Στις Μούσες

Από Βικιθήκη
Στης Μούσαις
Συγγραφέας:
Ιούνιος 1884.


Ὦ Μούσαις κρινοδάκτυλαις, τῆς Μνημοσύνης κόραις,
μ' ἀφροπλασμένα σώματα κι' ὁλόχρυσες πλεξίδες,
ὁποὺ χαρίζετε γλυκαῖς, στοὺς λατρευτούς σας ὥραις,
ποὺ χύνετε στὰ στήθη των παρηγοριαῖς κι' ἐλπίδες,
καὶ ὀνειρεύονται συχνὰ καὶ βλέπουν κόσμους ἄλλους,
χωρὶς χρηματιστήρια, μεσίτας καὶ δασκάλους.

Ὦ Νύμφαις, ὅπου παίζετε εἰς ἀπατήτους τόπους,
ποὺ λούζεσθε μὲς στ' ἅγια νερὰ τῆς Κασταλίας,
χωρὶς νὰ τὰ λερώνετε σὰν τοὺς κοινοὺς ἀνθρώπους,
κι' ἁρμονιῶν εὑρίσκετε ἀπείρους ποικιλίας,
καὶ νανουρίζεσθε γλυκὰ ἐντὸς τῶν καλαμώνων
καὶ λαρυγγίσματα τρελλὰ μυρίων ἀηδόνων.

Ὦ σεῖς ποὺ μ' ἀερόποδας γοργοπετᾶτε ἵππους,
ποὺ θέλετε νεότητα καὶ στήθη νὰ σφριγοῦν.
Φαιδρῶν χορῶν συμπλέγματα στῆς Καλυψοῦς τοὺς κήπους,
κι' οἱ Ἔρωτες κι' ἡ Χάριτες παντοῦ σᾶς κυνηγοῦν,
ποὺ δίνετε στοὺς φίλους σας μονάχα μία λύρα,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν βάζετε στὴ τσέπη των μιὰ λίρα.

Ὅπου κι' ἂν εἶσθε τρέξετε τριγύρω μου καὶ πάλι,
τόσον καιρὸ σᾶς ἄφησα χρυσαῖς μου Νύμφαις, μόναις,
τόσον καιρὸ ἐθόλωναν τὸ ἄδειο μου κεφάλι
τοῦ Κλάσεν καὶ τοῦ Φιντικλῆ γραμματικοὶ κανόνες.
Τόσον καιρὸ δὲν ἔπαυσα τὸ νοῦ μου νὰ ζαλίζω
καὶ μὲ χαρτιὰ λογῆς λογῆς τῇς τσέπαις νὰ γεμίζω.

Τόσον καιρὸ βουβάθηκα καὶ εἶχα συντροφιά μου
ἑρμηνευτάς, σχολιαστάς, σοφοὺς λογιωτάτους,
τόσον καιρὸ ἐπάλευα κλειστὸς στὴν κάμαρά μου
μὲ ἀπολύτους γενικὰς καὶ μὲ ἀπαρεμφάτους.
Τόσον καιρὸ ἐπάλευα μονάχος καὶ μ' ἐκεῖνα
τὰ σοβαρὰ Γερούνδια καὶ τρυφερὰ Σουπῖνα.

Τόσον καιρὸ ἐγύριζα σκυφτὸς καὶ σαστισμένος
καὶ μ' ἔτρεφαν ἀδιάκοπαις δασκαλικαῖς μουρμοῦραις,
τόσον καιρὸ ἐξέχασα σὲ ποιὸ ἀνήκω γένος,
καὶ Σιμιτέλων ἔβλεπα καὶ Φιντικλήδων μούραις.
Τόσον καιρὸν δὲν εἴξευρα ἂν κόσμος ἄλλος εἶναι,
καὶ ἂν ὑπάρχῃ θάλασσα, γῆ οὐρανός, Ἀθῆναι.

Φανῆτε τώρα, Μούσαις μου, νὰ δῶ τὰ πρόσωπά σας,
ποὺ διώχνουν λύπαις καὶ καϋμοὺς καὶ τῇς καρδιαῖς φτερώνουν,
σηκώσετέ με γρήγορα ἐπάνω στὰ φτερά σας,
καὶ πᾶμ' ἐκεῖ, ποὺ Ἔρωτες πετοῦν καὶ ζευγαρώνουν.
Καὶ μιὰ στιγμὴ στὴ λίμνη σας ἀφίσατε νὰ μείνω,
τὸν ρύπο τὸν δασκαλικὸ γιὰ πάντα νὰ ξεπλύνω.

Εἰς τὴ φωτιὰ τὰ σχόλια, ὁ Κλάσεν καὶ οἱ ἄλλοι!
ἔλα καὶ πάλι πετακτή, ὦ πρώτη μου φαιδρότης!
Μακρὰν μου σεῖς οἱ ἄγριοι καὶ σκυθρωποὶ δασκάλοι,
ποὺ γίνεται σιχαμερὴ γιὰ σᾶς ἡ ἀρχαιότης.
Μακράν, ὦ φαῦλα ρήματα βλακῶν λεξικογράφων,
ποὺ πνεύματος καὶ σώματος ἀνοίγετε τὸν τάφον.

Οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ Θεοὶ ἐκεῖνοι τῶν Ὁμήρων,
αὐτὴ ἐδῶ τοῦ Κέκροπος ἡ κομψοτέρα πόλις,
οἱ γέλωτες τῶν Σειληνῶν, οἱ κῶμοι τῶν Σατύρων,
ὁ χαιέστατος λαὸς τῆς ὑφηλίου ὅλης
μᾶς ζωγραφίζεται στρυφνὸς, ὠχρὸς καὶ μαραμένος
ἀπὸ αὐτὸ τὸ ρυπαρὸν τῶν μωροσόφων γένος.

Ἐμπρὸς ἐλᾶτε, Μούσαις μου, καὶ σεῖς ὦ Τροβαδοῦροι,
γιὰ δώσετε στὸ χέρι μου καὶ πάλι τὸ κονδύλι,
ὤ! ἂς μὴν κλίνουν ρήματα τ' ἀγέλαστά μου χείλη.
Μακρὰν ἀπὸ ἐδώλια καὶ ἀπὸ μωροσόφους,
δῶστε μου γέλοια καὶ ζωὴ καὶ τοὺς παλῃοὺς συντρόφους.