Στον Αλφρέδο

Από Βικιθήκη
Στον Αλφρέδο
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1886.


Ἀλφρέδε, καλῶς ὥρισες καὶ πάλιν ἐδῶ πέρα,
ποὺ μιὰ φορὰ ἐζήτησες καὶ σὺ νὰ βασιλέψῃς,
μὰ στὰ καλὰ καθούμενα σοῦ κάπνισε μιὰ μέρα
νἀλθῇς μὲ τὰ βατσέλα σου καὶ νὰ μᾶς ἀνατρέψῃς.
Σ' εὐχαριστοῦμε τὸ λοιπὸν γιὰ τὄνα καὶ γιὰ τἄλλο,
κι' ἐγὼ τὰ χέρια μου κτυπῶ κι' ἔξω φρενῶν σὲ ψάλλω.

Γειά σου, Ἀλφρέδε, Δοὺξ χρυσὲ κ' ἀρχοντικὸ βλαστάρι,
γειά σου, βασίλισσας παιδὶ καὶ πρῶτο παλληκάρι,
ποὺ ξέρεις νὰ βαρῇς βιολὶ καὶ μ' ἕνα μόνο χέρι,
γειά σου τῆς θάλασσας παιδὶ καὶ τοῦ χοροῦ ξεφτέρι
ποὺ εἶχες τὴν ξετσιπωσιὰ νἀλθῇς καὶ νὰ γλεντίσῃς
στὸν τόπο, ποὺ ἐζήτησες νὰ βομβαρδοβολίσῃς.

Εἶδες σὰν ἀρχαιόφιλος κι' αὐτὸν τὸν Παρθενῶνα,
καὶ χάσκωντας ἐθαύμασες τὴν καθεμιὰ κολῶνα,
καθὼς καὶ τόσα μνήματα τῶν Ἀθηνῶν μεγάλα,
ποὺ σκόνη θὰ τὰ ἔκανες μὲ μιά σου μόνο μπάλα.
Σ' εὐχαριστοῦμε καὶ γι' αὐτὴ τὴν ἀρχαιοφιλία,
καὶ κλέψε μερικὰ καὶ σὺ νὰ πᾷς εἰς τὴν Ἀγγλία.

Σὲ τούτη τὴν παντέρημη κι' ἀγαπημένη χώρα,
ποὺ ἤθελε τὴ μούρη σου καθεὶς νὰ προσκυνᾷ,
τίποτε ἄλλο δὲν θὰ δῇς καὶ δὲν θ' ἀκούσῃς τώρα,
παρὰ βαθὺ ἀνάθεμα κι' ἀνθρώπων πισινά.
Καὶ μ' ὅποιο τίτλο κι' ἂν πατῇς εἰς τὰ δικά μας μέρη,
κανένας στὸ καπέλο του γιὰ σὲ δὲν βάζει χέρι...

Κ' ἐκεῖνο τὸ καδράκι σου τὸ πολυζηλεμμένο,
ποὺ ἄλλοτ' ἔτρεχε ντουνιᾶς νὰ τὸ καταφιλήσῃ,
κατήντησε γιὰ ὅλους μας φρικτὸ καὶ σιχαμένο,
καὶ ὁ καθεὶς σιχαίνεται ἀπάνω του νὰ φτύσῃ.
Νὰ σὲ ἰδῇ ζωγραφιστὸ κανένας μας δὲν θέλει,
τοῦ Σώλσβαρυ καὶ Γλάδστωνος βασιλικὸ κοπέλι.

Καὶ τώρα σῦρε ἀπ' ἐδῶ νὰ πᾷς κατὰ διαβόλου,
κι' ἂν σηκωθοῦμε στ' ἅρματα καὶ ἄλλη μιὰ φορά,
ἐσὺ ὡς ἀρχιναύαρχος τοῦ ἡνωμένου στόλου
στῆς Σαλαμῖνος ἄραξε καὶ τότε τὰ νερά.
Καὶ μὴν ἀφήσῃς πέτρα μιὰ τῆς παλαιᾶς εὐκλείας,
ὦ τέκνον τῆς μουσοστραφοῦς κι' ἰδανικῆς Ἀγγλίας.