Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΖ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΖ'. Φόβοι


Ήταν πολύ ήσυχο το σαλονάκι της κυρίας Βασιωτάκη, στο σπίτι που είχε ενοικιάσει, πλάγι στου φίλου της του γιατρού. Ήταν πολύ ήσυχο και πολύ απλό, με λίγα παλιά έπιπλα του σπιτονοικοκύρη της, μα που τα ζωντάνευαν λουλούδια πολλά και φωτογραφίες οικογενειακές του γιου της, της νύφης της, και των εγγονών της. Τους είχε αφήσει όλους στην Αλεξάνδρεια, για να έλθει εκείνη πιο κοντά στον Μήτσο και στον Περικλή, όταν είχαν κλειστεί αυτοί, με τον περιβολάρη τον Βασίλη, στο Βάλτο, και είχαν ριχθεί στο Μακεδονικό Αγώνα.

Μέρες κι εβδομάδες είχε περιποιηθεί τον Περικλή, από τη μέρα που σηκωτό της τον είχαν φέρει αναίσθητο από το Βάλτο και δεν άφηνε το προσκεφάλι του παρά για να παραχωρήσει τη θέση της στην κυρία Ηλέκτρα, όταν ξεκούραστη και γελαστή έρχουνταν εκείνη να την αναπληρώσει και να στείλει «τη γιαγιά», όπως την έλεγε όλο το σπιτικό, να κοιμηθεί με τη σειρά της. Αναμεταξύ τους οι δυο γυναίκες είχαν ξαγρυπνήσει τον Περικλή στη βαριά του αρρώστια, και πρώτη μέρα χθες τον είχαν αφήσει να κυκλοφορήσει, να πάγει στο σαλονάκι και να ξαπλωθεί στον καναπέ, να μείνει όλη μέρα ελεύθερος, να κουβεντιάζει με τους άλλους. Ήταν πια σε ανάρρωση ο Περικλής, το είχε δηλώσει ο γιατρός, και ήταν ζήτημα λίγων μερών να δυναμώσει και να ξαναπιάσει πάλι την τακτική του ζωή. Όχι όμως πια να πάγει στο Βάλτο. Αυτό αποκλείσονταν - το δήλωσε ο γιατρός. Στην πρώτη περίσταση, σε πέντε έξι μέρες, λίγο ακόμα να δυνάμωνε, θα τον έστελναν στην Αθήνα, και από κει στην Αλεξάνδρεια, όπου τον περίμενε ο θείος του, ο πατέρας του Μήτσου... Και άκουε ο Περικλής, και δε μιλούσε. Μα ποτέ δε θυμήθηκε τόσο νοσταλγικά τον παππού του, και ποτέ δεν τον τάραξε τόσο βαθιά η ενθύμηση του.

Ν' αφήσει τώρα τον Αγώνα!... Να γυρίσει πίσω στην Αλεξάνδρεια, στο νοικοκυρεμένο πλουσιοβαλμένο σπίτι του θείου Γιώργου, στη μητρική φροντίδα της θείας Μαρίνας, στα χάδια των εξαδέλφων του. Καλά ο Λουκάς και οι δυο μικρές δίδυμες1. Μα η Εύα, η μεγαλύτερη, που λαχταρούσε για παλικαριά, που του είχε γράψει πως επιδοκίμαζε κι επικροτούσε την κρυφή του φυγή από το σπίτι τους, για να πάγει και αυτός στον Αγώνα;... Η Εύα τι θα έλεγε, αν τον έβλεπε να ξαναγυρίζει άπρακτος, χωρίς το παιδί του Βασίλη, που για να το βρουν είχαν φύγει όλοι, και χωρίς να ελευθερωθεί ούτε μια γωνίτσα της Μακεδονίας;... Και ο Βασίλης τι θα κάνει;...

Από τη μέρα που σκοτώθηκε ο Γρέγος, ο Βασίλης είχε γεράσει δέκα χρόνια. Δεν άνοιγε το στόμα του, δε μιλούσε σε κανένα. Μονόχνωτος, σιωπηλός, πήγαινε στη δουλειά που του προσδιόριζε ο Αρχηγός, και το βράδυ έπεφτε στον ύπνο σαν κούτσουρο. Και σαν έφυγε ο καπετάν Νικηφόρος, σαν εκδηλώθηκε η αρρώστια του Περικλή και τον μετέφεραν στη Νίκη, και από κει στο Πλατύ, ντυμένος Τούρκος, στα χέρια του τον είχε πάρει ο Βασίλης με την κυρία Ηλέκτρα. Και, με τη βοήθεια του Χαλίλμπεη, τον είχαν πάγει στη Θεσσαλονίκη.

Καλά καλά ύστερα δε θυμούνταν ο Περικλής τι είχε γίνει. Είχε ζητήσει συχνά τον Βασίλη. Μα τις περισσότερες φορές έλειπε. Έφευγε, του είπαν, σε περιοδείες, σε χώρες και χωριά, όπου τον ειδοποιούσαν πως βρίσκουνταν κανένα ορφανό, και συχνά έλειπε μέρες κι εβδομάδες. Και πάλι γύριζε άπρακτος, με λίγο πιο γερμένους τους ώμους, με λίγο πιο σκαμμένες τις ρυτίδες που όργωναν το μέτωπο του. Από τέτοια περιοδεία είχε γυρίσει πάλι. Μα σχεδόν δεν τον είχε δει ακόμα ο Περικλής. Μια καλημέρα μόνο του είχε πει, και από τη γιαγιά είχε ακούσει πως το παιδί του δεν το είχε βρει, κι επέστρεφε πάλι άπρακτος. Και τώρα τον περίμενε, να έλθει να μιλήσουν. Η πετρελένια λάμπα ήταν αναμμένη, και, όσο γευμάτιζαν στην τραπεζαρία οι άλλοι, ο Περικλής μήνυσε του Βασίλη ν' ανέβει στο σαλονάκι να τον δει. Και ήλθε ο Βασίλης, με τους γυρτούς του ώμους και τ' άσπρα του μαλλιά, με τα βαθιά θλιμμένα του μάτια σαν πιο σκιασμένα από τα βαριά μαύρα του φρύδια. Και κάθισε πλάγι στον Περικλή, και δεν είπε λέξη. Άπλωσε ο Περικλής το λιγνεμένο του χέρι και το ακούμπησε πάνω στο αδρύ ηλιοκαμένο χέρι του αντάρτη.

- Τίποτα;... ρώτησε σιγά.

Σιωπηλά σήκωσε ο Βασίλης τα φρύδια, μ' ένα νόημα αρνητικό. Κι έμειναν ώρα σιωπηλοί.

- Βασίλη... είπε ο Περικλής. Τι θα κάνεις τώρα;... Τι θα κάνει ο Μήτσος;... Τι δρόμο παίρνει ο Αγώνας;...

Αργοπροφέροντας αποκρίθηκε ο Βασίλης:

- Ο κύριος Μήτσος γύρισε. Μεσολάβησαν άλλοι... μετάνιωσε ο καπετάν Νικηφόρος ο Δεύτερος, για τον απότομο του τρόπο, και ζήτησε πίσω τον κύριο Μήτσο... Και τον συμβούλεψαν από το Κέντρο να πάει.

- Κι έφυγε;

- Ναι, έφυγε. Και θα φύγω κι εγώ. Πάγω κοντά του. Το χρεωστώ στον αφέντη μου.

Χαμηλόφωνα ρώτησε ο Περικλής:

- Κι εγώ, Βασίλη;

Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε.

- Δε θα πάγω στην Αλεξάνδρεια, Βασίλη... Δεν το καταδέχομαι... είπε ο Περικλής ακόμα πιο χαμηλόφωνα. Είμαι καλά τώρα. Πάμε μαζί στο Βάλτο.

Ο Βασίλης πάλι δεν αποκρίθηκε. Κι έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Και πάλι έκοψε τη σιωπή ο Περικλής.

- Σε λίγες μέρες θα είμαι δυνατός πάλι, είπε. Μη φύγεις, Βασίλη, περίμενε με. Θα πάμε στο Βάλτο μαζί.

Αργοκούνησε καταφατικά το κεφάλι του ο Βασίλης. Ναι, θα πήγαιναν στο Βάλτο μαζί. Μα δεν πρόφθασε ν' αποκριθεί και να πει πώς και τι είχε αποφασίσει. Η γιαγιά επέστρεφε με την κυρία Ηλέκτρα, και η κουβέντα έγινε γενική. Αλλά ο Περικλής, όσο και ο Βασίλης, απέφυγαν ν' αναφέρουν μπροστά τους το Βάλτο.

Με όλη όμως την προσπάθεια των γυναικών, η ατμόσφαιρα έμεινε βαριά. Κανένας δεν είχε κέφια. Και νωρίς χωρίστηκαν, ο καθένας πήγε στην κάμαρα του, και σε λίγο ένα ένα έσβησαν τα φώτα, το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μόνο ένα παράθυρο έμενε φωτισμένο. Η γιαγιά στην κάμαρα της διάβαζε ακόμα, όταν ένα κουδούνισμα της εξώπορτας, κι ένα δεύτερο, κι ένα τρίτο, σήκωσε το σπίτι στο πόδι. Η γιαγιά βγήκε στη σκάλα, έτοιμη να κατέβει, όταν είδε ένα φως που προχωρούσε στην είσοδο προς την πόρτα του σπιτιού.

- Ποιος είναι; ρώτησε.

- Εγώ, ο Βασίλης, αποκρίθηκε από το κάτω πάτωμα ο αντάρτης. Μην ανησυχείτε, κυρία, θ' ανοίξω εγώ.

Άνοιξε προσεκτικά την εξώπορτα ο Βασίλης, μα παραμέρισε ευθύς.

- Αποστόλη! έκανε ξαφνισμένος. Πού βρέθηκες εδώ;

Έκλεισε με μια σπρωξιά την εξώπορτα ο Αποστόλης.

- Σε βρίσκω, Βασίλη! έκανε με ανακούφιση. Άλλον γύρευα! Έρχομαι από τη Νιάουσα. Ο καπετάν Άγρας...

Είδε μια γυναικεία σκιά και διακόπηκε ξαφνικά. Μα αναγνωρίζοντας την, είπε κουτρουβαλιστά:

- Εσάς γύρευα, κυρία Ηλέκτρα! Ήλθα να μου πείτε σεις!...

- Στάσου! Στάσου να κατέβω! φώναξε ο Περικλής από πάνω. Και κατέβηκε όσο γρήγορα τον πήγαιναν τα πόδια του. Πίσω του, πιο αργά, ακολουθούσε η γιαγιά. Ήταν η μόνη ντυμένη με της μέρας τα ρούχα, και η πιο ατάραχη. Πήρε το κερί από το χέρι του Βασίλη. Με μια κίνηση των φρυδιών κατά την καμαριέρα, που αγουροξυπνημένη και άντυτη δίσταζε να πλησιάσει, είπε:

- Στείλε τη Μόρφω να κοιμηθεί κι έλα στο σαλονάκι. Θα μας πει εκεί ο Αποστόλης όσα έχει να πει.

Με τις πόρτες κλειστές, νευρικά, διηγήθηκε ο Αποστόλης. Είχε προφθάσει το βραδινό στρατιωτικό τραίνο των Βοδενών, και είχε έλθει κατευθείαν στης κυρίας Βασιωτάκη, για να δει την κυρία Ηλέκτρα, να τη συμβουλευθεί. Ο καπετάν Άγρας ήθελε να βγει, να πάγει να συνεννοηθεί με τους Βουλγάρους. Μερικοί τζορμπατζήδες το ήθελαν. Άλλοι όμως, σαν τον κύριο Χατζηδημούλα, το θεωρούσαν τρέλα και καταστροφή του Αγώνος. Και διηγήθηκε όλη τη συζήτηση που είχε ακούσει, το θυμό του Χατζηδημούλα, το δισταγμό μερικών άλλων, τη θετική αντίσταση του γιατρού του Περδικάρη, που ήταν και η ψυχή της Ελληνικής Κοινότητος στη Νιάουσα, και που γνώριζε καλά τη δολιότητα των Βουλγάρων. Και είπε, με συγκίνηση που έκανε τη φωνή του να τρέμει, τα επιχειρήματα του καπετάν Άγρα, που μιλούσε σαν απόστολος και σαν άγιος, που ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για να επιτύχει το μεγάλο του σκοπό, την ειρήνευση της Μακεδονίας. Και ήλθε κείνος τρεχάτος να το πει της κυρίας Ηλέκτρας, να πάρει τη γνώμη της, γιατί εκείνη τους ήξερε τους Βουλγάρους...

- Με ποιους Βουλγάρους συνεννοήθηκε - ξέρεις; διέκοψε ο Βασίλης.

Είχε συνεννοηθεί με κάποιο Ρουμούνο, Βασιλείου, και με έναν Κασάπτσε, του αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Και στην Κούγκα είχε απαντηθεί με τον Ζλατάν, και θα τον ξανάβλεπε...

Ο Βασίλης πήδηξε στα πόδια του.

- Να τον εμποδίσομε! φώναξε. Με κάθε άλλον! Όχι με τον Ζλατάν!

Τρομαγμένος ρώτησε ο Αποστόλης:

- Πώς να τον σταματήσομε; Έξαλλος επανέλαβε ο Βασίλης:

- Όχι με τον Ζλατάν! Θα τον προδώσει ο Ζλατάν!

- Πώς να κάνομε; ρώτησε πάλι ο Αποστόλης.

- Θα τον εμποδίσω εγώ!...

Ο Βασίλης έκανε να πάγει στην πόρτα, τρέμοντας όλος από πάθος.

Η κυρία Ηλέκτρα ρίχθηκε μπροστά του, έπιασε το πόμολο της πόρτας.

- Βασίλη! του είπε με τον ήσυχο μα επιτακτικό της τρόπο. Δεν έχεις δικαίωμα εσύ να πάρεις καμιάν απόφαση. Είσαι στρατιώτης. Θ' αναφερθείς στο Κέντρο!

Στάθηκε ο Βασίλης, και αργά πέρασε και ξαναπέρασε το χέρι στο μέτωπο του. Και ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του.

- Πού κάθεται ο κύριος Ζώης; Ξέρεις; ρώτησε τον Αποστόλη.

- Ξέρω.

- Πήγαινε με. Έχει δίκαιο η κυρία Ηλέκτρα. Μα αύριο θα είναι αργά. Πάμε τώρα!

Ο κύριος Ζώης κοιμούνταν. Μα σαν άκουσε όσα είχε να του πει ο Αποστόλης, ντύθηκε βιαστικά και είπε του Βασίλη και του Αποστόλη να τον συνοδεύσουν στο Γενικό Προξενείο.

- Θα έπρεπε να φύγεις αμέσως με τον Αποστόλη, να τον σταματήσετε, είπε του Βασίλη. Μα ώσπου να φύγει αύριο τραίνο... Είναι και ριψοκίνδυνο, μη σας υποψιαστούν και σας κατεβάσουν στους σταθμούς. Μεταφέρνουν τώρα στρατό και είναι φιλύποπτοι...

- Προμήθεψε μας άλογα, κύριε Ζώη, κι έννοια σου!

- Άλογα;... Μα θα σας παν ως τη Νιάουσα;... Αν τα βιάσετε μάλιστα;

- Αλλάζομε στην Καβάσιλα - εγγυούμαι εγώ! αναφώνησε ο Αποστόλης. Και ζητούμε διαβατήριο για τον Βασίλη από τον Χαλίλμπεη. Θα μας το δώσει.

Ο κύριος Ζώης συλλογίζουνταν. Ισως να ήταν ασφαλέστερο...

- Πού θα σας βρουν τ' άλογα; Δεν κάνει ν' ακουστούν στο καλντερίμι, τέτοια ώρα... έκανε.

- Θα τα βρούμε όπου διατάξεις, κύριε Ζώη. Ξέρομε και οι δυο τα τούρκικα, αποκρίθηκε ο Βασίλης, και ξέρομε τα τερτίπια τους, περνούμε όπου θέμε. Δώσε μας μόνο άλογα!

- Πηγαίνετε πίσω στης κυρίας Βασιωτάκη, να ετοιμαστείτε, είπε αποφασιστικά ο κύριος Ζώης. Θα συνεννοηθώ με τον Γενικό Πρόξενο, και θα σας ειδοποιήσω με τον Αλή πού θα βρείτε τ' άλογα!

Αποχαιρέτησε ο Βασίλης κι έφυγε. Μα πάλι γύρισε πίσω.

- Έχετε... έχετε καμιάν ελπίδα να τον σώσομε; ρώτησε βραχνά.

Ο κύριος Ζώης σήκωσε τα χέρια του. Κι εκείνου το μέτωπο ήταν οργωμένο, το ύφος σκοτισμένο.

- Αν τον προφθάσομε... Φοβούμαι... αποκρίθηκε και πρόσθεσε. Θα πάγω να βρω αμέσως τον κύριο Αντωνίου, και θα τηλεγραφήσομε στα Βοδενά, στο Μητροπολίτη, να λάβει εκείνος μέτρα...

Στο σπίτι της γιαγιάς ήταν ακόμα φωτισμένο το σαλονάκι. Οι δυο γυναίκες και ο Περικλής ξαγρυπνούσαν.

- Φεύγομε αμέσως! τους είπε ο Βασίλης. Ο Περικλής πετάχθηκε στα πόδια του.

- Θα 'ρθω μαζί σας! αναφώνησε.

Σιγά τον έσπρωξε ο Βασίλης πίσω στον καναπέ, όπου τον είχε ξαπλώσει η γιαγιά.

- Θα μας ήσουν εμπόδιο, έτσι αδύνατος που είσαι ακόμα, του αποκρίθηκε. Δυνάμωσε πρώτα.

- Θα μας ειδοποιήσετε; ρώτησε η κυρία Ηλέκτρα με λαχτάρα.

- Μέσον του Προξενείου, ναι! αποκρίθηκε ο Βασίλης. Καθισμένη πλάγι στον Περικλή, η γιαγιά χάιδευε το σκυλάκι του, που είχε κουλουριαστεί κοντά του, και άκουε τη διήγηση του Βασίλη και τις προσθήκες του Αποστόλη. Ήταν σκοτισμένη κι εκείνη, και ανήσυχη. Λοιπόν φοβούνταν και ο κύριος Ζώης;...

Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας, κι έτρεξε ν' ανοίξει ο Βασίλης. Ήταν ο Αλής με τις τελευταίες οδηγίες του κυρίου Ζώη. Και σαν ξανανέβηκε ο Βασίλης, είπε του Αποστόλη:

- Μας περιμένουν τ' άλογα. Πάμε ευθύς. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Άκουε και ο Περικλής, με το πρόσωπο αναλυμένο από αγανάκτηση και αγωνία. Το καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να τους είναι χρήσιμος, και ο θυμός τον έπνιγε, μαζί και η ντροπή, πως ήταν ανίκανος να βοηθήσει σε τέτοια τραγική ώρα. Και, ξαφνικά, αρπάζοντας το σκυλάκι του, κουλουριασμένο στον καναπέ κοντά του, το έριξε στην αγκαλιά του Βασίλη.

- Πάρε τον Μάγκα μαζί σου! είπε, και η φωνή του έτρεμε από τη βασταγμένη του ταραχή. Ίσως δε βρεις αμέσως τον καπετάν Άγρα, ίσως χρειαστεί να τον γυρέψεις, να ψάξεις στ' αλλόγυρα. Πάρε τον Μάγκα, θα σου είναι χρήσιμος, σε γνωρίζει και θα σε βοηθήσει να τον βρεις!...

- Χρησιμότερο βοηθό δεν μπορούσες να μου δώσεις! Τον παίρνω, αποκρίθηκε συγκινημένος ο Βασίλης. Μόνο να σώσομε τον Άγρα!

«Ναι! Να σώσομε τον Άγρα! Να σώσομε τον Άγρα», έλεγε και ξανάλεγε στο νου του ο Αποστόλης, βγαίνοντας καβάλα από τη Θεσσαλονίκη με τον Βασίλη. «Να σώσομε τον Άγρα! Αχ, και να μην έβγαινε σωστό το προαίσθημα, το άσχημο προαίσθημα του κυρίου Ζώη...». «Να σωθεί ο Άγρας! Να σωθεί ο Άγρας!» έλεγε και ξανάλεγε στο νου της η κυρία Ηλέκτρα την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο Γενικό Προξενείο για ειδήσεις. «Να σώσουν τον Άγρα! Μόνο να σώσουν τον Άγρα...» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ο Περικλής, που δεν μπορούσε πια να μείνει ξαπλωμένος ή καθισμένος, τα μάτια του αδιάκοπα στο ωρολόγι του τζακιού, νευρικός όλο και περισσότερο, όσο περνούσε η ώρα και αργούσε να γυρίσει η κυρία Ηλέκτρα, και κατέβαινε το σούρουπο και ειδήσεις δεν έφθαναν.

Και όταν μπήκε μέσα η κυρία Ηλέκτρα, και είδε το τεντωμένο, τραγικό της στόμα, πάγωσαν τα χέρια του.

- Τον σκότωσαν; ρώτησε βραχνά.

- Δεν ξέρουν. Έφυγε ξημερώματα από τη Νιάουσα! Άγνωστο για πού! Έδιωξε τους άντρες του, και πήγε με λίγους οδηγούς. Μα πήγε! Οι άντρες του επέστρεψαν στο κατάλυμα τους. Εκείνος όμως δε γύρισε πια...

- Τον σκότωσαν; ρώτησε πάλι αγριεμένος ο Περικλής. Πείτε μου! Βρήκανε το σώμα του;

- Όχι. Δεν ξέρουν τίποτα στο Προξενείο. Έλαβαν κρυπτογραφικό τηλεγράφημα, υπογραμμένο από τον Χατζηδημούλα και το γιατρό τον Περδικάρη, που λέγει πως έφυγε. Άλλο δεν ξέρουν. Μα λίγες είναι οι ελπίδες να τον σώσουν...

- Κυρία Ηλέκτρα... Θα πάμε μεις!... Εσείς κι εγώ!... Θα σηκώσομε τα χωριά, και θα τον πάρομε πίσω! Θα πάρομε το πρώτο τραίνο... Και από τη Νιάουσα θα βρούμε οδηγό.

- Δε θα σ' αφήσει η γιαγιά... μουρμούρισε η κυρία Ηλέκτρα.

- Θα της αφήσω ένα χαρτάκι... Θα της γράψω να με συγχωρήσει. Θα καταλάβει εκείνη. Ξανάφυγα κρυφά... Θα φύγομε κρυφά... είπε χαμηλόφωνα ο Περικλής. Οποιαδήποτε θυσία! Μα να τον σώσομε!...

- Ναι! Να τον σώσομε... μουρμούρισε νικημένη η δασκάλισσα.

Ξημερώματα, σκοτεινά ακόμα, δυο σκιές κρυφά βγήκαν απ' το σπίτι της γιαγιάς. Φορούσαν χωριάτικα ρούχα. Τράβηξαν κατά το σταθμό και μπήκαν στο πρώτο τραίνο, που ξεκίνησε σφυρίζοντας λαχανιασμένο, πετώντας κουλουριαστό και μαύρο τον καπνό.