Στιχούργημα Β'

Από Βικιθήκη
Στιχούργημα Β'
Συγγραφέας:


La mort est un doux oreiller (BERANGER)

Τῆς νεότητός μου ρεῦμα, θολωμένον ἀπ' τὰ πάθη,
διατὶ κυλᾷς βραδέως πρὸς τοῦ μηδενὸς τὰ βάθη;
Διατὶ τινὸς ἀνέμου ἡ πνοὴ ἡ μαινομένη
δὲν σὲ ρίπτει ἐκεῖ ποὺ πάντα βαρὺς ὕπνος μόνον μένει;
Στὴν σκιὰν τῶν κυπαρίσσων εἰς μιὰν κλίνην ἀπὸ χῶμα
κι' ἀπὸ κόκκαλα ἀρχαῖα ἁπλωμένος σ' ἕνα στρῶμα
δὲν θὰ βλέπω τοὺς ἀστέρας. Ἀλλὰ τί; ὁ νεκρικός μου
λύχνος δὲν θὰ εἶναι ἡ σελήνη, ὁ οὐρανός μου,
ἄν κανεὶς θνητὸς θελήσῃ
μὲ τὸ πτῶμά μου ἕναν λύχνον εἰς τὸν τάφον μου νὰ κλείσῃ;

Αἱ ξηραί μου χεῖρες θἆναι ἐκεῖ μέσα δεδεμέναι·
ἀλλ' ἀντὶ νὰ εἶναι τώρα μὲ δεσμὰ ἁλυσσοδεμέναι,
μὲ δεσμὰ σκληρῶν τυράννων, δὲν εἶν' κάλλιον στὸ μνῆμα
δεδεμέναι νὰ προσφέρουν τοῦ Σταυροῦ τὸ θεῖον σχῆμα;
Θὰ κοιμῶμαι ἐκεῖ ἡσύχως,
καὶ ὁσάκις στὸ πλευρόνν μου ἀκουσθῇ ὁ βαρὺς ἦχος
τῆς σκαπάνης ποὺ θ' ἀνοίγῃ κανὲν μνῆμα ἐκεῖ σιμὰ μου,
ἀπὸ φόβον μήπως θέλουν ν' ἀνασκάψουν τὰ ὀστᾶ μου
τότε μόνον θέλω κράξει
καὶ ἄν φωνὴν δὲν ´εχω πλέον
ἀντ' ἐμοῦ θέλει φωνάξει
ἡ ἔρμη κόρη τῶν σπηλαίων
καὶ τῶν σκοτεινῶν μνημάτων,
ἡ Ἠχὼ ἡ μαύρη Νύμφη τῶν ὀστῶν καὶ τῶν πτωμάτων.

Τῆς νεότητός μου ρεῦμα, θολωμένον ἀπ' τὰ πάθη,
διατὶ κυλᾷς βραδέως πρὸς τοῦ μηδενὸς τὰ βάθη;
Διατὶ δὲν καταρρέεις σ' ἕνα τάφον, ὅπου μόνον
δύνασαι μακρὰν νὰ εἶσαι τῶν ἀνέμων, τῶν χειμώνων
τῆς μηδαμινῆς ζωῆς μου; Εἰς αὐτὴν τὴν κατοικίαν
ἄλλο πλέον δὲν ταράττει τῶν νεκρῶν τὴν ἡσυχίαν
παρὰ μόνον τῶν κλαδίσκων καὶ τῶν μαραμένων φύλλων
ὁ μονότονος ὁ ἦχος, ὅταν ἕρπουν, καὶ τι κοῖλον
μέρος εἰς τὴν γῆν ζητῶσι,
ὅπου πέραν τῶν λαιλάπων κἄν ἡσύχως νὰ ταφῶσι.

Στὰς ἐρήμους τὰς ἀμμώδεις τῆς νεανικῆς ζωῆς μου
ἕνας τάφος μόνον εἶναι δι' ἐμὲ ἡ ὄασίς μου.
Τὴν Σαχὰρ ὁπότε ὁ Νότος κι' ὁ Βορρᾶς ἀνακατώνῃ,
ὅτε ἡ ἄμμος τοὺς ἀστέρας καὶ τὸν οὐρανὸν τυφλώνει,
εὐτυχεῖς ἐκεῖν' οἱ κόκκοι, οἵτινες παρασυρμένοι
ὑποκάτω ἑνὸς χόρτου μένουσι καταθαμμένοι.
Καὶ ἐγὼ εἶς κόκκος ἄμμου, καὶ ἐγὼ παραδαρμένος
ἀπὸ σκληροτέρους νότους εἰς τὸ μνῆμα ἁπλωμένος
στὴν σκιὰν ὀλίγων χόρτων διατὶ δὲν ἡσυχάζω;
Θέλω κάλλιον ἕνα λίθον παρ' ἁλύσσους νὰ βαστάζω.
Τῆς νεότητός μου ρεῦμα, θολωμένον ἀπ' τὰ πάθη,
κύλα, κύλα ταχυτέρως πρὸς τοῦ μηδενὸς τὰ βάθη.

Δὲν ἐγήρασα, ὄχι ἀκόμα, δὲν ἐπέχυσεν ἀκόμα
εἰς τὰς παρειάς μου ὁ χρόνος τῶν ρυτίδων του τὸ χῶμα·
καὶ τὰ χείλη μου δὲν εἶναι αὐχμηρὰ καὶ μαραμένα,
τῆς νεότητος ἡ δρόσος τὰ φυλάττει νοτισμένα.
Ἀλλ' ὡς ὅτου τῆς δουλείας
ἕνας σπόρος μένει ἀκόμα στῆς πατρίδος μου τὸ χῶμα,
μόνον, μόνον διὰ νὰ κράξω θέλω ἀνοίγει αὐτὸ τὸ στόμα.
Τῆς νεότητός μου ρεῦμα, θολωμένον ἀπ' τὰ πάθη,
κύλα, κύλα ταχυτέρως πρὸς τοῦ μηδενὸς τὰ βάθη.