείν' ἡ μαλαγάνα,
σ' ἐπότισε, κακόμοιρε, χολὴν ἀντὶ τοῦ μάννα,
κι' οὓς ἔθρεψες διὰ τιμῆς καὶ δόξης ἐξαιρέτου,
ἐκίνησαν τὴν πτέρναν των κατὰ τοῦ εὐεργέτου,
κι' ἀμέσως τὰ παλῃόσκυλα χωρὶς κανένα πόνον
ἀφήρεσαν τὸ στέμμα σου, σ' ἀφήρεσαν τὸν θρόνον.

Μὰ ποῦ τὴ βρῆκες τὴ γενειὰ τῶν Τσούσηδων ἐκείνων;
καὶ δὲν ἐρχόσουνα μ' ἐμᾶς, τὰ τέκνα τῶν Ἑλλήνων,
νὰ δῇς, μωρὲ Κυβέρνησι, νὰ δῇς, μωρέ, Κουβέρνο,
ποὺ νὰ μὲ δέρνῃς μιὰ φορὰ καὶ δέκα νὰ σὲ δέρνω;
Ἐδῶ μὲ γλέντια ἤθελες μονάχα νὰ περνᾷς,
ἐδῶ θὰ ἐβασίλευες χωρὶς νὰ κυβερνᾶς.

Εἰς τοῦτον τὸν κατακλυσμὸν τὸν οἰονεὶ ραγδαῖον
ἐγὼ μονάχος σὲ πονῶ, ἐγὼ σὲ κλαίω μόνος,
καθὼς ἐθρήνουν ἄλλοτε οἱ παῖδες τῶν Χαλδαίων
ἐκεῖ παρὰ τὸν ποταμὸν τῆς πάλαι Βαβυλῶνος.
Ἀλλ' ὅμως ἀδιάφορος ὅσο μπορέσῃς μεῖνε
καὶ πάντα, φίλε Βάττεμβεργ, ὁ κόσμος τέτοιος εἶναι.

Ἐργάζεσαι νυχθημερὸν τὸν σπόρον σου νὰ σπείρῃς,
τὸ ξίφος ἐκ τῆς θήκης σου ὑπὲρ τῆς δόξης σύρεις,
ἐκτίθεσαι ἀναφανδὸν ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων,
ὑφίστασαι τα πάνδεινα στὴν γῆν αὐτὴν τῶν θρήνων,
καὶ ὕστερα οἱ Τσούσηδες γιὰ τὸ εὐχαριστῶ
σὲ διώχνουν, σὲ κλωτσοπατοῦν, σ' ἀλλάζουν τὸ Χριστό.

Γι' αὐτὸ φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς κι' ἂν ἔρχωνται μὲ δώρα,
γι' αὐτὸ ἐμίσησα κι' ἐγὼ τὰς ἀνθρωπίνους φύσεις,
καὶ δύο πράγματα ποὺ λὲς μ' ἀρέσουν τώρα τώρα,
ἡ ζωντοχήρα μοναχὰ καὶ ἡ μεταρρυθμίσεις.