Στην Άννα

Από Βικιθήκη
Στὴν Ἄννα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


’Σ ΤΗΝ ΑΝΝΑ

ΜΗΝ λησμονήσῃς, Ἄννα μου, ποτὲ μὴ λησμονήσῃς
Τόσο γλυκειὰ ἐνθύμησι ποτὲ ἀφ’ τὸ νοῦ μὴ σβύσῃς·
Μὴν λησμονήσῃς τὴ βραδυὰ ποῦ κάθε μία ματιά σου
Μ’ ἔλεγε μ’ ἄγνωστη φωνή, τί ἀγροίκαε ἡ καρδιά σου.
Μέσα ’ς τὴ τόση ταραχὴ μεσ’ ’ς τοῦ χοροῦ τὴ ζάλη
Γλυκὰ ’ς τὸ χέρι ἀνάπαυες τ’ ὁλόχρυσο κεφάλι,
Καὶ τὰ γλυκά σου βλέμματα ἐδῶ κι’ ἐκεῖ ἐπλανοῦσες,
Σὰν κἄτι ἀπόκρυφο γλυκὺ μέσ’ ’ς τὴν καρδιὰ νὰ κλειοῦσες.
Πολλοὶ σ’ ἐκαμαρώνανε πῶς εἶσαι εὐτυχισμένη
Μέσ’ ’ς τὸν ἀνθὸ τῆς νιότης σου παρθένα ζηλεμένη·
Μὰ ἐγὼ ποῦ ξέρω μοναχὸς τὰ τόσα βάσανά σου,
Βαρειὰ βαρειὰ ἀναστέναξα, γιὰ τὴν πλαστὴ εὐτυχιά σου.
Ὦ! νὰ ’μποροῦσες, Ἄννα μου, τὰ στήθια σου ν’ ἀνοίξῃς
’Σ τοὺς ὅσους σὲ ζηλεύουνε, καὶ τὴν καρδιὰ νὰ δείξῃς,
Θὰ βλέπανε τὴν εὐτυχιὰ τὴν τόσο ζηλεμένη
Ἀφ’ τὴ δική σου τὴν καρδιὰ πόσο εἶν’ μακρυὰ καὶ ξένη.
Ἐν Ζακύνθῳ

Δ. Θ. Μάργαρης