Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
25
’Σὰν νὰ ῎λεγες, ὤ πλάστη μου!
Γιατὶ τόση ὠμορφιὰ
Δὲν μένει ’ς τὸν Παράδεισο,
’Σ τὸν θρόνο σου σιμά;
Τὴν ἀστροφόρα ἀγκάλη τους
Ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ,
Κι’ ἀπὸ λουλούδια ὁλόδροσα
Πλημμύρισε ὅλ’ ἡ γῆ.
’Σ αἰθέρα ῥοδονέφελο,
Οἱ Ἥλιοι τς ὠμορφιᾶς
Ἄσπρα φτερὰ κι’ ἀμόλυντα
Ἁπλώσανε μὲ μιᾶς.
Ὡσὰν τ’ ἀγνὸ θυμίαμα
Ποῦ χαίροντ’ οἱ οὐρανοὶ,
Τὸ σῶμά σου τ’ ὁλόφωτο
Ἐδέχθηκαν αὐτοί.
Μαργαριτάρια ἀσύγκριτα,
Σμαράγδια λαμπηρὰ,
Τὰ μάτιά σου ἐχαρίζανε
’Σ τ’ ἀγγελικὰ φτερά.
Ἀπέρασες τὸ ἄπειρον,
’Σὰν λογισμὸς Θεοῦ!
Κι’ ὁ περασμός σου ἐπλούτιζε
Τσ’ ἀγκάλαις τ’ οὐρανοῦ.