Σε αττική παιδούλα

Από Βικιθήκη
Σε αττική παιδούλα
Συγγραφέας:
Περιοδικό «Νέα Ζωή», τ.3-4, περίοδος Δ΄ σελ. 236-237 (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1914)


ΣΕ ΑΤΤΙΚΗ ΠΑΙΔΟΥΛΑ

Σὰν πέταμα φτεροῦ στὴ μοναξιά μου,
Λὲς κ’ ἦρθε καὶ ψιθύρισε τὰ λόγια
Λαχταριστὴ φωνὴ βαθιολαλούσα.

Τὸ μουσικό σου μήνυμα ἦταν ψέμα
Καὶ στὰ μαλλιά σου ἀπάνω δὲν ἐφάνη
Τ’ ἀχνισμένο μελίχρυσο στεφάνι.

Ἀθηναία παιδούλα τὸ κορμί σου
Τῆς Ἀττικῆς ἡ χάρη ἁπαλοδένει
Σὰν τ’ ἀκρογιάλια καὶ τοὺς ἐλαιῶνες.

Κ’ εἶπα σὲ μάρμαρο νὰ σὲ σκαλίσω
Ἁμαδρυάδα ὁλόχαρη σκυμμένη
Σὲ πέτρινη πηγή, κ’ εἶπα νὰ χύσω

Τὴν ὀμορφιά σου χαμηλοβλεπούσα
Σ’ ἕνα θαμπὸ γυαλὶ τοῦ μεσαιῶνα
Μὲ τὰ ματόκλαδα πλατειὰ ριγμένα.

Μὰ δὲν εἶμαι ὁ τεχνίτης π’ ἀνασταίνει
Στὸ μάρμαρο τὴ σάρκα καὶ ποὺ γράφει
Στὸ γυαλὶ τοὺς θλιμμένους τοὺς ἀγγέλους.

Κ’ ἔτσι ἂς ξηγᾶ τὴ χάρη σου μονάχα
Πιὸ πέρα κι ἀπὸ τὰ δικά σου χρόνια
Κοντά σου ἡ λαμπρομέτωπη μητέρα.

Ἀπὸ ψυχὴ πάντοτε νἆσαι ὡραία,
Ὦ κρυμμένη ὀμορφιά, κι ὅταν ἡ ὥρα
χαράξῃ νἆναι πλούσιος ὁ καημός σου.

Ὦ παιδούλα κι αὐριανὴ μητέρα,
Βρυσομάννα κ’ ἐσὺ καλὴ θὰ γίνῃς
Κι ἀρχοντικὰ τὸ σώϊ σου θὰ πλέξῃς.

Τὸν ἀσυνήθιστο ὅμως μὴν προσμένῃς
Νὰ πῶ τὸ λόγο ποὺ δὲν εἶπα ὡς τώρα,
Ὦ στερνὴ κι ἀσυντρόφευτη ἀγαπούλα.


Εἶναι βαρειὰ καὶ τοῦ καημοῦ τὰ λόγια,
Σὰν πέτρα στὸ νερό. Γι’ αὐτὸ ἂς ὑφαίνῃ
Σιωπή, μακαρισμένη σαβανώτρα,

Ἢ καὶ τοῦ στίχου τὸ χρυσὸ πλεμάτι
Ποὺ δὲν εἶναι καλὸ τοῦ κάτου κόσμου
Μὰ στολίδι πεσμένο ἀπ’ τὸ φεγγάρι.

ΛΕΑΝΤΡΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ