Σκέψεις
Σκέψεις Συγγραφέας: |
Νοέμβριος 1885. |
Ὦ Θεέ μου, δὲν μᾶς φθάνει τέτοιος ἥλιος τέτοια φύσις,
ἀλλὰ θέλομεν καὶ ἄλλας παναρχαίας κατακτήσεις;
Εἰς αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπον, ὅπου εἶναι περιττοὶ
βασιληάδες, πολεμάρχοι, Κυβερνήσεις καὶ στρατοί,
ποὺ δὲν ἔπρεπε οὔτ' ἕνας ν' ἀναγγέλλεται καυγᾶς,
νὰ ὑπάρχῃ τόση λύσσα γιὰ πολέμους καὶ σφαγάς;
Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ ζοῦμε μὲ ἀέρα καὶ χορτάρια
καὶ καθὼς τὸν Διογένη νὰ κυλοῦμε τὰ πιθάρια,
νὰ ὑμνοῦμε τῇς λιακάδαις μὲ βιολιὰ καὶ μὲ σαντούρια,
νὰ περνοῦμε μὲ ἀστεῖα, χωρατὰ καὶ καλαμπούρια
καὶ καθήμενοι στοὺς λόφους, στῇς πλατείαις καὶ στῇς στράταις,
νὰ σκοτόνωμε στὸν ἥλιο τρυφεραῖς ἀμυγδαλάταις.
Κι' ἂν μᾶς ἔπιασε μανία νὰ φορέσωμε φτερὰ
καὶ σπαλέταις καὶ γαλόνια κι' ἄλλα τέτοια σοβαρά,
νὰ τὰ βάζαμε κι' ἐκεῖνα καὶ χωρὶς διαταγὴ
νὰ φυτρόναμε στὴ μέση μιὰν ἡμέρα στρατηγοί,
κι' εἰς τὸν μέγαν Μαραθῶνα κι' εἰς τὰς πάλαι Πλαταιάς
νὰ ἐπαίζαμε πολέμους κατὰ τάξεις ἀραιάς.
Εἶναι κρῖμα στῆς Ἑλλάδος τὰ βουνὰ νὰ γεννηθῇς
καὶ ν' ἁρπάζῃς μπαγιονέταις καὶ νὰ θὲς νὰ σκοτωθῇς.
Εἶναι κρῖμα τόσον ἥλιο κάθε μέρα νὰ ρουφᾷς,
εἰς ἀνοίξεις αἰωνίας καὶ εἰς ρόδα νὰ τρυφᾷς,
καὶ ὡς πρόβατον νὰ τρέχῃς πρὸς τὴν ἄφευκτον σφαγὴν
διὰ κάμποσα βακούφια, δι' ὀλίγην ξένην γῆς.
Ὦ Θεέ μου, δὲν μᾶς φθάνει τέτοιος ἥλιος, τέτοια φύσις,
ἀλλὰ θέλομεν καὶ ἄλλας παναρχαίας κατακτήσεις;
Ὦ Θεέ, ἂς λείψῃ πλέον ὁ ἀμπέχων, ἡ σκελέα,
τὸ πηλήκιον, τὸ δόρυ καὶ ἡ περικεφαλαία.
Ὤ! ἂς παύσῃ πλέον τοῦτο τὸ ἀνέλπιστον κακὸν
καὶ μὲ θάνατον ὁ Ἕλλην ν' ἀποθνήσκῃ φυσικόν.