Τ’ ἄστρη ἀνατέλλει ὁποῦ μὲ κυβερνάει,
Κι’ αὐτὸς, ὁποῦ τὴν πλάσιν ἀγκαλιάζει,
Τ’ ἀνίκητο δοξάρι εὐθὺς ἁρπάζει,
Καὶ κατ’ ἐμὲ, τὰ βέλη του βροντάει.
Γνωρίζω! ὁ πονηρὸς ζηλοφθονάει
Τὸ φῶς αὐτὸ, ποῦ τ’ ἄστρη μου τινάζει,
Καὶ μνῆμα ’ς τὴν χαρά μου ξεσκεπάζει,
Ἂν δύναται χαρὰ νὰ μ’ ἀκλουθάῃ!
Ἄχ! Ἔρωτα, κι’ ἂν ἤξερα ποιὸς εἶσαι,
Πρὶν ἔμβῃς μὲς τὴν ἄπειρη καρδιά μου,
Μαζὺ μὲ τὸν Ἀπρίλι ἤθε κατέβω.
«Ὡς τόσῳ ἐγὼ εἶμαι μέσα, καὶ σὺ σβύσε
Ἂν σοῦ βολῇ, μὲ λέγει, τὴν φωτιά μου,
Γιατὶ ὅσο τρέχω ἐμπρὸς χειροτερεύω.»