Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΖ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΖ'. Άγρας


Πρώτος ξεκίνησε για την Ανατολική καλύβα του Τσέκρι ο Νικηφόρος με το σώμα του, και το απόγεμα ξεκίνησε ο καπετάν Άγρας, με τους υπαρχηγούς του και όσους ευζώνους του απέμεναν, πέντε έξι πιστοί του, μια φούχτα όλοι μαζί, με τον Αποστόλη οδηγό και με τον Βασίλη τον ασπρομάλλη. Πήγαιναν από το μυστικό μονοπάτι που είχε ανοίξει ο καπετάν Παναγιώτης και που κατέληγε στη Γιάντσιστα. Εμπρός, στην πρώτη πλάβα, πήγαινε ο Άγρας με τον Μιχάλη, και τον Αποστόλη οδηγό. Ακολουθούσε ο καπετάν Τυλιγάδης, με τον Βασίλη και τον Χρήστο, και ύστερα οι άλλες πλάβες, με τρεις άντρες οι μεγαλύτερες και δυο οι μικρότερες, ανάμεσα στους τοίχους από κατάξερα καλάμια. Χαμηλόφωνα, γιατί στα νερά της Λίμνης οι ήχοι μεταδίδουνταν μακριά και καθαρά, ρώτησε ο Άγρας τον Αποστόλη, δείχνοντας του, με μια κίνηση των φρυδιών του τον Βασίλη Αντρεάδη, στην πλάβα που ακολουθούσε, έξι μέτρα μακρύτερα:

- Ποιος είναι;

Επίσης χαμηλόφωνα του αποκρίθηκε ο Αποστόλης:

- Δεν ξέρω.

- Γιατί λέγει «Κύριε» τους Βασιωτάκηδες, που είναι νεώτεροι του, ενώ εκείνοι, και οι δυο, τον λεν απλώς Βασίλη;

- Δεν ξέρω, επανέλαβε ο Αποστόλης. Φαντάζομαι όμως πως θα είναι υπάλληλος τους, γιατί όταν μιλά για τον πατέρα του Μήτσου, τον λέγει «Το αφεντικό». Και όμως εδώ, αυτός τους διευθύνει. Εκείνοι υπακούουν σε ό,τι τους συμβουλεύει. Συλλογισμένος είπε ο Άγρας:

- Είναι φυσικό, αφού αυτός είναι παλιός πολεμιστής. Μα γιατί ήλθαν οι άλλοι, που δεν είναι στρατιωτικοί, και ο ένας μάλιστα είναι ανήλικος;

Και πάλι είπε ο Αποστόλης:

- Δεν ξέρω.

Και στενοχωριούνταν που δεν ήξερε. Ξυπνός και περίεργος, αφοσιωμένος στον Αγώνα, εξασκημένος στην παρατήρηση και την κατασκοπεία, ήταν μαθημένος να βγάζει συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις του, και σπανίως λαθεύουνταν.

Είχε κατέβει στη θάλασσα κατά παραγγελία του Κέντρου, είχε παραλάβει τους τρεις Αιγυπτίους, μαζί και μερικούς Κρητικούς που έστελνε το Κέντρο Αθηνών στα βουνίσια σώματα, και τους είχε οδηγήσει στο Βάλτο και από κει στην Κούγκα. Κι εκείνος επανειλημμένως είχε διερωτηθεί ποιες ήταν οι σχέσεις των δυο εξαδέλφων με τον ασπρομάλλη παλιό πολεμιστή. Μα πιστός στις αρχές του, να βγάζει μόνος του συμπεράσματα χωρίς να εκτίθεται, δεν είχε ρωτήσει τίποτα.

- Μα θα μάθω, κύριε Αρχηγέ, είπε χαμηλόφωνα του Άγρα. Θα μάθω και θα σου πω. Αρκεί να μου επιτρέψεις να μείνω μαζί σου.

- Μαζί μου; έκανε ο Άγρας και ξαναβρήκε το παλιό του αγορίστικο αμέριμνο γέλιο. Τι να σε κάνω, μπρε ανήλικο;

Ο Αποστόλης χάιδεψε το πιστολάκι του, χωμένο στη ζώνη του.

- Δοκίμασε με, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε υπερήφανα. Τρυφερά του είπε ο Άγρας:

- Καλά λες. Σε είδα στην επίθεση της κεντρικής βουλγάρικης καλύβας.

Βούρκωσε ο Αποστόλης από συγκίνηση και υπερηφάνεια. Με τέτοια λόγια τον σκλάβωνε ο Αρχηγός! Αν του 'λεγε «Πέσε, πνίξου στο νερό!», θα έπεφτε. Και θα ξαπλώνουνταν μάλιστα στον πάτο του μονοπατιού, ώσπου να πνιγεί ολότελα!... Μα δεν του το είπε ο Αρχηγός, κι έτσι έφθασαν όλοι ζωντανοί και σώοι στη Γιάντσιστα, όπου ήταν σκαμμένη πρόχειρα μια σκάλα, σ' έρημο μέρος, και βγήκαν οι άντρες, κρυμμένοι μες στα καλάμια.

Ένας πλαβαδόρος έδεσε τις πλάβες, τη μια από την άλλη, κι ενώ τις πήγαινε πίσω στις Κάτω Καλύβες, ο Άγρας έστελνε τον Αποστόλη, που ήξερε τη μακεδονίτικη διάλεκτο, όσο και τα κατατόπια, να κατασκοπεύσει τα περίχωρα και να βρει δρόμο να περάσει το μικρό σώμα, χωρίς να μπει στο βουλγαρόχωρο, τη Γιάντσιστα. Ήταν νύχτα όταν γύρισε ο Αποστόλης στην ακρολιμνιά. Ο Άγρας είχε πάλι πυρετό. Μα, αδιαφορώντας, έδωσε διαταγή να φύγουν. Και οι άντρες όλοι μπήκαν στη γραμμή, ο ένας πίσω από τον άλλο, κατά την κανονισμένη νυχτερινή πορεία, με τον οδηγό μπροστά και τον Αρχηγό αμέσως κατόπιν. Ήταν ισχνοί, κουρασμένοι, κακοπαθιασμένοι άντρες, λιωμένοι από τους πυρετούς, και ο καθένας με μια ή δυο ή και περισσότερες επουλωμένες πληγές. Μα ήταν ψημένοι στη φωτιά και στην κακοπέραση, και, σαν τον Αποστόλη, έτοιμοι να πέσουν στο νερό ή στις φλόγες για τον Αρχηγό τους. Πέρασαν την Κουτίκα, ένα από τα ποταμάκια που χύνουνταν στη Λίμνη, σε μια ρηχοτοπιά, και πήραν τον ανήφορο. Μα ήταν όλοι ξεσυνήθιστοι πια στις πεζοπορίες, όλοι εξαντλημένοι από τις κακοπάθειες της Κούγκας, και ο δρόμος μες στην αγριάδα, τις πέτρες και τα βράχια, ήταν επίπονος και κοπιαστικός.

Πλησίαζαν ένα χωριό, και τα σπίτια μισοφαίνουνταν στο σκοτάδι.

- Θα σταθούμε δω, είπε ο Άγρας.

- Εδώ, κύριε Αρχηγέ; Μα έχει και Βουλγάρους! αναφώνησε ο Αποστόλης. Είναι ο Πάνω - Κόπανος!

- Θα σταθούμε δω, επανέλαβε ο Άγρας, είτε τους αρέσει είτε όχι!

Στο πρώτο σπίτι σαν έφθασαν, χτύπησαν την πόρτα. Ένα παράθυρο φέγγριζε. Με το πρώτο χτύπημα έσβησε το φως. Ο Άγρας ξαναχτύπησε και φώναξε ελληνικά:

- Όποιος και να 'σαι άνοιξε! Θέλουμε να μπούμε και ν' αναπαυθούμε.

Από το παράθυρο, μια βραχνή βουλγάρικη φωνή ακούστηκε.

- Βάλτε φωτιά να κάψετε το σπίτι μου, αλλά πόρτα δεν ανοίγω σε σας!

- Σπάσετε την πόρτα! παράγγειλε ο Άγρας.

Με δυο κλωτσιές και μια δυο κοντακιές, οι άντρες έσπασαν την πόρτα και χύθηκαν στο σπίτι. Εμπρός, σαν πάντα, πήγαινε ο Άγρας. Ανέβαινε τη σκάλα στα σκοτεινά, όταν δυο πιστολιές έσκασαν πλάγι του και οι σφαίρες σφύριξαν στ' αυτιά του. Βήματα ακούστηκαν τρεχάτα, πάλη ακολούθησε, μερικές βρισιές ανταλλάχθηκαν, και κάποιος έτριψε ένα σπίρτο, άναψε μια λαμπίτσα. Εμπρός στον Άγρα δυο άντρες του, ο Βασίλης και ο Μιχάλης, έσυραν ένα γέρο. Τον βαστούσαν από τα δυο μπράτσα, κι εκείνος, αγριεμένος, κοίταζε τον Αρχηγό.

- Εσύ πυροβόλησες; ρώτησε ο Άγρας.

- Εγώ, αποκρίθηκε ελληνικά ο Βούλγαρος.

- Γιατί το έκανες;

- Για να σε σκοτώσω! αποκρίθηκε ο γέρος.

- Γιατί θέλησες να με σκοτώσεις; Σου έκανα τίποτα; ρώτησε ο Άγρας.

Με μίσος είπε ο γερο - Βούλγαρος:

- Από το Βάλτο δεν έρχεσαι; Δεν είσαι συ που σκότωσες το παιδί μου;

- Ποιο ήταν το παιδί σου; ρώτησε ο Άγρας.

Μα ο γέρος δεν αποκρίθηκε. Τόσο έσφιγγε τις μασέλες του, που τα δόντια του έτριζαν, πήγαιναν να σπάσουν. Τον κοίταζε ο Άγρας, και η παλιά παιδιάτικη καλοσύνη πλημμύρισε το βλέμμα του.

- Αφήστε τον ελεύθερο, παιδιά! πρόσταξε.

Ο Μιχάλης τον άφησε. Ο Βασίλης όμως χλώμιασε κάτω από τ' άσπρα του μαλλιά και τα μαύρα του φρύδια, που φαίνουνταν πιο μαύρα ακόμα.

- Κύριε Αρχηγέ... έκανε να πει.

Μα ο Άγρας τον διέκοψε:

- Αφήστε τον ελεύθερον! επανέλαβε.

Με σφιγμένα δόντια του είπε ο γερο - Βούλγαρος:

- Μη νομίζεις πως θα με συγκινήσεις! Αν θέλεις, σκότωσε με. Μα αν μ' αφήσεις, να ξέρεις πως πάλι θα προσπαθήσω να σε σκοτώσω!

Αδιάφορος είπε ο Άγρας:

- Να δούμε. Ωστόσο, άσ' τον Βασίλη, να πάει όπου θέλει. Άθελα ξέσφιξε ο Βασίλης τα χέρια του, και ο Βούλγαρος ξέφυγε κατά την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι έξω. Ο Άγρας κοίταζε τον Βασίλη.

- Μην κάνεις έτσι, του είπε. Του σκοτώσαμε, λέει, το παιδί του. Φυσικό είναι να μας μισεί. Και συ θα τον μισούσες, αν σου σκότωνε το παιδί σου.

Ο Βασίλης ήταν άσπρος σαν τον τοίχο. Μα δεν αποκρίθηκε. Πειθαρχικός, βγήκε έξω με τον καπετάν Τυλιγάδη, κι έπιασε τη μια γωνιά του σπιτιού, όσο ο Τυλιγάδης φύλαγε την άλλη. Και σαν πέρασε η ώρα, και ήλθε άλλος φρουρός να τους αναπληρώσει, μπήκε στο σπίτι και ξαπλώθηκε στο κάτω σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας, φυλάγοντας, ακόμα και στον ύπνο του, με το σώμα του, τον ύπνο του κουρασμένου Αρχηγού του. Πρωί ξεκίνησαν από το χωριό. Τούρκικο στρατό δε θ' αντάμωναν ως τη Νιάουσα, όπου, μηνυμένοι, τους περίμεναν οι Έλληνες. Και ως προς τους Βουλγάρους, ο Άγρας δεν τους λογάριαζε.

Πήραν πάλι τον ανήφορο. Μπροστά πήγαινε ο Αποστόλης και αμέσως πίσω του ο Άγρας. Ο οδηγός ήταν ανήσυχος. Θαύμαζε τη μεγαλοψυχία του Αρχηγού, αλλά και φοβούνταν καμιά «μπρουσκάδα» στο δρόμο. Ήταν εύκολο να είχε στήσει μερικούς δολοφόνους εδώ κι εκεί ο γερο - Βούλγαρος, που από την παραμονή τη νύχτα είχε όλο τον καιρό να σηκώσει το χωριό. Μιας και φθάσουν στην ελληνική Νιάουσα, φόβο πια δεν είχαν. Μα στο μεταξύ, και Βουλγάρους αντάμωναν, και βουλγάρικα χωριά περνούσαν, και ξυλοκόποι οπλισμένοι έβγαιναν στο βουνό. Τα μάτια του παντού γυρνούσαν, έψαχναν βράχους, χαμόδενδρα και πυκνοδεντριές, σταματούσαν σε κάθε σκιά, ξετρύπωναν κάθε αγρίμι, υποψιάζουνταν κάθε σούσουρο, ακόμα και του ανέμου μες στα κλαριά. Κι έξαφνα ρίχθηκε μπρος στον Αρχηγό, σκεπάζοντας τον με το σώμα του.

Την ίδια στιγμή, μια τουφεκιά έπεσε, κι ευθύς και δεύτερη, και μια σφαίρα τρύπησε την κάπα του καπετάν Άγρα. Μα οι άντρες είχαν δει τον καπνό μες στα χαμόδενδρα, είχαν ορμήσει, κι αιχμάλωτο έφεραν πάλι τον ίδιο γέρο της παραμονής εμπρός στον Αρχηγό τους.

- Γιατί το έκανες αυτό, παλιό - Βούλγαρε; του είπε με θυμό ο Άγρας.

- Για να σε σκοτώσω! αποκρίθηκε πάλι ο Βούλγαρος.

- Σκότωσε με να σε δω! έκανε κοροϊδευτικά ο Άγρας, και του έτεινε το τουφέκι του.

Ευθύς το άρπαξε ο Βούλγαρος, έτοιμος να τραβήξει. Με μια ξανάστροφη του πέταξε το τουφέκι από το χέρι ο Βασίλης, και τον έσυραν οι άντρες παράμερα.

- Δέσετε τον πισθάγκωνα και φέρτε τον μαζί στη Νιάουσα, φώναξε ο Άγρας.

Και τράβηξε μπρος, με τον Αποστόλη και τον Τυλιγάδη. Μα λίγα βήματα έκαναν, και πάλι μια τουφεκιά έσχισε την ήσυχη ατμόσφαιρα του βουνού. Ο Άγρας στάθηκε ταραγμένος.

- Ποιος τραβά; φώναξε.

Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Κι ένας ένας βγήκαν από τους βάτους οι εύζωνοι και σίμωσαν.

- Ποιος τράβηξε; ρώτησε πάλι ο Άγρας. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Γύρισε πίσω ο Άγρας και μπήκε στην πυκνοδεντριά όπου είχε ακουστεί η τουφεκιά. Χάμω κείτουνταν ο γερο - Βούλγαρος, με το κεφάλι τρυπημένο, και πλάγι του ο Βασίλης, με ματωμένα τα χέρια, τον συγύριζε, σταύρωνε τα χέρια του νεκρού στο στήθος του, και του έκλειε τα μάτια.

- Ποιος τον σκότωσε; φώναξε ο Άγρας έξω φρενών. Ο Βασίλης σηκώθηκε.

- Εγώ, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ήσυχα.

- Το είχα απαγορεύσει! Είπα να τον φέρετε στη Νιάουσα! αναφώνησε θυμωμένος ο Άγρας.

Χωρίς να υψώσει τη φωνή, ο Βασίλης είπε:

- Του έδωσες δίκαιο, κύριε Αρχηγέ, χθες, πως μας μισούσε. Γιατί, λέγει, σκότωσες το παιδί του. Και δεν ήξερες καν ποιος είναι, και αν αλήθεια του σκότωσες κανέναν. Τι να πω εγώ, που μου σκότωσε αυτός και μητέρα και γυναίκα, και ίσως και το παιδί μου;

- Τι λες! αναφώνησε ο Άγρας. Τον ξέρεις;

- Τον ξέρω. Τον ήξερα και αυτόν και το γιο του, που είχα ορκιστεί να τον σκοτώσω, και που μου πήρε την εκδίκηση μου ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, ή κανένας σύντροφος του.

- Τούτος ο γέρος; Είναι ο πατέρας του Τόμαν Παζαρέντζε;

- Μάλιστα. Του χάρισες μια φορά τη ζωή. Και ως απάντηση, σκότωσε με άλλους, σαν και αυτόν, οκτώ ανύποπτα παιδιά του Τέχοβου.

- Το ξέρεις πως το έκανε αυτός, ο Τόμαν;

- Και αυτός, και ο πατέρας του, και όλο του το σόι! Μη λυπάσαι Βούλγαρο, κύριε Αρχηγέ. Όπου βρίσκεις έναν, πλάκωσε του το κεφάλι, σα να 'ταν φίδι!

Μιλούσε ο Βασίλης αργά, μα με μίσος τέτοιο που έτρεμε η φωνή του, και τα χείλια του, και τα μεγάλα χέρια του.

- Άκουσε, Βασίλη, είπε ο Άγρας, που γύρευε να τον ησυχάσει. Είσαι τόσο ταραγμένος, που ίσως δεν κρίνεις σωστά. Πώς το ξέρεις εσύ ποιος σκότωσε τα παιδιά του Τέχοβου;

- Μου το είπε ο ίδιος.

- Ποιος; Τούτος ο γέρος;

- Ξέρεις τι σκυλί ήταν, κύριε Αρχηγέ; Με το τουφέκι μου στο χέρι του είπα: «Εσύ, κακούργε, χάλασες το Ασπροχώρι»; Θαρρείς πως ζήτησε ν' απολογηθεί; Μου αποκρίθηκε: «Ναι, εγώ το χάλασα. Και τη γυναίκα σου εγώ τη μαχαίρωσα. Και τη μάνα σου ο Τόμαν τη σκότωσε»! Βαστάχθηκα. Ρώτησα: «Και το παιδί μου, τι το 'κανες»; Γέλασε το θηρίο και είπε: «Το πνίξανε οι δικοί σου»! Και τότε τον σκότωσα. Κάνε με ό,τι θέλεις, Αρχηγέ. Τον σκότωσα.

Οι άνδρες όλοι είχαν μαζευθεί και άκουαν το διάλογο του Αρχηγού και του Βασίλη, συγκινημένοι, αγριεμένοι. Έξαφνα, από μέσα τους, πετάχθηκε ο Αποστόλης.

- Το πνίξανε; φώναξε καταταραγμένος. Όχι, δεν το πνίξανε το παιδί σου! Δεν ήταν πάνω στο καράβι, στον Αλιάκμονα, με τους Βουλγάρους που πνίγηκαν! Γλίτωσε αυτός, στο Μοναστήρι του Προδρόμου. Ξέρω πού είναι. Και τον λένε Τάκη - όχι;

Τόσο έτρεμε ο Βασίλης, που μόλις στέκουνταν στα πόδια του.

- Όχι, δεν τον λέγαν Τάκη. Μα τι σημαίνει τ' όνομα; Μπορούν να του το άλλαξαν. Τον λέγαμε Θεοδωράκη, γιατί γεννήθηκε των Αγίων Θεοδώρων. Μα πού τα ξέρεις αυτά που λες; ρώτησε ξαφνικά. Πού ξέρεις το χαμένο μου παιδί;

Μ' έξαψη μεγάλη διηγήθηκε ο Αποστόλης όσα είχε δει και ακούσει από την κυρία Ασπασία, τη δασκάλισσα της Κουλακιάς.

- Και άλλος τον γύρευε, ένας ψευτόπαπας με ψεύτικα μαύρα γένεια, πρόσθεσε. Μα ήταν βιαστικός, δεν πρόφθαινε να μιλήσει με το μικρό. Είπε πως θα ξανάρθει...

- Πόσω χρονών ήταν; ρώτησε ο Βασίλης.

- Ξέρω γω...; Επτά, οκτώ... Περισσότερο, λιγότερο... Δε ρώτησα.

Κατάχλωμος έτριβε ο Βασίλης, σα ζαλισμένος, το μέτωπο του.

- Με συγχωρείτε, κύριε Αρχηγέ, μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Ήταν πολύ ξαφνικό... Δεν ήλπιζα ποτέ πια να το βρω... Για εκδίκηση ήλθα πίσω στην πατρίδα μου...

Συμπονετικά τον χάιδεψε ο Άγρας στον ώμο.

- Κάποτε μας έρχονται από το Θεό ξαφνικές χαρές, του είπε με καλοσύνη. Πάμε τώρα στη Νιάουσα, και γυρίζεις εύκολα από κει στην Κουλακιά.