Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Ζ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Ζ'. Κατασκοπεία


- Καπετάνιε, μ' αυτά που κάνεις θα πέσεις στα χέρια τους, και τότε δε γλιτώνεις.

- Γι' αυτή τη δουλειά ήλθαμε δω. Το ξέραμε πως δεν πάμε σε πανηγύρι.

- Εγώ κακόπαθα στα χέρια τους, και ξέρω τι σε περιμένει.

- Ή ταν ή επί τας! αποκρίθηκε ζωηρά.

Και δρασκελίζοντας την κουπαστή της πλάβας, ανέβηκε στο πάτωμα. Πίσω του, πιο αργά, πιο βαριά, τον ακολούθησε ο γερο - Πασκάλ, αργοκουνώντας το κεφάλι του.

- Οδηγώ, οδηγώ... μουρμούριζε μες στα δόντια του, μα να ξαναπέσω στα χέρια τους πάλι... δεν το θέλει και ο Θεός...

Ο καπετάν Άγρας του έστειλε ένα ζωηρό χαμόγελο, που ξεσκέπασε τα καλοφυτεμένα άσπρα του δόντια.

- Έννοια σου, γερο - Πασκάλ, του είπε. Αν στις κατασκοπείες αυτές μας τσακίσουν αυτοί, ή αν πέσομε σε καμιά τους μπρουσκάδα, σου υπόσχομαι να σου αμολάρω μια πιστολιά στο κεφάλι, πριν φυτέψω ένα βόλι στο δικό μου. Φθάνει να το θέλεις!

Ο Πασκάλ δεν αποκρίθηκε. Βαριά, με πλάτες κυρτές, ακολουθούσε το νέον αρχηγό. Ο Άγρας τίναξε τους ώμους του.

- Ο θάνατος δεν πρέπει να μας απασχολεί, αν θέλομε να κάνομε σωστά τη δουλειά μας, είπε σοβαρά.

Από την πλάβα, όρθιος, με το πλατσί ακόμα στο χέρι, ο Αποστόλης ρουφούσε τα λόγια του, με μάτια, στόμα, αυτιά ορθάνοιχτα. Τέτοιος που ήταν ο καπετάν Άγρας, πώς να μη ριχθείς στη φωτιά γι' αυτόν; Ένας από τους άντρες είχε βγει από την καλύβα, και ακούοντας τα λόγια του Αρχηγού, χαμογελούσε τρυφερά. Τον ρώτησε ο Άγρας:

- Καμιά είδηση, Αντώνη;

- Δυο, Αρχηγέ μου! Ένας εδώ σε γυρεύει από ώρα, και άλλος σε περιμένει στις Κάτω Καλύβες.

- Εδώ; Ποιος μας βρήκε στην κρυφή μας καλυβούλα; έκανε ο Άγρας.

Και βλέποντας ένα νέο χωρικό που πλησίαζε, ρώτησε:

- Πού με ανακάλυψες εδώ, παιδί μου!

Τον χαιρέτησε με βαθύ σεβασμό ο χωρικός, σκύβοντας ως κάτω.

- Είμαι Μακεδόνας, είπε· έμαθα τ' ανδραγαθήματα σου και ήλθα να καταταχθώ στο σώμα σου.

- Γεια σου, παιδί μου! Αμέσως να έλθεις, έχω ανάγκη από παλικάρια. Πώς σε λένε;

- Στέλιο.

- Οπλισμό έχεις;

- Όχι! Είπα πως θα με οπλίσεις εσύ.

- Πολλά πράματα δεν έχω, μα θα βρεθεί κάτι και για σένα. Καρδιά μόνο να 'χεις. Μα ξέρεις τι θα πει να καταταχθείς στο σώμα μου;

- Ξέρω πως χτυπάς τους Βουλγάρους. Κι έχω παράπονα με δαύτους.

- Καλά! Μα το να 'ρθεις σε μένα, θα πει ολόκληρες μέρες να μην τρως και νύχτες να μην κοιμάσαι. Θα πει να τραβάς κρύο και κόπο και κακοπάθεια, και να πηγαίνεις εκεί που κινδυνεύεις ν' αφήσεις το τομάρι σου. Σαν έχει δουλειά, ύπνος και φαγί για μένα δε μετράνε.

Ο χωρικός αργοκουνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι του.

- Όλα αυτά τα ξέρω και τα δέχομαι, αποκρίθηκε. Έξι μήνες δεν είναι και τόσο πολύ.

Ο Άγρας σοβάρεψε.

- Έξι μήνες; Τι θα πει έξι μήνες; ρώτησε.

- Λέω να με κατατάξεις για έξι μήνες, Καπετάνιε μου. Ύστερα θα είμαι ελεύθερος να φύγω, αν θέλω.

- Αχούχα! έκανε ο Άγρας. Μα λοιπόν σκέπτεσαι να ζήσεις; Μπα, παιδί μου, δεν είσαι για το δικό μου ασκέρι. Εμείς λογαριάζομε κάθε μέρα να πεθάνομε, όχι να ζήσομε! Άμε στο καλό. Δεν είσαι για μας.

Και γυρνώντας στους άντρες του:

- Ε, παιδιά! ρώτησε. Είναι κανένας από σας, που λογαριάζει να ξημερωθεί αύριο;

Ήταν όλοι εύζωνοι, ένας κι ένας, παλικάρια ψημένα στις τολμηρές ανιχνεύσεις του Αρχηγού τους, που δε δίσταζε και νύχτα ακόμα να πλησιάζει κρυφά τις βουλγάρικες καλύβες, και μαθημένοι στο τουφέκι, στην άγρια πάλη σώμα με σώμα, μες στο νερό κάποτε, συχνά πληγωμένοι, πάντα νικητές. Αυτοί γέλασαν. Ο καπετάν Τυλιγάδης, υπαρχηγός, είπε:

- Τη ζωή μας, μια φορά, σου την παραδώσαμε, κύριε Αρχηγέ. Όπου θες ρίξε μας. Αρκεί να μας διευθύνεις εσύ. Το έλεγε με αγάπη και υπερηφάνεια συνάμα. Χαϊδευτικά τού χτύπησε ο Άγρας το χέρι στον ώμο.

- Γεια σου, τσολιά μου, έτσι σας νιώθω όλους, είπε με καμάρι.

Και γυρνώντας στον Αντώνη, που υπερήφανος, κορδωμένος, στεκόταν κοντά του:

- Ποιος, είπες, με περιμένει στις Κάτω Καλύβες; ρώτησε.

- Ο καπετάν Νικηφόρος.

- Διάβολε! αναφώνησε ο Άγρας. Και δεν το 'λεγες πρωτύτερα;

Πήρε το μάτι του τον Αποστόλη, που στέκουνταν και αυτός τεντωμένος, γυρεύοντας να μακρύνει το δεκαπέντε χρόνων μπόι του, να φθάσει τους άντρες.

- Βρε Αποστόλη, του φώναξε, δε μας γέλασε το Βουλγαράκι. Το βρήκε το Τσέκρι. Γρήγορα τώρα, παιδιά, δρόμο όλοι. Δεν αφήνω κανέναν πίσω στη Μικρή. Τις πλάβες, γρήγορα. Σουρούπωσε κιόλα, κι έχομε μιάμιση ώρα δρόμο!

Ο χωρικός στέκουνταν περίλυπος.

- Πάρε με κοντά σου, καπετάνιε μου, παρακάλεσε.

- Σε παίρνω αγγαριά, ν' ανοίγεις μονοπάτια, θέλεις; ρώτησε ο Άγρας.

- Πάρε με στο σώμα σου, είπε ο άλλος δειλά.

- Αυτό, θα το δείξεις εσύ, Στέλιο, αν είσαι άξιος να καταταχθείς, του αποκρίθηκε σοβαρά ο Άγρας. Έλα, έμπα στην πλάβα σου, και ακολούθα μας. Παιδιά, όλοι στα κουπιά!

Σε λίγα λεπτά είχε ερημωθεί η Μικρή Καλύβα. Μια πλάβα προπορεύουνταν, ξεγλιστρώντας σιωπηλά στ' ακίνητα νερά, με δυο τρεις άντρες οπλισμένους, που κρυφάκουαν τους κρότους της Λίμνης, τα μάτια ανοιχτά, η προσοχή τους όλη εντατικά στραμμένη στις σκιές των καλαμιών, σε κανένα φώναγμα νερόκοτας ή τρίξιμο κουπιού. Και πίσω, αράδα, κοντά η μια στην άλλη, ακολουθούσαν, μαύρη σειρά, οι κατραμωμένες πλάβες, με τους οπλισμένους άντρες σιωπηλά βουτώντας τα πλατσιά, χωρίς μιλιά ούτε ψίθυρο, σκοτεινά, κρυφά, σα φαντάσματα σκιερά. Κάθε θάμνος μπορούσε να κρύβει καρτέρι κομιτατζήδων, κάθε φώναγμα πουλιού ή αγριμιού να είναι σύνθημα, κάθε στροφή παγάνα. Κανένας δεν κάπνιζε. Ο καθένας, με το χέρι στη σκανδάλη, παραμόνευε.

Βγήκε ο στολίσκος σε μια μάνα, και στα πιο βαθιά νερά δούλεψαν τα πλατσιά γρηγορότερα. Άλλωστε, όσο πλησίαζαν τις Κάτω Καλύβες, τόσο λιγόστευε ο κίνδυνος της ενέδρας. Οι Βούλγαροι, φοβισμένοι, δεν αποτολμούσαν να ζυγώσουν τα λημέρια του γνωστού τους πια καπετάν Άγρα. Μια σκιά πρόβαλε, μια κάνα γυάλισε. Από την πρώτη πλάβα γελαστά δόθηκε το σύνθημα:

- Μιχαήλ, Γαβριήλ, Αρχάγγελοι. Εμείς είμαστε, βρε Δήμο.

- Καλώς μας γυρίσατε. Περιμένουν μουσαφιραίοι, αποκρίθηκε ο Δήμος.

Σε δυο λεπτά πλεύρισαν οι πλάβες στις καλύβες, και οι άντρες ξεμπαρκάρησαν. Χέρια απλώθηκαν, σφίχθηκαν, χαιρετισμοί ανταλλάχθηκαν. Οι δυο αρχηγοί κοιτάχθηκαν, μετρήθηκαν. Ο ένας ψηλός, λιγνός, λιγόλογος, αργομίλητος. Ο άλλος μικρόσωμος, ταχύς, όλο νεύρο και κίνηση. Και οι δυο λεοντόκαρδοι, και οι δυο ατρόμητοι, ενωμένοι στην ίδια ιδεολογία.

- Με ζήτησες, ήλθα, είπε ο καπετάν Νικηφόρος απλά. Με οδήγησε το παιδί...

- Αλήθεια, πού είναι; αναφώνησε ο Άγρας.

Ντροπαλά, παράμερα στέκουνταν ο Γιωβάν, κολλημένος στο πλευρό του Αποστόλη.

- Φέρ' τον εδώ, βρε Αποστόλη, φώναξε ο Άγρας. Χλωμιούλης και φοβισμένος, πλησίασε ο Γιωβάν.

- Πώς άργησες τόσο; Σε νομίζαμε χαμένο, είπε ο Άγρας. Με λίγα λόγια ξαναδιηγήθηκε ο Αποστόλης όσα πρόφθασε να του εμπιστευθεί ο Γιωβάν, στα λίγα λεπτά που βρέθηκαν κοντά.

Ο μικρός δεν τολμούσε ούτε να σηκώσει τα μάτια. Ο Νικηφόρος ακούμπησε το χέρι του στο μελαχρινό κεφαλάκι.

- Είναι καλό παιδί... είπε, και μας οδήγησε ως εδώ, χωρίς να γελαστεί στο δαίδαλο των μονοπατιών... Ε, Γιωβάν;... Και ξέρει ένα κρυφό μονοπάτι... που κόβει δρόμο...

Αρχηγοί, υπαρχηγοί και άντρες είχαν μαζευθεί γύρω, άκουαν, απορούσαν και θαύμαζαν. Τα λόγια του καπετάν Νικηφόρου έστησαν ολονών την προσοχή στο ασήμαντο ως τότε παιδί, που σα Βουλγαρόπουλο που το ήξεραν, μόνο αδιαφορία, ακόμα και περιφρόνηση, υποκινούσε ανάμεσα στους ευζώνους και Ελληνομακεδόνες από τις Κάτω Καλύβες. Και ξαφνικά, αυτός ο μικρός γίνουνταν ήρωας. Τους έφερνε βοήθεια τον καπετάν Νικηφόρο, με μέρος του σώματος του, τουφέκια, περίστροφα, φυσίγγια και χεροβομβίδες.

- Ποιος μας σταματά πια, ε, κυρ Αρχηγέ; έκανε ο καπετάν Τυλιγάδης, χαϊδεύοντας και αυτός το κεφάλι του αγοριού.

- Από αύριο... οι βουλγάρικες καλύβες!... είπε φοβερίζοντας με τη γροθιά του ο Νάσος.

- Και το Ζερβοχώρι, ας ετοιμάζεται, πρόσθεσε ο καπετάν Τυλιγάδης. Τον καπετάν Γκόνο να ειδοποιήσομε!

- Γεια σου, Γιωβάν. Σ' εσένα το χρωστούμε. Ζήτω ο Γιωβάν, φώναξαν μερικοί άντρες, μισοσοβαρά, μισογελαστά.

Ντροπαλός, συγκινημένος, βούλιαζε κάτω από τόσους επαίνους το αμάθητο από καλά λόγια Βουλγαρόπαιδο. Τρύπωσε πλάγι στον Αποστόλη, γυρεύοντας να κρύψει το μικρό του μπόι από τις επιδοκιμαστικές και κολακευτικές ματιές των πολεμιστών.

- Πάμε παρέκει, παρακάλεσε ψιθυριστά. Έχω να σου πω για την κυρία Ηλέκτρα...

Στο μεταξύ, οι δυο αρχηγοί είχαν μπει στην καλύβα, και καθισμένοι σταυροπόδι κατάστρωναν μαζί ένα σχέδιο συνεργασίας, για να εκμηδενίσουν το ταχύτερο τη βουλγάρικη δράση της Λίμνης.

- Η κατάληψη της κεντρικής τους καλύβας είναι στρατιωτική επιχείρηση που θέλει προετοιμασία σοβαρή και αγώνα σκληρό, είπε ο Άγρας. Κατασκόπευσα μέρα και νύχτα, και είδα. Αν δεν εγκατασταθούμε και αν δεν οχυρωθούμε κοντά τους, δε θα το επιτύχομε. Και δεν έχω ούτε άντρες ούτε πλάβες.

Ο Νικηφόρος, άπλωσε τα μακριά πόδια του να τα ζεστάνει στη φωτιά, που έκαιε στο πασαλειμμένο πηλό κέντρο της καλύβας. Αργά αποκρίθηκε:

- Καλά... Και άντρες θα σου φέρω και πλάβες... Μα πρέπει πρώτα να γυρίσω στο Τσέκρι... να οργανώσω την εκεί δουλειά μου... Και πριν πάγω εκεί, θέλω να δω κι εγώ τις καλύβες τους από κοντά...

- Να πάμε αύριο κιόλα, πρωί, θέλεις; διέκοψε ο Άγρας.

Κι ευθύς καταστρώθηκε το πρόγραμμα, αποφασίστηκε, διαλέχτηκαν οι άντρες που θα συνόδευαν τους αρχηγούς στην ανίχνευση, κι εκείνοι που θα 'μεναν στις Κάτω Καλύβες μ' έναν υπαρχηγό. Και πρωί πρωί ξεκίνησαν, με οδηγό το γερο - Πασκάλ, αφήνοντας πίσω τον Αποστόλη, που έκλαιγε σχεδόν από τη λύσσα του γιατί δε θα παραβρίσκονταν και αυτός στην επιχείρηση των αρχηγών.

Οι κατασκοπείες αυτές γίνουνταν με τις αυστηρότερες προφυλάξεις. Δυο πλαβαδόροι όρθιοι, ένας στην πλώρη και άλλος στην πρύμη, κωπηλατούσαν σιωπηλά, προσέχοντας μην πλαταγίσει το πλατσί στο νερό, ή μη σκοντάψει σε καμιά ρίζα ή φυτό και ακουστεί κρότος. Στο βάθος της πλάβας, στριμωγμένοι, μισοπλαγιασμένοι οι αντάρτες, με το τουφέκι στο χέρι και το δάχτυλο στη σκανδάλη, αγρυπνούσαν, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενη επίθεση. Έπρεπε κάθε κίνηση τους να γίνεται προσεκτικά και σιγανά, γιατί οι πλάβες αναποδογυρίζουνταν πολύ εύκολα. Η Λίμνη ήταν γεμάτη ήχους ζωντανούς, όσο και μυστηριώδεις. Συρίγματα του ανέμου στα καλάμια, σουσούρισμα κλαδιών και φύλλων, κακαρίσματα και πιπίσματα πουλιών, φτερουγίσματα από πάπιες, πλατσαρίσματα βατράχων, ξεγλιστρήματα χελιών στους νεροθάμνους, κρότοι ζώων και φυτών σκέπαζαν εύκολα την παρουσία ανθρώπων. Ήταν εύκολο μες στα καλάμια να κρυφθεί ολόκληρη σειρά από πλάβες, με κομιτατζήδες οπλισμένους, κι έπρεπε οι άντρες που περιπολούσαν να είναι πάντα έτοιμοι για σύγκρουση. Πέρασαν τη Μικρή χωρίς να σταματήσουν οι αρχηγοί, και ανέβηκαν βόρεια, κατά τις βουλγάρικες καλύβες. Έξαφνα, ο καπετάν Νικηφόρος άπλωσε το χέρι.

- Κοίτα... ψιθύρισε.

Περνούσαν από τη στενή μάνα, τη στριφογυρισμένη, τη στραβοδίβολη, γνωστή από τους ψαράδες της Λίμνης με τ' όνομα Γρουνάντερο. Τα νερά της μάνας ήταν βαθουλά. Μα δεξιά και αριστερά, στα ρηχά, θάμνοι από λαπατιές, σχημάτιζαν με τα πλατιά, σα με λέπια σκεπασμένα, παχιά τους φύλλα, πατώματα στερεά που μπορούσαν να βαστάξουν βαρύ φορτίο. Εκεί, τσακισμένα καλάμια και κλαδιά, πατημένα και ξεζουπιασμένα φύλλα, πρόσφατα τσαλαπατημένα φυτά, μαρτυρούσαν το πέρασμα αντρών που είχαν μείνει εκεί. Σημάδια από σερμένες πλάβες και από σώματα πλαγιασμένα, πατημασιές αντρίκιες, ακόμα και απορρίμματα από φαγώσιμα, έδειχναν πως όχι μόνο είχαν κρυφθεί εκεί άντρες, πως είχαν σύρει τις πλάβες τους απάνω στους θάμνους, αλλά και πως ήταν πολλοί, και πως έμειναν ώρες, ίσως και μέρες.

- Το ξέρανε πως περνούσα συχνά από δω, και μου στήσανε καρτέρι, είπε. Μα άδικα, οι κακόμοιροι χάσανε τον καιρό τους. Δεν πέρασα ούτε χθες ούτε προχθές.

- Αυτοί πρέπει να 'μειναν καιρό εδώ περιμένοντας, είπε ο Νικηφόρος. Είναι πολύ πατημένα τα μέρη.

- Μπα, έκανε ο Άγρας, μόλις δυο μέρες. Την παραμονή, αντίπροχθες, πέρασα και δεν ήταν κανένας. Με το κρύο όμως θα κακοπέρασαν χθες βράδυ, οι καημένοι. Τι κρίμα.

Και γέλασε αμέριμνα.

Με περισσότερη όμως ακόμα προσοχή πήγαιναν τώρα οι πλαβαδόροι. Πλαγιασμένος στην πλάβα, το κεφάλι στο ύψος της κουπαστής, κοίταζε ο γερο - Πασκάλ εμπρός, πλάγια, μέσα στα καλάμια, πίσω από τους θάμνους, ακίνητος, σιωπηλός, εντατικά προσηλωμένος στην κατασκοπεία του νερού, και μόνο τα μάτια του, αεικίνητα αυτά, σκάλιζαν κάθε κρυφή γωνιά, σκιά ή τρύπα. Σήκωσε σιγά το χέρι, και οι πλαβαδόροι σταμάτησαν τα πλατσιά τους. Δεύτερη κίνηση του χεριού του, και οι πλαβαδόροι γονάτισαν και πλάγιασαν. Σιγά, σιωπηλά, προχώρησε η πλάβα δυο τρία μέτρα. Άπλωσε ο Πασκάλ το χέρι, άδραξε ένα καλάμι, τράβηξε πλάγια τη βάρκα, που χώθηκε ανάμεσα σε χλωρά φυτά. Και σήκωσε μερικά κλαριά ο γέρος, και σκέπασε την πλάβα. Και σιγανά, μια μεγάλη εχθρική πλάβα ξεμπουκάρησε από τα καλάμια αριστερά, γλίστρησε αργά μπρος στην πλώρη της κρυμμένης πλάβας και ξαναχώθηκε στα καλάμια δεξιά. Μέσα ήταν τέσσερις Βούλγαροι οπλισμένοι. Κανένας δεν είχε πυροβολήσει. Οι πλαβαδόροι, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, τα μάτια καρφωμένα στον καπετάν Άγρα, περίμεναν το σύνθημα. Μα το σύνθημα δε δόθηκε. Πέρασαν λίγα λεπτά. Η πλάβα δε γύρισε.

Τότε βγήκε πάλι από τον κρυψώνα του ο γερο - Πασκάλ.

- Αριστερά, ψιθύρισε, στο μονοπάτι απ' όπου ήλθαν αυτοί.

- Γιατί δεν πυροβολήσαμε μεις; ρώτησε περίεργος ο καπετάν Νικηφόρος.

- Γιατί θα μας άκουαν από τις καλύβες τους... Είμαστε πια κοντά, αποκρίθηκε ο Άγρας. Και θέλεις να τις δεις;

Συγκατάνευσε ο Νικηφόρος, και το σιωπηλό ξεγλίστρημα της πλάβας εξακολούθησε στο στενό μονοπάτι, μεταξύ στα καλάμια, σα φράχτες από τα δυο πλάγια. Ως ένα βαθμό προχώρησαν. Και πάλι χώρισε ο Πασκάλ τα καλάμια και χώθηκε με την πλάβα πίσω από το τοίχωμα τους. Ομιλίες απομακρυσμένες διακρίνουνταν. Μα δε φαίνουνταν τίποτα από πίσω από τα καλάμια. Ο Άγρας έσκυψε στο αυτί του Νικηφόρου.

- Θέλεις να τους δεις; ρώτησε.

- Είναι Βούλγαροι; Βέβαια. Γι' αυτό ήλθαμε.

Πέρασε σιγανά ο Άγρας τα πόδια του πάνω από την κουπαστή, και προσέχοντας μην ταράξει και πιτσιλήσει και κάνει κρότο, κατέβηκε στο νερό. Ήταν ρηχό το μέρος, το νερό δεν ανέβαινε ούτε στα γόνατα. Έγνεψε του Νικηφόρου να τον μιμηθεί, και οι δυο αρχηγοί, ακροπατώντας, στα κλεφτά, χωρίζοντας τα καλάμια με προσοχή μην τσακίσει κανένα και τους προδώσει, προχώρησαν σπιθαμή προς σπιθαμή κατά τις ομιλίες. Οι άντρες είχαν μείνει στην πλάβα με το γερο - Πασκάλ, έτοιμοι να ριχθούν και αυτοί στο νερό με το πρώτο νόημα. Ήταν μαθημένοι στις κατασκοπείες του Αρχηγού τους, που προχωρούσε πάντα μόνος, ή μ' ένα μόνο σύντροφο, κατά τις βουλγάρικες καλύβες.

Ο Άγρας πήγαινε μπρος, ο Νικηφόρος μια σπιθαμή πίσω του, πατώντας στα πατήματα του, συγκρατώντας τα καλάμια που άφηνε ο σύντροφος του. Στάθηκε ο Άγρας. Στάθηκε και ο Νικηφόρος. Βούλιαξε στο νερό ο Άγρας. Βούλιαξε και ο Νικηφόρος. Μόνο το κεφάλι τους περνούσε τώρα ανάμεσα στα πυκνά καλάμια. Μπροστά τους, λίγα βήματα προς τα δεξιά, μια κάνα γυάλιζε. Ήταν η βουλγάρικη βίγλα. Αργά, σιγαλόκρυφα, απόκουφα, ως το λαιμό μες στο νερό, οι δυο άντρες έκαναν προς τ' αριστερά, απομακρύνθηκαν από τη βίγλα, την προσπέρασαν και πλησίασαν κατά τις ομιλίες.

Από μέσα από τα καλάμια είδαν τέλος την κρυμμένη καλύβα. Στο περιφραγμένο πάτωμα πέντε έξι άντρες κάπνιζαν και κουβέντιαζαν. Ήταν ζεστά ντυμένοι· φορούσαν γουνίσια καλπάκια, και ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί. Πλάγι πλάγι, μες στο νερό, κοίταζαν οι δυο Έλληνες οπλαρχηγοί. Με το δάχτυλο, χωρίς μιλιά, έδειχνε ο Άγρας του Νικηφόρου ό,τι ήθελε να κρατήσει την προσοχή του. Οι Βούλγαροι κουβέντιαζαν αμέριμνοι. Μα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από τους Έλληνες δεν ήξεραν βουλγάρικα. Μόνο ένα όνομα ήρχουνταν και ξανάρχουνταν στις κουβέντες τους: «Αποστόλ», και αυτό το σημάδεψαν.

Λίγη ώρα έμειναν εκεί, παραμονεύοντας. Και με την ίδια προσοχή, πισωπηγαίνοντας, τα μάτια πάντα στην καλύβα και στο φρουρό, που προδίνουνταν με το γυάλισμα της κάνας του στον ήλιο, γύρισαν οι δυο αρχηγοί στην κρυμμένη τους πλάβα. Όταν, μουσκεμένοι, ξαναβρέθηκαν στη Μικρή, την κρυφή τους καλύβα, και άναψαν φωτιά στο κέντρο του πατώματος της και κάθισαν να στεγνώσουν, οι δυο αρχηγοί, με τους άντρες τους γύρω τους, αντάλλαξαν τις παρατηρήσεις που είχαν κάνει.

- Αυτούς τους διευθύνει βέβαια ο Αποστόλ, είπε ο καπετάν Νικηφόρος. Είπαν και ξανάπαν τ' όνομα του...

- Είδες την καλύβα τους; ρώτησε ο καπετάν Άγρας. Είδες το πάτωμα τους; Είναι καλύτερα χτισμένο από τα δικά μας. Είναι πλωτό. Δεν ακουμπά στον πάτο. Σαν κατέβουν τα ποτάμια και πλημμυρίσει η Λίμνη και ανέβουν τα νερά, μαζί με αυτά θα πλεύσουν και τα πατώματα τους. Ενώ εμάς...

- Εμείς θα πνιγούμε μες στις καλύβες μας σαν τα ποντίκια, κύριε Αρχηγέ, είπε γελώντας ένας από τους ευζώνους, ο Μιχάλης, που τους είχε συνοδεύσει μες στην πλάβα. Μα μη σκοτίζεσαι. Ας πνιγούμε. Φθάνει που 'μαστε κοντά σου.

- Το πρόχωμα τους επίσης είναι καλύτερο από τα δικά μας, παρατήρησε ο Νικηφόρος.

- Και η σκεπή της καλύβας τους, πρόσθεσε ο Άγρας. Το ξέρω πως οι δικές μας είναι ελλιπείς. Μα πού άντρες και καιρός!...

- Έχεις στρατολογήσει χωρικούς. Δεν παίρνεις και άλλους;

- Χρειάζονται ολόκληρη διδαχή, αποκρίθηκε ο Άγρας. Και δεν έχω καιρό... Αν δε βρούμε την Κόυγκα, που να πατήσομε και να την κάνομε βάση...

- Πάρ' το απόφαση πως δεν έχει Κούγκα, κύριε Αρχηγέ, είπε υψώνοντας τη φωνή του ο καπετάν Τυλιγάδης.

Μα ο γερο - Πασκάλ είχε ακούσει τη λέξη και μάντεψε. Αργοκούνησε πλάγια το κεφάλι και είπε βουλγάρικα:

- Έχει Κούγκα, και θα τη βρούμε.

- Τι λέγει; ρώτησε ο Νικηφόρος. Ο Μιχάλης μετέφρασε.

- Πρέπει να τη βρούμε, είπε ο Άγρας. Χωρίς την Κούγκα, καμιά επιχείρηση σοβαρή δεν μπορούμε να καταπιαστούμε. Για να χτίσομε καινούρια καλύβα κοντά τους, δε θα μας αφήσουν αυτοί. Και χωρίς αποκούμπι, γιουρούσι δε γίνεται. Και όσο έχουν τις καλύβες τους εδώ μέσα, σώμα ελληνικό δε στέκεται, ούτε στη Νιάουσα, ούτε σε κανένα από τα χωριά μας. Και χωρίς σώματα ελληνικά, η βουλγάρικη προπαγάντα, με την τρομοκρατία της, θα ξεπαστρέψει Πατριαρχισμό κι Ελληνισμό απ' όλη την Κεντρική Μακεδονία.

- Μα πού πέφτει αυτή η Κούγκα; Δεν ξέρει κανείς; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Ξέρει ο γερο - Πασκάλ. Ε, γέρο;... Πες του το! πρόσταξε ο Άγρας τον Μιχάλη.

Και όσο μετέφραζε ο Μιχάλης, είπε χαμηλόφωνα του Νικηφόρου.

- Θα πάρω αύριο το αγόρι μας. Αυτό επιμένει πως είναι πιο ανατολικά από το μέρος όπου τη γυρεύομε...

Την επαύριο έφυγε ο καπετάν Νικηφόρος με το σώμα του από τις Κάτω Καλύβες. Είχε αφήσει το Τσέκρι χωρίς να ειδοποιήσει το Κέντρο Θεσσαλονίκης. Έπρεπε να επιστρέψει το ταχύτερο.

- Μα πριν αποπειραθείς στρατιωτική επιχείρηση, ειδοποίησε με και θα έλθω ευθύς με τους άντρες μου, είπε του Άγρα.

Μελαγχολικά κοίταζαν, αυτοί που έμεναν, την προετοιμασία και την αναχώρηση των καινούριων φίλων τους.

Στη ζωή της Λίμνης, την ξεμοναχιασμένη, την άχαρη μονότονη σκληρή ζωή, γεμάτη κινδύνους, στερήσεις και κακοπάθειες, χωρίς καμιάν απόλαυση ούτε καν ανάπαυση, για τους άντρες αυτούς, τους κακοθρεμμένους, που σχεδόν δε γνώριζαν ύπνο, μια επίσκεψη φίλου, μια κουβέντα καινούρια ήταν χαρά μεγάλη όσο και σπάνια. Αντιλήφθηκε ο Άγρας τον κατσουφιασμό των αντρών του, και αμέσως, ως αντιπερισπασμό, τους έβαλε όλους σε βιαστική δουλειά. Μια πλάβα έστειλε να κατασκοπεύσει κατά τη νότια ακρολιμνιά. Άλλη, με χωρικούς κι έναν αρματωλό, έβαλε ν' ανοίξουν καινούριο μονοπάτι κατά την Τούμπα. Και με τις υπόλοιπες πλάβες, τους ευζώνους του και όσους χωρικούς χωρούσαν στις βάρκες, τράβηξε βόρεια κατά τη Μικρή, την κρυφή του καλυβούλα. Μαζί έπαιρνε αυτή τη φορά και τον Αποστόλη, υπερήφανο, φουσκωμένο, ασυνέπιαστο στην ορμή του να ριχθεί στις μεγαλύτερες θυσίες, να καταπιαστεί τα πιο επικίνδυνα κατορθώματα.

Πρωί πρωί είχαν χωριστεί τα δυο αγόρια, με δυσφορία από το μέρος του Αποστόλη, με δάκρυα πύρινα του Γιωβάν. Τον έπαιρνε ο καπετάν Νικηφόρος μαζί του.

- Τι να το κάνω αυτό το νήπιο σε τούτη την ερημιά; είχε πει του καπετάν Νικηφόρου ο καπετάν Άγρας. Θα το ρημάξουν οι πυρετοί, που και μας κάθε λίγο μας τινάζουν. Πάρ' το και στείλε το σε καμιά καλή ψυχή που θα το παραλάβει στην Ορθοδοξία...

- Θα πας στο Τσέκρι, ορμήνεψε ο Αποστόλης τον Γιωβάν. Από κει θα πας μόνος σου στο Ζορμπά. Ξέρεις πια το δρόμο, ε; Εκεί θα βρεις την κυρία Ηλέκτρα, και θα της πεις πως σε στέλνω εγώ. Και μη σε μέλει. Στα χέρια της μόνο καλό θα δεις. Θα σε μάθει να διαβάζεις, θα σου δείξει τι δουλειές μπορείς να κάνεις, να κερδίσεις γρόσια... Και άκου δω, κοίταξε πώς μπορείς, το γρηγορότερο, να στείλεις πίσω στο Παζαρέντζε, τα ρούχα που φορείς. Ρώτα την κυρία Ηλέκτρα. Κάτι θα βρει εκείνη. Το κεφάλι της κατεβάζει πολλές ιδέες. Και καταλαβαίνει από τέτοια.

Έπαιξε μαριόλικα τα δυο του μάτια για να διασκεδάσει τα δάκρυα του μικρού και του έδωσε μια χαδιάρικη στο σβέρκο.

- Άιντε, στο καλό Γιωβανάκο. Ή θα 'ρθεις ή θα 'ρθω. Και θα ξαναβρεθούμε πάλι μαζί. Στο καλό.