Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΘ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΘ'. Κομιτατζήδες


Πάνω από τη Νίκη, καλοχτισμένη μεγάλη καλύβα, με πάτωμα πλατύ και οχυρωμένο, κυμάτιζε υπερήφανη η κυανόλευκη, ανοίγοντας διάπλατα τις γαλάζιες πτυχές της στο δροσερό αεράκι του δειλινού.

Τα παλικάρια γυμνάζουνταν στη σκοποβολή. Έριχναν σε μια τετράγωνη σανίδα που είχαν στήσει μακριά, σ' ένα θάμνο από νούφαρα. Ο Νικηφόρος, ξυρισμένος πάλι, καθαρός, περιποιημένος έγραφε, καθισμένος στο πάτωμα σταυροπόδι, και ο καπετάν Παντελής, «ο νοικοκύρης της παρέας», και ο Μήτσος Βασιωτάκης, μ' ένα τουφέκι στο χέρι, γύμναζαν τους νεοσύλλεκτους, τους δίδασκαν πώς να χειρίζονται το όπλο. Η ωραία κατακαίνουρια φορεσιά του Μήτσου δεν ξεχώριζε πια τόσο από τους άλλους αντάρτες. Μέρα νύχτα στο πάτωμα, συχνά μες στο νερό και άλλοτε πάλι στις μακρινές πορείες, στα χώματα του κάμπου, είχε χάσει την καινούρια της φρεσκάδα που του την είχαν τόσο ζουλέψει ο Κουκουδέας και ο καπετάν Παντελής. Ο ήλιος, ο άνεμος, είχαν ψήσει τα χέρια και το πρόσωπο του, και η λιτή μονότονη τροφή τον είχε λιγνέψει, τον είχε κάμει όλο νεύρο. Έξαφνα, μια φωνή σηκώθηκε από τα καλάμια:

- Παύσετε πυ-υ-υ-ρ! Επίσκεψη-η-η!...

Όλοι στάθηκαν με το όπλο στο πόδι, χαρούμενοι, ανυπόμονοι. Επίσκεψη στη Νίκη ήταν σπάνια όσο κι ευχάριστη αλλαγή και ξεκούραση. Δυο πλάβες πλησίαζαν. Ο Νικηφόρος αναγνώρισε την κυρία Ηλέκτρα και σηκώθηκε.

- Πώς αυτό το καλό; της είπε τείνοντας το χέρι να τη βοηθήσει ν' ανέβει στο πάτωμα, και αμέσως έκανε τις συστάσεις: Ο Μήτσος Βασιωτάκης, η κυρία Ηλέκτρα Δράκου, μια ηρωική συνεργάτρια...

- Καθόλου ηρωική, είπε κείνη χαιρετώντας τον Μήτσο.

- Αυτός ο νέος εϊναι; ρώτησε.

Ο Βασίλης έκανε νόημα καταφατικό, και οι τρεις αντάρτες, ο Βασίλης, ο Ακρίτας και ο Μανόλης ο Στενημαχίτης ανέβηκαν στο πάτωμα, ενόσω ο πλαβαδόρος έδενε την πλάβα. Τα μάτια του Γρέγου δεν άφηναν τον Μήτσο. Μα δεν του απέτεινε το λόγο, ούτε μίλησε καθόλου. Και ρώτησε ο Νικηφόρος την κυρία Ηλέκτρα:

- Τι βοήθεια λοιπόν ζητάτε από μας;

- Εσείς να μου πείτε πώς μπορεί να με βοηθήσετε, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα. Οι κομιτατζήδες λυμαίνονται τον κάμπο και τα ελληνικά μας χωριά. Έκαψαν σπίτια, σκότωσαν το δάσκαλο, τον κύριο Σοφοκλή, στο Τσοχαλάρ, και φοβερίζουν καθημερινώς τον πάτερ Χρυσόστομο, στο Μπόζετς, πως θα τον σκοτώσουν αν δε φύγει. Χθες μπήκαν στο δικό μου σχολειό, δεν ξέρω πώς, κι έβαλαν μπόμπα. Θα έφυγαν βιαστικά και τους έπεσε ένα ρούχο που πήρε φωτιά. Ένας μικρός που μένει μαζί μου, ο Γιωβάν, μύρισε το καμένο πανί, έψαξε στο μαγειριά κι έσβησε το αναμμένο φιτίλι με το πόδι του. Τρόμαξα. Δεν τον θέλω πια εκεί. Μόνη μου είμαι πιο ελεύθερη· θα πολεμήσω καλύτερα χωρίς την έννοια του. Δε θέλω να πάθει το παιδί.

- Τίνος είναι;

- Είναι του Άγγελ Πέιο ανήψι.

Ο Βασίλης άκουε. Το πρόσωπο του συσπάστηκε.

- Και θέλεις να το σώσεις; έκανε.

- Τι φταίει το παιδί, αν γεννήθηκε Βουλγαράκι, είπε γλυκά η κυρία Ηλέκτρα, και αν ο θείος του είναι κομιτατζής;

Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε. Τα χέρια του έτρεμαν. Τον είδε ο Μήτσος. Ρώτησε τη δασκάλισσα:

- Πώς βρίσκεται κοντά σας ο ανεψιός του Πέιο;

Η κυρία Ηλέκτρα διηγήθηκε το φθάσιμό του, ένα βροχερό κρύο σούρουπο, με το μήνυμα του Αποστόλη για τον Νικηφόρο.

- Εβεβαιωθήκατε πως ήταν πραγματικό το μήνυμα; ρώτησε ο Μήτσος.

- Ναι, ήταν, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Κι έκτοτε μας έκανε και άλλες δουλειές...

- Εμπιστεύεστε βλαστάρι του Πέιο; ρώτησε ο Βασίλης, και η φωνή του έτρεμε. Θα σας γελάει όλους και θα σας προδίδει.

Μια στιγμή οι άλλοι κοντοστάθηκαν. Αποφασιστικά είπε η κυρία Ηλέκτρα:

- Όχι, δε μας προδίδει. Μας έδωσε αποδείξεις, με κίνδυνο της ζωής του, πως μας είναι αφοσιωμένος.

Ο Στενημαχίτης ρώτησε τον Βασίλη:

- Γιατί δεν πιστεύεις πως μπορεί να γίνει Ρωμιός;

- Γιατί, όπως λέει η παροιμία, «ο λύκος κι αν εγέρασε κι αν άσπρισ' το πετσί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε την κεφαλή του», αποκρίθηκε ο Βασίλης. Πόσο περισσότερο, το λυκόπουλο που ζυμώθηκε στην αποφορά της γελασιάς και της προδοσίας, και δεν πρόφθασε να κακοπάθει από τη ζωή;

- Έχεις άδικο, ακούστηκε του καπετάν Ακρίτα η βαθιά φωνή, που ξαφνικά είχε γίνει πολύ τρυφερή. Το είδα το Βουλγαράκι. Φαίνεται και τυραννισμένο και κακοπαθιασμένο κι ευγενικό. Έχει μεγάλα μαύρα μάτια, που ταράζουν. Μου θύμισε μιαν αδελφή μου...

- Μη βλαστημάς! αναφώνησε αγριεμένος ο Βασίλης.

- Δε βλαστημώ. Της μοιάζει, θες δε θες, αποκρίθηκε σιγά ο Γρέγος.

- Γιατί δεν παραδέχεσαι πως μπορεί να γίνει δικός μας, Βασίλη; είπε πάλι ο Στενημαχίτης. Γίνηκαν και άλλοι βουλγαρόφωνοι. Κοίταξε τον καπετάν Κώττα, κοίταξε τον καπετάν Γκόνο! Δε γίνηκαν δικοί μας; Αν συγκρίνει τους Έλληνες με τους Βουλγάρους, ένα τρυφερό παιδί μπορεί να επηρεαστεί, να προσκολληθεί σε μας και να μισήσει αυτούς.

- Και τους μισεί, βεβαίωσε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο Βασίλης δε μίλησε. Τα χείλη του έτρεμαν από πάθος. Ο Νικηφόρος άλλαξε την κουβέντα.

- Καταγγείλατε στην αστυνομία την απόπειρα ν' ανατινάξουν το σχολειό σας; ρώτησε.

- Να πάγω σε Τούρκο, εγώ; Βέβαια όχι!... αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο Μήτσος, ασυνήθιστος ακόμα στις ντόπιες αντιπάθειες και στα μίση, την κοίταζε με περιέργεια.

- Αν δε ζητήσετε βοήθεια από τις αρχές του τόπου, από πού θα τη ζητήσετε; ρώτησε.

Η κυρία Ηλέκτρα χαμογέλασε. Και το χαμόγελο της δρόσισε το λίγο αυστηρό της πρόσωπο.

- Από σας, αποκρίθηκε. Από τον καπετάν Νικηφόρο.

Ο Νικηφόρος άπλωσε τα πόδια του κι έξυσε λίγη λάσπη που είχε ξεραθεί στη μπότα του.

- Καλά κάνετε να βάζετε περισσότερη βάση σε μας, είπε. Μα πρέπει εγκαίρως να μας ειδοποιήσετε. Είστε πάντα σε καιρό;

Γελαστά είπε η κυρία Ηλέκτρα:

- Γι' αυτό ήλθα. Ήλθα να σας πω, πως εδώ κοντά που είστε, αν εσείς ή η Κρυφή ή η Πέτρα ή οι Απόστολοι ακούσετε πιστολιές, στείλετε αμέσως βοήθεια. Θα προφθάσετε. Εγώ θ' αμυνθώ.

Πάλι την κοίταξε με απορία ο Μήτσος. Πώς μπορούσε ν' αμυνθεί αυτό το κορίτσι; Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων. Τι ήξερε από πόλεμο; Ρώτησε κείνη το Νικηφόρο:

- Τι θα κάνετε για το παιδί μου; Θα ήθελα να μείνει κοντά.

- Καλά, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, κάτι θα κάνομε. Έρχεται άνοιξη. Κάπου θα το βολέψομε. Εσείς όμως γιατί δεν πάτε στη Θεσσαλονίκη, αφού βλέπετε πως σας κυνηγούν;

- Ν' αφήσω το σχολειό μου;

Το είπε τόσο αποφασιστικά, που δεν επέμεινε ο Νικηφόρος.

- Εσείς κρίνετε... της αποκρίθηκε.

- Ναι, εγώ κρίνω. Και κρίνω πως τώρα πρέπει να φύγω για να φθάσω πριν νυχτώσει, αν είναι δυνατόν. Με βγάζετε στην Πέτρα; Είναι πιο κοντά στο Ζορμπά.

- Θα σας συνοδεύσομε ως το σχολειό, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

Δυο πλάβες ετοιμάστηκαν αμέσως. Στη μια μπήκε ο Νικηφόρος μ' έναν πλαβαδόρο, και βοήθησε την κυρία Ηλέκτρα να κατέβει, και σε άλλη πλάβα ακολούθησε ο Μήτσος, με ένα άλλον πλαβαδόρο οπλισμένο. Ο Γρέγος πήδηξε κοντά του στη βάρκα.

- Έρχεσαι και συ, καπετάν Ακρίτα; ρώτησε ο Μήτσος για να πει κάτι.

- Μάλιστα, κύριε Βασιωτάκη, αποκρίθηκε ο οπλαρχηγός, με κάτι σα συγκίνηση στη βαθιά του φωνή.

Τον κοίταξε με απορία ο Μήτσος.

- Γιατί με λες κύριο; ρώτησε.

Μα αντί ν' απαντήσει αντερώτησε ο Γρέγος:

- Πώς σε άφησε η μητέρα σου να έλθεις εδώ με τον Βασίλη; Δεν ξέρεις πως είναι αγώνας έως θανάτου;

Ο Μήτσος χαμογέλασε.

- Το ξέρει, αποκρίθηκε. Μα δε θα μ' εμπόδιζε ποτέ από ένα καθήκον.

- Και θεωρεί ο πατέρας σου καθήκον σου να βρεις το παιδί του Βασίλη; ρώτησε ο Γρέγος, και πάλι κάτι σα συγκίνηση έτρεμε στη φωνή του.

Περίεργος ρώτησε ο Μήτσος:

- Τον ξέρεις μήπως τον πατέρα μου;

Μεμιάς κλείστηκε ο άλλος.

- Μου είπε ο Βασίλης πως πληγώθηκε βαριά σε κάποια μάχη... στα '97, ο πατέρας σου, έκανε τάχα αδιάφορα.

- Ναι, πληγώθηκε. Κόντεψε να πεθάνει. Μα γιατί σ' ενδιαφέρει αυτό εσένα, καπετάν Ακρίτα; Μην ήσουν και συ στο Βελεστίνο;

- Όχι! αποκρίθηκε ξερά ο Γρέγος.

Η στάση του κέντρισε περισσότερο ακόμα την περιέργεια του Μήτσου.

- Τι σου είναι εσένα ο Βασίλης; ρώτησε. Μοιάζετε αδελφοποιτοί, βλάμηδες. Και όμως αυτός είναι Μακεδόνας, από την καρδιά της Μακεδονίας, ενώ εσύ, καπετάν Ακρίτα, είσαι Αθηναίος... Πώς συνδέεστε έτσι;

Ο Γρέγος σήκωσε τους ώμους του.

- Γνωριζόμαστε, είπε αδιάφορα.

Και σώπασε. Κι έπεσε σε βαθιά συλλογή, που δεν έκανε πια να τη διακόψει ο άλλος. Ο Βασίλης ωστόσο είχε μείνει στο πάτωμα με τον Στενημαχίτη και κοίταζε τις πλάβες που απομακρύνονταν.

- Με ποιον κάθεται αυτό το κορίτσι; ρώτησε.

Μα ο Στενημαχίτης δεν την ήξερε. Αποκρίθηκε ο καπετάν Παντελής:

- Κάθεται μόνη στο σχολειό της.

- Ο παπάς τουλάχιστον μένει εκεί κοντά της;

- Δεν έχει ελληνική εκκλησία ο Ζορμπάς. Ο παπάς είναι Βούλγαρος.

- Και δεν έχει κανένα; Γείτονες; Φίλους;

- Όλοι στο χωριό είναι φίλοι της, είπε ο καπετάν Παντελής. Και σ' όλα τα περίχωρα. Μα ο Θεός να φυλάγει· αν δεν προφθάσει η βοήθεια μας που ζήτησε σήμερα, θα πάει και αυτή σαν την Αικατερίνη Χατζηγεωργίου.

- Τι έπαθε η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου; ρώτησε ο Βασίλης.

- Ήταν δασκάλισσα στο Γευγελί, αποκρίθηκε ο Στενημαχίτης. Μα επειδή έμεινε στο έλεος του Θεού ένα ελληνοχώρι, Γκέρτσιστα, βόρεια από το Γευγελί και μέσα στη Βουλγαρία, έφυγε αυτή και πήγε και άνοιξε εκεί σχολειό. Τη φοβέρισαν και την ξαναφοβέρισαν οι Βούλγαροι πως θα τη σκοτώσουν. Τίποτα αυτή. Έμεινε στη θέση της. Και όταν ένα βράδυ περικύκλωσαν οι κομιτατζήδες το σχολειό της, δυο ώρες, με το πιστόλι στο χέρι, αμύνουνταν μόνη! Τότε έβαλαν φωτιά στο σχολειό οι Βούλγαροι, και πνιγμένη από τον καπνό, με δυο κοριτσάκια, πήδηξε η Χατζηγεωργίου από το παράθυρο. Τα θηρία την έπιασαν και την αποκεφάλισαν, καθώς και τα κοριτσάκια, και τις ξανάριξαν πάλι μες στις φλόγες. Μόνο από την καλτσοδέτα της αναγνώρισαν τη Χατζηγεωργίου. Αμέσως την άλλη μέρα πήγε ένα σώμα δικό μας, με τον οπλαρχηγό Μιχάλη Σιωνίδη από τη Μπογδάντσα, κι έκαψε τη Μπραίκορτσα και την Μπαλίντσα, δυο βουλγαροχώρια όπου κρύβουνταν οι δολοφόνοι. Βέβαια τους έσφαξαν αυτούς ως τον τελευταίο. Μα τι κατάλαβες; Πάει η ηρωική Χατζηγεωργίου, και άλλα έξι άτομα που βρέθηκαν μες στο σχολειό της.

Ο Μανόλης έτριζε τα δόντια του.

- Τα ίδια του χωριού σου, Βασίλη, είπε. Και ύστερα μιλά ακόμα ο καπετάν Άγρας για επιείκεια και πολιτισμό!

- Και ο καπετάν Νικηφόρος γύρευε με το ευαγγέλιο και το σταυρό να τους νουθετήσει, είπε ο καπετάν Παντελής. Μα ένα δυο εκδρομές στα περίχωρα τον έπεισαν, νομίζω, πως ο Αγώνας μας δε γίνεται χωρίς αίμα. Κάθε μέρα έρχονται προεστοί, παπάδες και δάσκαλοι, ακόμα και Τούρκοι, και ζητούν τη βοήθεια μας. Πότε βρίσκουν ένα ακέφαλο σώμα, πότε μια μαχαιρωμένη γυναίκα, πότε ολόκληρη οικογένεια σφαγμένη, πότε καμένα ερείπια με καρβουνιασμένα πτώματα... Μα ας μας δώσει το σύνθημα το Κέντρο, και θα τα πληρώσουν όλα μαζί τα εγκλήματα τους. Ως εδώ μας έχουν φέρει!... (με μια κοφτή κίνηση πάνω από το αυτί). Και ξέρομε πού κρύβονται. Μπόζετς, Κουρφάλια, Χιντιρλί και τα λοιπά, είναι φωλιές από κομιτατζήδες. Ας φθάσομε μια μέρα εκεί, και τότε...

Λίγη ώρα και οι τρεις άντρες έμειναν σιωπηλοί.

- Και γυρεύει η δασκάλα αυτή να γλιτώσει ένα Βουλγαρόπουλο! είπε ο Βασίλης σφίγγοντας τα δόντια του.

Κάθουνταν ακόμα και κουβέντιαζαν αργά τη νύχτα, όταν γύρισαν οι πλάβες με τον Αρχηγό, τον καπετάν Ακρίτα και τον Μήτσο. Είχαν πάει, λέει, τη δασκάλισσα στο σχολείο της, όλα ήταν ήσυχα στο χωριό - αλλά ως πότε;

- Εκείνο που θαυμάζω, είπε ήσυχα ο Νικηφόρος, είναι η ψυχραιμία αυτού του κοριτσιού. Ζει μόνη της, κλεισμένη στο σχολείο της και δεν της καίγεται καρφί. Είναι θαυμάσιες, αλήθεια αυτές οι γυναίκες του Αγώνα!

Στο Τσέκρι, ωστόσο, καθισμένος χάμω πλάι στον Αποστόλη, ο Γιωβάν του διηγούνταν όλα όσα είχε δει και ακούσει αφότου τα δυο παιδιά είχαν αποχωριστεί. Δεν ήταν ευχαριστημένος ο Γιωβάν. Ο Πέτρωφ ο καρβουνιάρης είχε έλθει δυο φορές, νύχτα, στο σχολειό, και κρυφά είπε της κυρίας Ηλέκτρας να φύγει. Ήταν και αυτός μέσα στο κομιτάτο που κατεδίωκε τους Έλληνες, μαζί με το βουλγαρόπαπα. Μα δεν ήθελε το κακό της κυρίας Ηλέκτρας, που είχε φροντίσει το κορίτσι του σαν ήταν άρρωστο, και το είχε ξαγρυπνήσει μια νύχτα ολόκληρη. Και είχε έλθει να της πει πως θα πάθει μεγάλα κακά αν δε φύγει. Εκείνη γελούσε. Του έλεγε: «Καλά, καλά, Πέτρωφ!» και δεν έφευγε. Όπου μια μέρα, χθες, πήγε ο Γιωβάν να κατεβάσει την κατσαρόλα με τις πατάτες από τη φωτιά, και μύρισε καμένο πανί. Κοντά στο παράθυρο, κάτω από ένα σκαμνί, ήταν μια σιδερένια μαύρη μπάλα μ' ένα φιτίλι αναμμένο κι ένα κομμάτι ρούχου που είχε καεί. Θυμήθηκε πως στου Άγγελ Πέιο, κάποιοι Βούλγαροι εχθροί του από αντίθετο κόμμα, είχαν φέρει μια τέτοια μπάλα, πάλι με φιτίλι αναμμένο, και το είχε πατήσει ο Άγγελ Πέιο, κι έδειρε το Γιωβάν που δεν το είχε δει, λέει, και δεν το είχε σβήσει, γιατί, λέει, η μπάλα αυτή αν σκούσε θα έκαιε ολόκληρο το σπίτι.

- Αυτές οι μπάλες είναι, Αποστόλη, αυτά που λένε χεροβομβίδες;

- Πάνω κάτω, ένα πράμα είναι, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Μόνο που οι χεροβομβίδες πρέπει να σκάζουν σα χτυπήσουν χάμω, και είναι πιο μικρές. Εμάς, στη βουλγάρικη καλύβα, δε σκάσανε, και γι' αυτό δεν την πήρε ο καπετάν Άγρας, με όλη του την παληκαριά. Μα τι την κάνατε τη μπόμπα, μιας κι έσβησες το φυτίλι;

- Ήθελε η κυρία Ηλέκτρα να τη φέρει εδώ. Δε σύμφερε, λέει, να τη χάσομε. Τη βάλαμε σ' ένα ζεμπίλι, τη σκέπασε με μαϊντανό, και την κουβάλησε ως εδώ. Την έδωσε σ' αυτόν, είπε δείχνοντας με το κεφάλι τον Μανόλη τον Κατσαρό, που από μια κάσα έπαιρνε φυσίγγια και γέμιζε φυσιγγιοθήκες. Ποιος είναι;

- Σα λείπει ο καπετάν Νικηφόρος και ο υπαρχηγός του ο καπετάν Παντελής, σ' αυτόν αφήνει ο Αρχηγός τη διεύθυνση της καλύβας, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

Μιλούσε χωρίς να πολυπροσέχει το μικρό κοντά του. Ο νους του ήταν στο συνομήλικα του τον Περικλή, που καταγίνουνταν με τέσσερις πέντε άντρες, και τους μάθαινε πώς να γεμίζουν γρηγορότερα τα τουφέκια τους. Και καλόκαρδα του έλεγαν οι άντρες αυτοί, ζυμωμένοι με φωτιά και σίδερο:

- Υπαρχηγό θα σε κάνομε, Περικλή. Κοίταξε μόνο να βγάλεις γρήγορα μουστάκι, για να σε σέβονται και οι γουρουνομύτες, σαν τους βαρέσεις!

Ήταν λιγνός και ψηλός για την ηλικία του ο Περικλής, αμούστακο αγόρι, και όμως φαίνουνταν να επιβάλλεται σ' αυτούς τους άντρες, ψημένους στον αγώνα, σα να 'ταν από τη γέννηση του αρχηγός. Και του Αποστόλη του επιβάλλουνταν ο Περικλής. Λίγο τον είχε δει στην Τούμπα της Τερχοβίστας, πριν τον πάει στην Κούγκα, με το σκυλάκι του, τον Βασίλη και τον Μήτσο. Όταν τον πρωτοείδε, με την καινούρια του φορεσιά ολοκάθαρη σαν του Μήτσου, του φάνηκε σα φιγουρίνι. Ήταν και οι δυο τόσο παράταιροι, σαν ξένα στοιχεία, μέσα στους μπαρουτοκαπνισμένους άντρες του Αγώνα. Μα λίγο βάσταξε αυτή η εντύπωση. Ο Περικλής ήξερε το τουφέκι και το πιστόλι, όπως ούτε οι πολεμοδαρμένοι αντάρτες δεν τα γνώριζαν. Ήταν σα να είχε ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στις μάχες, στα μπαρούτια και στα βόλια. Και τώρα, καλοχτενισμένος, καθαρότατος, με όλη την τριβή που είχε πάθει η φορεσιά του στο πάτωμα της καλύβας, στη βροχή και στα νερά της Λίμνης, όταν σε κοίταζε με τα ήσυχα καστανά του μάτια και το κεφάλι όρθιο, πάντα λίγο πίσω ριχμένο, σου επιβάλλουνταν, ήθελες δεν ήθελες, σα να ήταν αρχηγός. Τον πείραζε λιγάκι τον Αποστόλη αυτή η ανεξήγητη επιβολή. Αλλά και συγχρόνως τον τραβούσε προς το συνομήλικο αυτό αγόρι, και ήθελε να το γνωρίσει καλύτερα, να το «ζυγίσει», όπως έλεγε, και να το καταλάβει. Και σαν κάθισε στο πάτωμα και ο Περικλής, με το σκυλάκι στα γόνατα του, και λίγο απομονωμένος από τους άντρες, συλλογισμένος κοίταζε το ποτάμι που κυλούσε μπρος στην καλύβα, σηκώθηκε ο Αποστόλης, είπε του Γιωβάν να περιμένει, και πλησίασε και κάθησε κοντά του.

- Είναι πρώτη φορά που έρχεσαι στο Βάλτο; ρώτησε παίρνοντας το ύφος του το πιο αδιάφορο.

- Ναι! αποκρίθηκε ο Περικλής. Γιατί;

- Πώς ξέρεις τόσο καλά το τουφέκι; Ξαναπολέμησες;

- Δεν πολέμησα, αποκρίθηκε ο Περικλής, αλλά βρέθηκα πάνω στα βουνά της Κρήτης μ' επαναστάτες που πολεμούσαν. Και ο παππούς μου, που ήταν προπάππος μου, και είχε πολεμήσει στα 213, με μεγάλωσε με τα τουφέκια και τα πιστόλια, όπως είχε μεγαλώσει κι εκείνος, τότε που, πιο μικρός από μένα, στο Μεσολόγγι, πολέμησε με τον Μάρκο Μπότσαρη.

- Και ξέρεις τον καπετάν Ακρίτα;

- Αυτόν που ήλθε με τον Βασίλη; Κι έφυγε με την κυρία; Όχι, δεν τον ξέρω. Πρώτη φορά τον βλέπω. Γιατί ρωτάς;

- Έτσι. Και ο εξάδελφος σου τον γνωρίζει;

- Δεν ξέρω. Δεν πιστεύω όμως.

- Εσύ είσαι Κρητικός;

- Ναι!

- Και ο εξάδελφος σου;

- Κι εκείνος. Μα μένει στην Αίγυπτο.

- Γιατί ήλθατε;

- Κάποιον γυρεύομε.

- Το ξέρω. Τον Τάκη. Το παιδί του Βασίλη... Είναι στην Κουλακιά. Και θα τον πάγω εγώ τον Βασίλη.

- Πώς το ξέρεις πως είναι στην Κουλακιά το παιδί;

- Το είδα. Πήγαινα, με διαταγές του Δεσπότη, έναν ψευτόπαπα από την Κουλακιά στο Κλειδί...

- Τον Ματαπά;

- Πού τον ξέρεις εσύ τον Ματαπά;

- Δεν τον ξέρω, τον ακούω. Δεν έκανε τον ηγούμενο στην Όσιανη, κοντά στο Γευγελί, για τέσσερις μήνες, ως τον Ιανουάριο του 1906, πριν μπει στο Βάλτο;

- Ναι! Ύστερα;

- Δεν ξέρω ύστερα. Εσύ ξέρεις πού είναι;

- Ξέρω! Δεν τον είδα, μα ξέρω. Θες να τον γνωρίσεις;

- Ακούς λέει; Πότε θα ξαναπάς;

- Τώρα πάγω στην Κουλακιά με τον Βασίλη, να βρούμε το παιδί του.

- Μα εκεί λέγω να πάω κι εγώ!

- Ωραία! Από κει πια είναι εύκολο.

- Πού είναι;

- Θα σε πάγω, αν επιτρέπει ο Αρχηγός, είπε επιφυλακτικά ο Αποστόλης.

Ο Περικλής χαμογέλασε.

- Καλά κάνεις και φυλάγεσαι, είπε· δε με ξέρεις.

Λίγο ντροπιασμένος είπε ο Αποστόλης:

- Όχι,... μα ξέρεις... είμαι ορκισμένος. Και είναι αρχή των ορκισμένων να μη μιλούν και να μη ρωτούν. Ξέρομε πως είμαστε χιλιάδες. Μα κανένας δεν ξέρει το συνάδελφο του τον ορκισμένο. Έτσι είναι η Οργάνωση. Αν πιάσουν ένα και τον ρωτήσουν, και να θέλει δεν ξέρει να πει. Με κρυφά σημεία καταλαβαίνομε αν αυτός με τον οποίο μιλούμε είναι ορκισμένος. Εσύ δεν είσαι, ούτε ο εξάδελφος σου. Ο Βασίλης είναι.

- Πώς το ξέρεις;

- Ο Βασίλης αποκρίνεται στα μυστικά σημεία. Εσύ και ο ξάδελφος σου όχι.

Ο Περικλής έμεινε συλλογισμένος.

- Είναι δω κανένας να με ορκίσει; ρώτησε ξαφνικά.

- Δεν ξέρω. Δεν το ξέρει κανένας από μας, τους στρατιώτες να πούμε. Ίσως να ξέρει ο Αρχηγός.

Πολλή ώρα έμεινε συλλογισμένος ο Περικλής.

- Κάνει να μου πεις, εσένα ποιος σε μύησε;

- Όχι, δεν κάνει! Δίνομε όρκο να μην το πούμε.

Λίγη ώρα έμειναν πάλι σιωπηλά τ' αγόρια. Και είπε συλλογισμένος ο Περικλής:

- Έφυγα κρυφά από του θείου μου, κι εκείνος είναι καλός, μου το συγχώρησε. Μου το βεβαίωσε η μητέρα του, που έφυγε μαζί μας και είναι τώρα στη Θεσσαλονίκη. Με τραβούσε η Μακεδονία με τον αγώνα της. Μα δεν τον φαντάζουμαν τόσο συναρπαστικό!

- Βλέπεις; Και ακόμα δεν είδες μάχη! Αν ήσουν κοντά στο Ζερβοχώρι, όταν χτύπησε ο Άγρας τις καλύβες!...

Ένα υπόκωφο γρύλισμα του Μάγκα, που ήταν στα γόνατα του Περικλή, τον διέκοψε. Ο Περικλής έγειρε στο σκύλο του.

- Τι είναι, Μάγκα; ρώτησε, και χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, που είχε ορτσώσει τ' αυτιά του και αδιάκοπα γρύλιζε σιγανά μα θυμωμένα, ζαρώνοντας τη μύτη του και ξεσκεπάζοντας τα δόντια του.

Ο Περικλής σήκωσε το κεφάλι του Μάγκα και τον κοίταξε στα μάτια:

- Κακός; ρώτησε.

Ο σκύλος γρύλισε πιο δυνατά.

- Σιγά, Μάγκα, είπε ο Περικλής. Θα τον δούμε...

Ο σκύλος κούνησε την ουρά του, σηκώθηκε έτοιμος να ορμήσει, κι εξακολούθησε να γρυλίζει, μα χαμηλότερα.

- Σώπα, Μάγκα, πρόσταξε ο Περικλής.

Και το σκυλί σώπασε. Μα ολοένα ξεσκέπαζε περισσότερο τα σκυλόδοντα του κι έτρεμε όλος στα λυγισμένα πίσω του πόδια, έτοιμος να χιμήξει.

- Γιατί κάνει έτσι; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Μυρίζεται εχθρό, αποκρίθηκε ο Περικλής, κοιτάζοντας μια πλάβα που ξεπρόβαλε από ένα μονοπάτι.

Ο Αποστόλης γύρισε, είδε την πλάβα, και είπε:

- Είναι δικά μας παιδιά, μ' έναν Τούρκο.

Ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός την είχε δει επίσης. Σηκώθηκε και χαιρέτησε με το χέρι. Μα καθώς πλεύρισε η πλάβα, ο Μάγκας ξέφυγε σχεδόν από τα χέρια του Περικλή και γάβγισε με οργή. Ο καπετάν Μανόλης γύρισε, τον είδε και γέλασε.

- Δεν ντρέπεσαι, Μάγκα! είπε.

Ο Περικλής κρατούσε το σκύλο από το κολάρο και γύρευε να τον ησυχάσει.

- Πρώτη φορά τον βλέπεις τον Αλή, ε; έκανε γελαστός ο Μανόλης ο Κατσαρός, και σκύβοντας χάιδεψε το σκύλο. Μα είναι καλός, καλός... εξακολούθησε καθησυχαστικά. Είναι δικός μας...

Ο Τούρκος είχε ανέβει στο πάτωμα και χαιρετούσε φιλικά τους άντρες. Μα ο Μάγκας εξακολουθούσε να κουφογρυλίζει και να τρέμει. Ο Αποστόλης ρώτησε τον Περικλή:

- Πάντα κάνει έτσι με ξένους; Ο Περικλής έγνεψε αρνητικά.

- Σαν Κρητικός λοιπόν που είναι, αντιπαθεί φαίνεται τους Τούρκους... είπε χαμηλόφωνα ο Αποστόλης.

- Όχι, δεν είναι Κρητικός· είναι από αγγλική ράτσα, αποκρίθηκε, επίσης σιγά, ο Περικλής. Και δεν αντιπαθεί ιδιαιτέρως τους Τούρκους. Χθες ήλθε ένας άλλος Τούρκος, ένας Αβδουλάς, και τον δέχτηκε καλά. Το ένστικτο του σκύλου δεν τον γελά.

Ο Αποστόλης γέλασε.

- Η κυρία Ηλέκτρα λέγει πως εγώ έχω ένστικτα λαγωνικού, είπε. Αυτή τη φορά συμφωνώ με τον Μάγκα. Δε μ' αρέσει τούτος ο Τούρκος.

Ένας από τους άντρες που βρέθηκε κοντά, άκουσε τις τελευταίες λέξεις.

- Έχεις άδικο, του είπε χαμηλόφωνα. Και πρώτα, δεν είναι Τούρκος, είναι Αλβανός. Και ύστερα, είναι στην υπηρεσία του Αρχηγού, και μας έχει φέρει πολλές φορές ειδήσεις και πληροφορίες σημαντικές...

Ο Κατσαρός έλεγε του Αλή:

- Δεν είναι δω ο Αρχηγός, μα πες μου τα εμένα.

- Πες μου εσύ κάλλιο πού είναι ο Καπετάνιος, επέμενε ο Αλής.

- Δεν ξέρω. Κάποια δουλειά θα 'χει για ν' αργεί. Πες μου τα εμένα.

- Τι θα μου δώσεις αν σου πω πού είναι ο βοεβόδας Αποστόλ; έκανε ο Αλβανός.

- Άει στο διάολο! έκανε ο Κατσαρός. Πληρώνεσαι δυο λίρες το μήνα για να μας το πεις, και γυρεύεις και άλλα:

- Δε στο λέω λοιπόν!

- Το κέφι σου! αποκρίθηκε σηκώνοντας τους ώμους ο καπετάν Μανόλης. Μα στο τέλος του μηνός μην έρθεις να πάρεις τις λίρες σου, γιατί ο Αρχηγός δε θα σου τις δώσει!

Ο Μάγκας έβγαλε πάλι ένα θυμωμένο γρύλισμα. Τον κοίταξε αδιάφορα ο Αλής, και είπε του Κατσαρού:

- Πες του παραφέντη σου πως ο Πέτκωφ ήταν χθες στο Ράμελ. Προς γνώση σας.

- Άλλο ξέρεις; ρώτησε ο Κατσαρός.

- Αν ήταν ο Καπετάνιος, θα του έλεγα και άλλα, χωράτεψε ο Αλβανός.

- Καλά. Κάτσε να πιούμε έναν καφέ, και μου τα λες και μένα, είπε καλόβουλα ο Κατσαρός.

Τόσο όμως ανήσυχος ήταν ο Μάγκας, που ο Περικλής σηκώθηκε.

- Πάμε να τραβήξομε κουπί, είπε του Αποστόλη. Πάρε μαζί και τον Γιωβάν.

Όταν γύρισαν, ο Αλβανός είχε φύγει. Ο Περικλής ζήτησε πληροφορίες κι έμαθε πως ο Αλής ήταν άνθρωπος του καπετάν Νικηφόρου, πως του έφερνε τακτικά πληροφορίες για τις κινήσεις των Βουλγάρων, πως ήταν σύνδεσμος μεταξύ του Νικηφόρου και των Τούρκων μπέηδων της περιφέρειας, που ζητούσαν συχνά υποστήριξη από τα ελληνικά σώματα εναντίον των βουλγάρικων συμμοριών και ως αντάλλαγμα έστελναν στα σώματα τροφές, καπνό και ιδίως πυρομαχικά. Είχε φέρει και άλλες ειδήσεις αυτή τη φορά ο Αλής. Δυο γνωστοί κομιτατζήδες, σε δυο διαφορετικά χωριά, στη δυτική περιφέρεια της Λίμνης, βρέθηκαν σκοτωμένοι και οι δυο με τον ίδιο τρόπο, μια μαχαιριά στην καρδιά, κι ένας τρίτος είχε εξαφανισθεί. Οι Τούρκοι είχαν αναστατωθεί. Τέτοιοι φόνοι είχαν γίνει στα βόρεια χωριά, Γουμένιτσα και άλλα, ως το Γευγελί. Μα σημάδι κανένα δεν άφησε ο δράστης, που να τον ανακαλύψουν οι Τούρκοι. Και οι Βούλγαροι ήταν τρομοκρατημένοι· έλεγαν πως πέρασε από τα χωριά τους ο Εντεροβγάλτης. Έκανε νάζια ώσπου να πει όλα αυτά ο Αλής, μα τον καλόπιασε ο Κατσαρός και του έδωσε κι ένα πεσκέσι για να μιλήσει.

- Φυσικά, πρόσθεσε ο καπετάν Μανόλης, ακούμε όσα θέμε να μάθομε, μα δεν του λέμε, ούτε τουτουνού ούτε του Αβδουλά, παρά μόνο όσα θέμε να ξέρουν. Είδες πως δεν του είπαμε καν πού βρίσκεται ο Αρχηγός.

- Λοιπόν και ο Μάγκας κι εγώ γελαστήκαμε; ρώτησε τον Περικλή αργότερα ο Αποστόλης.

Μα ο Περικλής αργοκουνούσε μονάχα το κεφάλι και δεν αποκρίθηκε.

Τα δυο αγόρια είχαν συνδεθεί εκείνο το βράδυ περισσότερο παρά όλες τις άλλες μέρες που είχαν μείνει μαζί. Ήταν ψυχρή νύχτα, τέλη Φεβρουαρίου. Τυλίχτηκαν στις κάπες τους και πλάγιασαν μαζί με τον Γιωβάν στο πάτωμα, έξω από την καλύβα. Εκεί ως αργά είχαν κουβεντιάσει. Ο Αποστόλης είχε διηγηθεί όλη του την αεικίνητη ζωή, του παιδιού που δεν είχε σπίτι και που έβγαζε από μικρό το ψωμί του, και ο Περικλής τον είχε μυήσει στην ιστορία του 21, που την άκουε αχόρταγα και ο Γιωβάν. Είχαν αποκοιμηθεί με το κεφάλι γεμάτο από καινούριες γνώσεις και όνειρα. Έξαφνα, κατά τις δύο το πρωί, πιστολιές απανωτές ξύπνησαν όλο το πάτωμα. Σίγησαν, ξανάρχισαν, και ομοβροντίες ξέσχισαν τον αέρα.

- Αυτά είναι γκρα... είπε ο καπετάν Μανόλης. Και πέφτουν μακριά, κατά την Πέτρα, ίσως και την Κρυφή... Ίσως ίσως... και τη Νίκη...

Ο Αποστόλης σάλιωσε το δάχτυλο του και το σήκωσε, να δει από πού έρχεται ο άνεμος.

- Φυσά σορόκος4, είπε. Το τουφεκίδι έρχεται από την ξηρά.

- Νάσο! φώναξε ο καπετάν Μανόλης, πάρε μια πλάβα με... με... Ποιος είναι ο πιο επιτήδειος πλαβαδόρος;

- Εγώ! φώναξε ο Αποστόλης. Και ξέρω καλά τα μονοπάτια. Πάγω εγώ!

- Κι εγώ! είπε ο Περικλής.

Οι ομοβροντίες είχαν σταματήσει, μα οι πιστολιές, και, κάπου κάπου, μοναχικές τουφεκιές, έπεφταν συνέχεια.

- Κατεβείτε λοιπόν εσείς στη Νίκη, και μάθετε τι τρέχει, πρόσταξε ο καπετάν Μανόλης. Εγώ με δέκα άντρες θα βγω στην ξηρά. Πού γίνεται η μάχη; Θα τους βρούμε τους μασκαράδες!

Τα δυο αγόρια, οπλισμένα, ήταν κιόλας στην πλάβα και απομακρύνουνταν, όταν, μ' ένα σάλτο πλατύ, βρέθηκε και ο Μάγκας κοντά τους. Στην άκρη του πατώματος, με τα χέρια δεμένα και αγωνία στα μάτια, τους κοίταζε ο Γιωβάν. Μα ο Αποστόλης τον είχε ξεχάσει. Είχε αρπάξει το πλατσί και με όλη του την ορμή, σύγχρονα με τον Νάσο, κωπηλατούσε και οδηγούσε τη βάρκα προς μια διακλάδωση βαθιά του Λουδία. Το τουφεκίδι εξακολουθούσε, πότε πιο πυκνό, πότε πιο αραιό, μα δε σταματούσε. Κανένας δε μιλούσε μες στην πλάβα. Με αγωνία παρακολουθούσαν τους πυροβολισμούς οι τρεις αντάρτες και προσπαθούσαν να μαντέψουν τι γίνουνταν. Κι εκεί σταμάτησε το γκρα, και σιωπή χύθηκε στη Λίμνη.

Πέρασε ώρα. Και πάλι απανωτές, σα να καλούσαν σε βοήθεια, έπεσαν πιστολιές.

- Από τους Αποστόλους έρχονται... Όχι, από την Πέτρα... μουρμούρισε ο Νάσος.

Μα κανένας δεν του αποκρίθηκε. Με πείσμα τραβούσαν τα κουπιά ή τα έμπηγαν στο βυθό, όταν ήταν πιο ρηχά τα νερά. Πυροβολισμοί... Και, ξαφνικά, φως δυνατό στην ακρολιμνιά. Ο Νάσος έκανε το σταυρό του.

- Φωτιά!... μουρμούρισε.

Πυροβολισμοί απανωτοί πάλι, και ξαφνικά ομοβροντίες διαρκείς.

- Γκρα, αυτά... Και τώρα μάουζερ, είπε ο Περικλής. Δυο σώματα αντίθετα πολεμούν στην ακτή.

- Πάμε κει λοιπόν, φώναξε ο Αποστόλης.

- Η διαταγή είναι για τη Νίκη, είπε ο Νάσος. Μα μπορείς να πας στα σίγουρα, όταν πολεμούν πλάι σου;

Ο Περικλής είχε σηκωθεί όρθιος στην αγωνία του.

- Πάρ' το απάνω σου, Νάσο! είπε. Πάμε στη μάχη! Κοίταξε τον Μάγκα πώς μας οδηγεί!

Το σκυλάκι, με τις τρίχες του όρθιες και τη μύτη τεντωμένη μπροστά, γάβγιζε πνιχτά, τα μάτια στυλωμένα στη φωτιά αριστερά, με αγωνία και αυτό. Ο Νάσος πήρε την απόφαση του.

- Πάμε, είπε, και άγιος ο Θεός.

Και γύρισε τη βάρκα αριστερά, κατά την ακτή που έλαμπε όλη τώρα από την πυρκαϊά. Το τουφεκίδι εξακολουθούσε, απομακρύνουνταν, έσβησε... Κοίταξε ο Περικλής τ' ωρολόγι του. Είχε βαστάξει δυο ώρες. Με ορμή πλησίαζαν την ακτή, περνούσαν από μες από τα καλάμια, που με τα χέρια τ' άνοιγε ο Περικλής, καθισμένος στην πλώρη, κι έριξαν το μονόξυλο στο χώμα. Βγήκαν και οι τρεις να προσανατολιστούν. Μα ξαφνικά τους ξέφυγε ο Μάγκας, και, ακολουθώντας την ακτή, τους καλούσε γαβγίζοντας. Τον ακολούθησαν τρεχάτοι και ανέβηκαν ως μια σκάλα, όπου πολλές πλάβες ήταν μαζεμένες. Ένας πλαβαδόρος τις φύλαγε. Άπλωσε το χέρι του κατά τη φωτιά, σαν είδε τους τρεις αντάρτες, και είπε:

- Τελείωσε, θα επιστρέφουν.

- Ποιοι; ρώτησαν οι τρεις μαζί.

- Ο καπετάν Νικηφόρος. Πήγε στο Ζορμπά.

Ο Περικλής έσκυψε πάνω στο σκύλο.

- Ο Αρχηγός, Μάγκα! Ο Αρχηγός! Τρέξε! Εύρε τον!

Σα σαΐτα έφυγε ο Μάγκας κατά τη φωτιά. Και τρεχάτα ακολούθησαν τα δυο αγόρια με τον Νάσο. Είχαν φθάσει σχεδόν στο χωριό, όταν μια σκιά σηκώθηκε μπροστά τους κι ένα τουφέκι γυάλισε:

- Αλτ! φώναξε. Δεν περνάει κανένας, πρόσθεσε ελληνικά.

- Άφησε μας να περάσομε, Αντρέα. Είμαι ο οδηγός ο Αποστόλης, και τούτοι οι δυο είναι άντρες του καπετάν Νικηφόρου, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Ερχόμαστε για βοήθεια.

- Να τους κιόλας, επιστρέφουν! αποκρίθηκε ο Αντρέας. Τελείωσε η δουλειά τους.

Τωόντι, δυο τρεις άντρες πλησίασαν, και, πίσω τους, μπουλούκι αντάρτες οπλισμένοι.

- Τι κάνατε, Αρχηγέ; ρώτησε ο Νάσος.

Εμπρός ήταν ο Νικηφόρος, το ύφος του σκοτισμένο.

- Τους χτυπήσαμε, είπε. Πάνε, σκόρπισαν. Μα η δασκάλισσα...

Σήκωσε το χέρι του, μ' ένα νόημα θλιμμένο.

- Τη σκότωσαν; φώναξε ο Αποστόλης.

- Σβήσαμε τη φωτιά του σχολείου, καίει τώρα ο αχερώνας, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Μα εκείνη δεν τη βρήκαμε, ούτε ζωντανή ούτε πεθαμένη.

- Κάηκε το σχολειό; ρώτησε ο Αποστόλης, όλο και με περισσότερη αγωνία.

- Ένα μέρος, όχι όλο, αποκρίθηκε ο Μήτσος πλησιάζοντας. Οι χωρικοί μας βοήθησαν. Έσβησαν τη φωτιά, όσο κυνηγούσε ο καπετάν Ακρίτας τους κομιτατζήδες. Μα η δασκάλισσα δε βρέθηκε.

- Δεν είναι κουτή η κυρία Ηλέκτρα, είπε ο Αποστόλης αγριεμένος. Για να παραδοθεί, δεν παραδόθηκε. Πάμε πίσω! Θα τη βρούμε.

- Εμπρός, Μάγκα, είπε ο Περικλής, στη δουλειά σου τώρα! Τρεχάτοι γύρισαν στο σχολείο, με τον καπετάν Νικηφόρο, τον Μήτσο, και ολόκληρο το σώμα. Εμπρός έτρεχε ο Αποστόλης.

Το περίφραγμα του σχολείου ήταν ακόμα γερό, μα η εξώπορτα ήταν σπασμένη με μπαλτάδες και πεσμένη μέσα. Επίσης κι ένα παράθυρο από μια τάξη ήταν σπασμένο και καμένο, και η πόρτα του σχολείου ορθάνοιχτη. Οι χωρικοί είχαν σκορπίσει. Παράμερα ο αχερώνας απόσβηνε.

- Ξέρεις, Αποστόλη, πού είναι τα ρούχα της; ρώτησε ο Περικλής.

- Ξέρω, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

Και μπήκε ολόισα στην κρεβατοκάμαρα της κυρίας Ηλέκτρας. Εκεί ρήγματα και καταστροφή. Το στρώμα του κρεβατιού ήταν καμένο, οι καρέκλες μισοκαμένες, η ντολάπα σπασμένη και τα ρούχα χυμένα έξω. Ο Περικλής πήρε ένα ρούχο, το τύλιξε και το έδωσε του Μάγκα να το μυρίσει.

- Ψάξε, Μάγκα, του είπε. Ψάξε!

Μισοκλαίγοντας, ανήσυχος, νευριασμένος και βιαστικός, πήδηξε ο Μάγκας μες στο ντολάπι, κάτω πάλι, και μυρίζοντας χάμω το πάτωμα, μπήκε στην πλαϊνή κάμαρα, πήδηξε στο πεζούλι του σπασμένου παραθύρου, πίσω πάλι χάμω, και μπήκε στην κουζίνα. Ο Νικηφόρος και μερικοί άντρες του ακολουθούσαν.

- Το 'ξερα, το 'ξερα! φώναξε ο Αποστόλης που δε βαστιούνταν από τη νευρικάδα του.

Και γυρνώντας στον καπετάν Νικηφόρο:

- Κύριε Αρχηγέ, παρακάλεσε, διώξε τους άντρες σου, στείλε τους έξω, κι έλα εσύ με τον Μήτσο.

Ο καπετάν Νικηφόρος, με τα δυο αγόρια, με τον Μήτσο και με τον καπετάν Παντελή, μπήκε στην κουζίνα κι έκλεισε την πόρτα.

- Ψάξε! Ψάξε! έλεγε και ξανάλεγε ο Περικλής, ερεθίζοντας το σκύλο.

Μα δεν είχε πια ανάγκη από προτροπές ο Μάγκας. Ίσια όρμησε στο τζάκι, και μισογαβγίζοντας, μισοκλαίγοντας, έξυνε το πάτωμα.

- Το 'ξερα! το 'ξερα! είπε πνιχτά ο Αποστόλης. Κύριε Μήτσο, Περικλή, βοηθήστε!

Είχε πέσει στα γόνατα, έσπρωξε κι έβγαλε ένα σακούλι άμμο, πεσμένο και χυμένο, και με τα χέρια σκούπισε την άμμο και ξεσκέπασε ένα σιδερένιο χαλκά. Ο Μάγκας τώρα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ορμούσε, υποχωρούσε, γάβγιζε, έκλαιγε, δάγκανε το σίδερο.

- Γρήγορα τώρα, είπε ο Αποστόλης πιάνοντας το χαλκά.

Και με τη βοήθεια του Νικηφόρου, σήκωσε μια καταπακτή, ξεσκέπασε μια μαύρη τρύπα.

- Κυρία Ηλέκτρα! φώναξε ο Αποστόλης, και η φωνή του πνίγουνταν από την αγωνία.

Μα κανένας δεν αποκρίθηκε.

- Ένα κερί έχει εδώ; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

Ο Αποστόλης είχε πηδήξει σε μια καρέκλα και άρπαξε μια πετρελένια λαμπίτσα, που στέκουνταν ακόμα στο ράφι. Ο Νικηφόρος έτριψε ένα σπίρτο και την άναψε.

- Βάστα την εσύ, Περικλή, είπε. Και συ, Αποστόλη, που είσαι πιο κοντός, έλα να σε κατεβάσω.

Ξαπλώθηκε χάμω ο Νικηφόρος, κρεμάστηκε ο Αποστόλης από τα χέρια του και κατέβηκε στη μαύρη τρύπα. Από πάνω τον φώτιζε ο Περικλής.

- Εδώ είναι, ακούστηκε η πνιχτή φωνή του Αποστόλη. Μα δεν μπορώ μόνος μου. Σταθείτε να σας βάλω τη σκάλα.

Τωόντι σήκωσε μιαν ανεμόσκαλα από μέσα, την ακούμπησε στην άκρη της καταπακτής. Ο Μήτσος δεν την περίμενε. Κρεμάστηκε από τα χέρια και πήδηξε μέσα όσο ο καπετάν Νικηφόρος, πιο αργός στις κινήσεις του, κατέβαινε από τη σκάλα, και από πάνω τους φώτιζε ο Περικλής, πλάγι στον Παντελή. Μια στιγμή δεν ακούστηκε τίποτα. Και ύστερα η φωνή του Νικηφόρου:

- Ζει, μα πρέπει να τη βγάλομε από δω.

Λίγα λεπτά πέρασαν. Και αργά, βαριά, ανέβηκε τη σκάλα ο καπετάν Νικηφόρος, κρατώντας στον ώμο του ένα σώμα που το υποστήριζε από κάτω ο Μήτσος. Ο καπετάν Παντελής βοήθησε τον Αρχηγό να βγάλει τη δασκάλισσα από την καταπακτή. Ανέβηκε και ο Μήτσος και ο Αποστόλης, και όλοι μαζί την ξάπλωσαν χάμω. Η κυρία Ηλέκτρα ήταν ντυμένη αντρίκια, και η ζιάκα της ήταν αιματωμένη στον ώμο, και η μαύρη της πλεξούδα ήταν ποτισμένη αίμα.

- Πρέπει να την πάμε έξω, είπε ο καπετάν Νικηφόρος. Πρέπει πρώτα πρώτα να την συνεφέρομε, κι έπειτα βλέπομε.

- Πρέπει πρώτα πρώτα να κλείσομε τον κρυψώνα, κύριε Αρχηγέ, είπε σιγά ο Αποστόλης, που δεν ξεχνούσε ποτέ και τη δουλειά του. Είναι ο καλύτερος κρυψώνας του χωριού. Δεν πρέπει να τον ανακαλύψουν!

Έβαλαν την πλάκα στη θέση της, γύρεψε και βρήκε χάμω ο Αποστόλης ένα σανιδάκι, σκέπασε το χαλκά, κι έχυσαν κι έστρωσαν από πάνω άμμο. Μόλις βρέθηκε στον καθαρό νυχτιάτικο αέρα, που έμπαινε ελεύθερα από το σπασμένο παράθυρο, η κυρία Ηλέκτρα συνήλθε. Άνοιξε τα μάτια της, είδε γύρω της τους σκυμμένους φίλους της που την κοίταζαν με ανησυχία, και, ξαφνισμένη, ανασηκώθηκε. Μια σουβλιά στον ώμο τής θύμησε τι είχε συμβεί.

- Πώς με βρήκατε κει; ρώτησε δείχνοντας κατά τον κρυψώνα.

- Τα λέμε αργότερα, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Πείτε μας πού να σας πάμε, για να σας δέσουν τα τραύματα σας; Έχει γιατρό εδώ;

- Για το Θεό, όχι εδώ! Θα έχομε μπλεξίματα με τους Τούρκους! Να φύγομε! Να φύγομε! αναφώνησε η κυρία Ηλέκτρα. Ξημερώνει! Θα σας προκάνουν!

- Ποιοι; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Ο τουρκικός στρατός. Τη νύχτα δεν τολμά να βγει σαν ακούσει τουφεκίδι. Μα με τον ήλιο θα σας καταδιώξει και θα σας συλλάβει.

- Πώς μπορείτε να περπατήσετε στην κατάσταση που είστε; έκανε ο Μήτσος.

Η κυρία Ηλέκτρα γέλασε.

- Με παίρνετε για γυναικάκι που τρομάζει με λίγο αίμα; ρώτησε.

Έκανε να σηκωθεί, δυσκολεύθηκε λίγο, μα σφίγγοντας τα δόντια της τα κατάφερε.

- Να φύγομε! επανέλαβε. Να φύγομε αμέσως!

Ήταν τόσο αποφασισμένη, που δεν επέμειναν οι άντρες. Ακουμπισμένη στο μπράτσο του Νικηφόρου, βγήκε η κυρία Ηλέκτρα στην αυλή, όπου περίμεναν οι αντάρτες.

- Δέσετε τα τουφέκια σας, κάνετε τα φορείο, να σηκώσετε την κυρία, άρχισε να λέγει ο Νικηφόρος.

Μα τον διέκοψε η δασκάλισσα:

- Ντροπή, Αρχηγέ, είπε. Θα περπατήσω. Μόνο κάνετε γρήγορα.

Βγήκαν όλοι στο δρόμο. Η κυρία Ηλέκτρα έριξε πίσω της μια ματιά.

- Το καημένο μου το σχολειό! μουρμούρισε. Και πρώτη άρχισε να προχωρεί. Μα μόλις έκαναν μερικά βήματα, τρεχάτοι τους πρόκαναν άλλοι αντάρτες.

- Γρήγορα! Γρήγορα! Έρχονται οι Τούρκοι!

- Από πού; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Από το Πλατύ και το Κουταλάρ. Βγήκαν οι χωρικοί να τους καθησυχάσουν, να τους πουν πως ήλθαν Βούλγαροι κι έκαψαν το σχολειό, μα πως έφυγαν και δεν έχει ανάγκη ο στρατός να προχωρήσει. Ίσως λίγο τους αργοπορήσουν, μα δε θα τους σταματήσουν. Γρήγορα! Πρέπει να φύγομε!

Μια βαθιά φωνή ξεχώρισε από τις πολλές. Σαν αρχηγός που επιβάλλεται είπε:

- Προφθαίνομε, αν τρέξομε.

- Καπετάν Ακρίτα! Βασίλη! Ήλθατε στην ώρα! αναφώνησε ο Νικηφόρος. Καπετάν Ακρίτα, είσαι ο πιο χεροδύναμος. Σήκωσε συ τη δεσποινίδα.

Η κυρία Ηλέκτρα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Χωρίς καν να δικαιολογηθεί, σαν παιδάκι τη σήκωσε ο Γρέγος στην αγκαλιά του, και όλοι μαζί, τρέχοντας, έκαναν για το Βάλτο. Ήταν γυμνό το μέρος, χωρίς ένα δέντρο. Κάπου κάπου θάμνοι από παλιούρια έκοβαν τη γύμνια της πεδιάδος, κι ένα δυο άντρες, κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους, παραφύλαγαν την υποχώρηση των άλλων, και πάλι έφευγαν και κρύβουνταν σε άλλους θάμνους, υποχωρώντας πάντα προς το Βάλτο και κατασκοπεύοντας μη φανούν μπροστά τους Τούρκοι.

Είχε ξημερώσει πια καλά σαν έφθασαν στην ακρολιμνιά. Σα φτερό πήδηξε ο Γρέγος σε μια πλάβα με το φορτίο του, και όλοι οι άλλοι στοιβάχθηκαν όπως μπόρεσαν, παρατώντας το μονόξυλο του Νάσου, που ήταν δεμένο παρακάτω, και τράβηξαν για τη Νίκη, την καινούρια καλύβα του καπετάν Νικηφόρου, που ήταν και μεγάλη, και καλά χτισμένη, και κρυμμένη σε πυκνούς καλαμιώνες. Μόλις έφθασαν εκεί, η κυρία Ηλέκτρα ξαναλιγοθύμησε. Οι άντρες τα έχασαν. Καμιά γυναίκα δεν ήταν κοντά, και αυτοί όλοι, πολεμιστές, δεν ήξεραν πώς να τη βοηθήσουν.

- Με αφήνετε μένα να τη φροντίσω; είπε ήσυχα ο Περικλής. Στα βουνά της Κρήτης, στη μοναξιά, μακριά από νοσοκομεία, μ' έμαθε ο παππούς μου να δένω πληγές.

- Αν μπορείς να βοηθήσεις, κάνε το, είπε ο Νικηφόρος, που ήξερε από μάχες, μα καθόλου από αρρώστιες.

Και πρόσθεσε λίγο δειλά:

- Πρόσεχε μόνο μην την πονέσεις, την κακομοίρα...

Ο Γρέγος πήρε πάλι τη δασκάλισσα στα χέρια του και την πήγε μέσα στην καλύβα.

- Ζήτησε επιδέσμους και αντισηπτικά, κι έλα να με βοηθήσεις, είπε ο Περικλής σιγά του Αποστόλη.

Μ' ένα σουγιά έκοψε τη ζιάκα της κυρίας Ηλέκτρας στον ώμο, και ξεσκέπασε μια μικρή τρύπα, όπου το αίμα είχε στεγνώσει.

- Η σφαίρα είναι μέσα, είπε του Αποστόλη, που με τα επιτήδεια χέρια του τον βοηθούσε και αυτός, σα γυναίκα. Μα το κεφάλι; Τι να το κάνομε με τόσα μαλλιά;

- Στάσου, είπε ο Αποστόλης. Να της βγάλομε όλες τις φορκέτες και να βρούμε την πληγή...

- Δεν είναι ανάγκη, διέκοψε ο Περικλής. Δες! Η πληγή δεν είναι στο κεφάλι. Μια σφαίρα της πήρε το πάνω μέρος του αυτιού.

- Τόσο αίμα; έκανε ο Αποστόλης.

- Δεν το ξέρεις; Το αυτί βγάζει πολύ αίμα. Θα μείνει λίγο σημαδεμένη. Μα θα είναι δόξα το σημάδι της.

Η κυρία Ηλέκτρα συνήλθε γρήγορα, πριν τελειώσει ο Περικλής τον επίδεσμο. Είδε τα δυο αγόρια και ταράχθηκε.

- Τι μου κάνετε! αναφώνησε γυρεύοντας να σκεπάσει το γυμνό της ώμο.

Και με παράπονο, κλαίγοντας σχεδόν:

- Γιατί τους αφήνεις, Αποστόλη, να με ξεγυμνώνουν, πρόσθεσε.

Ο Αποστόλης της χάιδευε τα χέρια.

- Μην κάνεις έτσι, κυρία Ηλέκτρα, παρακάλεσε. Έπρεπε να σου πλύνομε την πληγή, και ο Περικλής ξέρει.

Είχε συνέλθει ολότελα η κυρία Ηλέκτρα, και πρώτη αυτή περιγέλασε τον εαυτό της για την πρωτυτερινή τρομάρα της.

- Ευχαριστώ πολύ, παιδιά μου, είπε. Μα δεν έπρεπε να γίνει τόση φασαρία για μια απλή τσουγκρανιά.

- Δεν είναι απλή τσουγκρανιά, κυρία Ηλέκτρα, είπε σοβαρά ο Περικλής. Έχετε μια σφαίρα μες στον ώμο και πρέπει να σας τη βγάλει γιατρός. Θέλετε να έλθει μέσα ο Αρχηγός; Πρέπει να φύγετε το ταχύτερο.

- Πάμε όλοι έξω καλύτερα, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα. Είναι χαρά Θεού στο πάτωμα.

Με τον επίδεσμο στον ώμο και κρεμασμένο το χέρι, σηκώθηκε μόνη, και γελαστή βγήκε έξω. Οι άντρες, σκοτισμένοι, συνομιλούσαν χαμηλόφωνα, και ταράχθηκαν σαν την είδαν.

- Εμείς λογαριάζαμε πώς να σας σηκώσομε, και σεις περπατάτε; είπε ο Νικηφόρος.

Η κυρία Ηλέκτρα κάθισε σε μιαν άδεια αναποδογυρισμένη κάσα, που της έσπρωξε ο Μήτσος, και ρώτησε:

- Τι συνωμοτείτε για μένα χωρίς να με ρωτήσετε;

- Συνωμοτούμε να σας πάμε στη Θεσσαλονίκη, σήμερα, αμέσως, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

- Και αν είναι αύριο, πειράζει; ρώτησε μισογελώντας, μισοσοβαρά η δασκάλισσα. Με πονεί λίγο το κεφάλι...

Ο Νικηφόρος γύρισε στον Αποστόλη.

- Τα μαλλιά... έκανε.

Μα τον διέκοψε η δασκάλισσα.

- Το ξέρω, είναι ακόμα όλο αίματα... και υγρά, είπε πασπατεύονας την πλατιά πλεξούδα, που σα διάδημα στόλιζε το μέτωπο της. Μα λέγω να μην τα λύσω ακόμα, είναι μπελάς, και δεν μπορώ εδώ να τα πλύνω...

- Μα και ούτε να μείνετε χωρίς επίδεσμο, είπε ο Μήτσος.

Η κυρία Ηλέκτρα χαμογέλασε του Περικλή.

- Ο γιατρός μου με φρόντισε, είπε ακουμπώντας το χέρι της σε μια γαζούλα κολλημένη με τσιρότο στο αυτί της. Δεν είμαι χτυπημένη στο κεφάλι. Ένα τσουγκράνισμα του αυτιού έκανε τόσες αταξίες κι αίματα.

- Μα πού ήσταν και πληγωθήκατε; ρώτησε ο Νικηφόρος. Και πώς δε σας βρήκαν;

- Είναι και καλοί άνθρωποι ανάμεσα τους. Είναι ένας καρβουνιάρης Βούλγαρος, ένας Πέτρωφ. Είχα πλαγιάσει, όταν άκουσα να μου χτυπούν το παράθυρο. Παραξενεύθηκα. Είχα κλειδώσει την εξώπορτα της αυλής. Από πού μπήκαν; Σηκώθηκα και ρώτησα. «Ποιος είναι;». Ήταν ο Πέτρωφ. Είχε σκαρφαλώσει πάνω από τον τοίχο, γέρος άνθρωπος, για να μου πει πως έρχονται κομιτατζήδες να με σκοτώσουν. Μου είχε φέρει ρούχα αντρίκια, αυτά που φορώ, για να ξεφύγω μαζί του. Πήρα τα ρούχα και τα φόρεσα. Μα την ώρα που ήταν ν' αποφασίσω, δεν έφυγα. Έλεγα πως αν έλθετε εγκαίρως, θα σώσω το σχολειό μου. Και μόλις τους άκουσα που έμπαιναν στο δρόμο, τράβηξα πιστολιές απανωτές, όπως το είχαμε πει. Αυτοί αποκρίθηκαν με μια ομοβροντία, για να με τρομάξουν υποθέτω, γιατί ήταν απ' έξω και δεν έβλεπαν. Εγώ δεν αποκρίθηκα. Τότε έσπασαν την εξώπορτα και περικύκλωσαν το σχολειό. Χτυπούσαν την πόρτα με τα κοντάκια τους, γύρευαν να τη σπάσουν. Φορούσα αντρίκια. Βγήκα σ' ένα παράθυρο και τράβηξα μες στο μπουλούκι. Ένας έπεσε. Τραβήχθηκαν πίσω οι άλλοι. Είδαν άντρα, που δεν τον περίμεναν, και φοβήθηκαν. Μα ένα πιστόλι τι να σου πρωτοκάνει; Ξαναπλησίασαν το σχολειό. Πυροβολούσα εγώ απ' όλα τα παράθυρα, τρέχοντας από το ένα στο άλλο, τάχα πως ήμασταν πολλοί μέσα. Γελάστηκαν στην αρχή; Δεν ξέρω. Τραβούσαν στα παράθυρα, αλλά χωρίς να μπουν. Έριχναν ομοβροντίες. Σ' ένα παράθυρο με χτύπησε μια σφαίρα στον ώμο, τον αριστερό ευτυχώς. Μπορούσα ακόμα ν' αντισταθώ. Μα πήγαν κι έφεραν μπαλτάδες. Άρχισαν να σπάζουν τα παντζούρια. Τραβούσα και χτυπούσα όπου μπορούσα, και σαν έπεφτε ένας, απομακρύνουνταν για λίγο οι άλλοι. Μα ξανάρχουνταν. Κι έσπασαν ένα παράθυρο. Είχαν βάλει φωτιά στον αχερώνα. Κατάλαβα πως θα μπουν και θα με πιάσουν. Τότε έτρεξα στο μαγειριά. Μια σφαίρα με πήρε στο αυτί και ζαλίστηκα. Πρόφθασα ν' ανοίξω την καταπακτή και να κατέβω. Άκουα όμως τη φωτιά, τις φωνές τους, τα τρεξίματα τους. Πρόφθασα να βγάλω τη σκάλα, κι εκεί άκουσα τις ομοβροντίες σας. Μου ήλθε ν' ανέβω. Έκανα πάλι να σηκώσω τη σκάλα, μα ζαλίστηκα κι έπεσα. Και ύστερα πια δε θυμούμαι.

Οι άντρες άκουαν μαγεμένοι. Ο Αποστόλης παρακολουθούσε τη διήγηση με όλες του τις αισθήσεις, κρέμουνταν στα χείλη της.

- Πόσους σκοτώσατε, κυρία Ηλέκτρα; ρώτησε με κομμένη ανάσα.

Σιγά είπε κείνη:

- Ελπίζω να μη σκότωσα κανένα. Είναι φρικτό να τραβάς στο ψαχνό. Είναι φριχτή μια μάχη. Μα έπρεπε να σας δώσω καιρό να έλθετε.

Οι άντρες ήταν συγκινημένοι. Έγινε σιωπή. Την έκοψε ο Μήτσος:

- Ένα πράμα δεν κατάλαβα, είπε. Ο Αποστόλης σήκωσε χυμένη άμμο, πριν βρει το χαλκά. Ποιος την έχυσε;

Η δασκάλα έριξε μια γελαστή ματιά του Αποστόλη.

- Α, αυτό είναι το καμάρι μας, είπε. Γυμναστήκαμε πολύ, ο Αποστόλης κι εγώ, για να μάθομε να το κάνομε. Έπρεπε, μπαίνοντας στον κρυψώνα, να τον σκεπάσομε κιόλα, ειδεμή ήταν περιττό και να μπούμε μέσα. Βάζαμε λοιπόν ένα σάκο άμμο στην άκρη της τρύπας, λίγο γερμένο προς το μέρος όπου ήταν ο χαλκάς, και κλείοντας την πλάκα, τελευταία τον τραβούσαμε λίγο, έτσι που να 'πεφτε αργά και να χύνουνταν μόλις έκλειε η πλάκα. Άλλη φορά το κάμναμε εύκολα. Μα σήμερα ήμουν ζαλισμένη, τράβηξα βιαστικά το σάκο, και μάλιστα λίγη άμμος χύθηκε στον κρυψώνα. Είχα την ανησυχία ακόμα, μήπως και δε σκέπασα το χαλκά. Σαν άκουσα τα τρεξίματα τους στην κουζίνα, και πως έσπαζαν ξύλα και πιάτα, μ' έλουσε κρύος ιδρώς. Φαντάζεσθε την ανακούφιση μου, σαν άκουσα τους πυροβολισμούς σας.

- Ώστε ξέρατε πως είχε έλθει βοήθεια; ρώτησε ο Νικηφόρος. Και όμως εμείς δε σας βρήκαμε. Φεύγαμε, νομίζαμε πως σαν σκότωσαν ή πως σας πήραν. Αν δεν έφτανε αυτός ο μικρός, πρόσθεσε δείχνοντας τον Αποστόλη, δε θα σας βρίσκαμε.

- Είσαι καινούριος ακόμα σ' αυτό τον πόλεμο, κύριε Αρχηγέ, είπε με τη βαθιά φωνή του ο Γρέγος. Τώρα που βγαίνεις στα χωριά, να το έχεις στο νου σου αυτό. Δεν υπάρχει χωριό χωρίς κρυψώνες. Σα δε βρίσκεις το θηρίο, γύρευε τη σπηλιά. Μα δεν τη βρήκες; Βάλε φωτιά στο σπίτι, θα καεί σαν ποντίκι. Έτσι το 'κανε ο καπετάν Μακρής με τον Παπα - Δράκο στα Καστανοχώρια, στο Λεμπέσοβο, κι έκαψε το σπίτι όπου κρύβουνταν ο Κωστάντσωφ, ένας από τους χειρότερους κακούργους που τρομοκρατούσε τα ελληνικά χωριά κι έσκασε αυτός μέσα στον κρυψώνα του, με όλο του το σώμα5. Αυτά τα τερτίπια τα ξέρουν αυτοί, και πως υπάρχουν παντού κρυψώνες. Γιατί, νομίζεις, έβαλαν φωτιά στο σχολειό της κυρίας Ηλέκτρας; Για να κάψουν εκείνον ή εκείνους που πολεμούσαν μέσα.

- Φρίκη!... μουρμούρισε ο Μήτσος.

Ο Νικηφόρος σήκωσε τα μάτια του.

- Ναι, είπε, φρίκη. Ακόμα δε συνήθισα αυτές τις αλληλοδολοφονίες...

Αργά προφέροντας είπε ο Βασίλης:

- Αν σου είχαν σκοτώσει μητέρα, γυναίκα και παιδί, θα καταλάβαινες, κύριε Αρχηγέ... και θα συνήθιζες.

Κανένας δε μίλησε. Και για ν' αλλάξει τη σκέψη των αντρών, είπε ο Νικηφόρος:

- Πρώτη μας δουλειά τώρα είναι πώς να πάμε την κυρία Ηλέκτρα στη Θεσσαλονίκη. Αποστόλη, εσύ που πήγες τον καπετάν Άγρα, ποιος είναι ο πιο εύκολος δρόμος;

Χωρίς δισταγμό αποκρίθηκε ο Αποστόλης:

- Με πλάβα στην Κρυφή, από κει θα κατεβούμε τον Λουδία ως το Πλατύ, και από κει με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη, όπου θα φθάσομε κατά τις επτά απόψε.

- Στο Πλατύ ο σταθμός είναι κοντά στον ποταμό; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Όχι, αποκρίθηκε λίγο μπερδεμένος ο Αποστόλης. Θα έχομε να περπατήσομε.

Ο Γρέγος τον διέκοψε με μια κίνηση του χεριού.

- Δεν πειράζει. Δε θα περπατήσει το κορίτσι, είπε με τη βαθιά ζεστή φωνή του. Μη νοιάζεσαι, Αρχηγέ. Έτσι κι έτσι θα φεύγαμε σήμερα, ο Βασίλης κι εγώ. Ο Βασίλης για την Κουλακιά, κι εγώ για το λημέρι... ξέρεις.

Σκοτισμένος είπε ο Νικηφόρος:

- Δεν κάνει να βγείτε σεις στο Ρουμλούκι, καπετάν Ακρίτα... Ή να σας δουν στο Πλατύ.

- Μη σκοτίζεσαι, είπε ο Γρέγος. Με τούρκικα ρούχα θα περάσει ο Βασίλης. Και τη νύχτα περνώ κι εγώ. Ε, Βασίλη; Ούτε πρώτη ούτε ύστερη φορά δε θα είναι που το κάνομε. Μόνο θα μας δώσεις οδηγό τον Αποστόλη.

- Και ποιος θα τη συνοδεύσει στη Θεσσαλονίκη; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Εγώ βέβαια! είπε ο Αποστόλης. Έχω γραπτή άδεια του Χαλίλμπεη να πηγαινοέρχομαι ελεύθερα στη Θεσσαλονίκη.

- Και πού θα σε βρούμε ύστερα; ρώτησε ο Βασίλης. Εσύ πάλι θα με οδηγήσεις στην Κουλακιά;

- Εγώ βέβαια! Θα κρυφθείτε μια μέρα στο Πλατύ. Θα σας πω πού.

Πάλι σήκωσε το χέρι του ο Γρέγος. - Ξέρω, είπε. Θα τα πούμε στο δρόμο. Ξεκίνησαν νωρίς το απόγεμα. Ο Περικλής ήθελε να πάγει μαζί τους.

- Για να βρούμε το παιδί σου δεν ήλθαμε; ρώτησε τον Βασίλη·.

- Ναι, κύριε Περικλή, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Μα τα πράματα εδώ δεν είναι απλά όπως στην Αλεξάνδρεια, και δεν μπορούμε να μετακινούμεθα πολλοί μαζί. Περίμενε με δω, εσύ και ο κύριος Μήτσος, αν επιτρέπει ο Αρχηγός. Θα σε ξαναβρώ στην επιστροφή μου... αν βρούμε το παιδί...

- Δεν το ελπίζεις, Βασίλη; ρώτησε συμπονετικά η κυρία Ηλέκτρα.

Μα ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε.