Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/220

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––198––

οἱ Τάταροι ἀγοράζουν σας, βάνουν εἰς τὴν κορφήν τους,
τὸ νὰ φοβοῦνται οἱ βοσκοὶ, τάχα νὰ μὴν κοιμῶνται.
καὶ σὺ τὸ εἶχες, ἔχεις το, τὸν ὕπνον οὐκ ἀφῆκες,
καὶ τὴν ἡμέραν πάντοτε κοιμᾶσαι εἰς ῥηχάδας,
καὶ τὴν αὐγὴν ἐγέρνεσαι καὶ τὰ μανδριὰ γυρεύεις, 625
μήνα γνωρίσῃς, ἄτυχε, τάχα τὰ πρόβατά σου,
κʼ ὑπᾷς τα τὸν ἀφέντη σου, μήνα σὲ συμπαθήσῃ.
καὶ σὺ τολμᾷς, ἀγριόμπουφε, ὑβρίζεις με τὴν κίχλαν;
ἐγὼ ἀκόμη ἤμουν παιδὶν ἀπέσω ἐκ τὴν Γλαρέντσα,
καὶ φόρουν τὰ κατάκοπα καὶ βάσταζα σφυρίστρια, 630
καὶ βλέπεις, ἐσυνείθισα καὶ πάντοτε σφυρίζω.
κι ἄφες με, μποῦφʼ, ἀπό τοῦ νῦν μηδὲν μὲ ἀναγκάσῃς
καὶ ʼπῶ καὶ τὴν ὑπόληψιν, τὴν εἶχεν ὁ πατήρ σου.“
Πάντων τούτων τῶν ὄρνεων ἀλλήλων μαχομένων,
ὁ βασιλεὺς ἐλάλησεν σταυραετὸς, ὁ μέγας 635
„ὄρνεα καὶ πουλία μου μικρά τε καὶ μεγάλα,
οὐδὲν σᾶς ἤφερα ἐδῶ διὰ νὰ λογογενᾶσθε,
διὰ τιμὴν σας ὥρισα, ἤλθετε ʼς τὴν χαράν μου,
νὰ φάγετε, νὰ πίετε καὶ νὰ χαρῆτε ἅμα,
οὐχὶ δὲ νὰ δικάζεσθε καὶ νὰ γενολογᾶσθεν. 640
ἀφῆτε γοῦν τὴν ὄχλησιν, κάθεστε σιωπῶντα,
μὴ ὁρίσω τὸν ἱέρακα, εἶτα καὶ τὸν πετρίτην,
τὸν ζάγανον τὸν φοβερόν, εἶτα τὸν γέρον φάλκον,
σεβοῦσιν εἰς τὴν μέσην σας, ἄρξωνται νὰ σᾶς τρῶσιν,
καὶ γένῃ ὁ γάμος μακελλειὸν κʼ ἡ χαρμονὴ σφαγεῖον.“ 645
Ἤκουσαν ταῦτα ὅλα τους, ἐσίγησαν αὐτίκα,
ἀφήκασιν τὴν ταραχὴν, ἀφήκασιν τὰς ὕβρεις,
εἰρηνικὰ ἀνόχλητα ἐπλήρωσαν τὸν γάμον,
περιπατοῦσιν ἄλαλα μὲ ἴδιαν τους σοφίαν.
ὑψιπετῆ γὰρ χαίρουνται, ἀμέριμνα διάγουν. 650