ὡς τʼ ἄκουσες, ὡς τὄμαθες, μᾶλλον ὡς εἶχες φόβον. 555
ἐπῆγες καὶ δανείστηκες, ἔβαλες μαῦρα ράσα.
ἀλλὰ τὴν γνώμην ἔχεις την, κόραξ κατηραμένε.
σκύλους νὰ τρῷς καὶ ποντικούς, γαδάρους ψοφισμένους.
οὐδὲ τὰ ῥάσα έντρέπεσαι, κατηραμένε κόραξ.
καὶ μέναν πάλιν ἔστειλεν ὁ αὐθέντης μας ἐκεῖνος, 560
καὶ μετὰ φόβου καὶ στοργῆς καὶ μετὰ δουλοσύνης
ἐλαίας κάρφος ἤφερα, μαντάτο νὰ τοῦ δώσω.
μαντάτον γὰρ τὸν ἤφερα οἷον τὸ ἐπεθύμα,
ὅτι τὴν γῆν ἐφθάσαμεν, τὸν τόπον τὸν ἠγάπα.
καὶ τότε μὲ εὐχήθηκεν, εὐλόγησέ με ὅλως. 565
ὡσαύτως τὰ πουλία μου δουλοσύνη ἐδεῖξαν.
καὶ τώρα, κακοτύχερε, ἐμέναν καταλέγεις,
ἐμένα καταμέφεσαι καὶ πόρνην ὀνομάζεις;
ἐσὺ μαθὼν γινώσκεις τον τὸν παλαιὸν τὸν νόμον,
πολλάκις ἂν ἐγέννησεν μία ἐκ τῶν Ὁβραίων, 570
εἰς τὸν ναὸν ἀνέβαινεν τάχα νὰ σαραντίσῃ,
πουλιὰ ἐκ τὰ πουλία μου ἔδιδεν τὸν πρεσβύτην.
καὶ σὺ, πουλίν ἀκάθαρτον, μέφεσαι τὰ ʼδικά μου,
χαλκεᾶ μὲ τὰ καθημερνὰ, χαλκωματᾶ βρωμάρη.
καταργουμένε κόρακα, διάβολε ʼς τὸ χρῶμα, 575
στέκεις καὶ καταλέγεις με καὶ πόρνην ὀνομάζεις;
λοιπὸν ἄλλον μηδὲν εἰπῇς ὕβριν τινὰ ἀδίκως.
νὰ ʼπῶ καὶ τʼ ἄλλα τʼ ἄχρηστα καὶ τὰ πουλιά σε πτύσουν.“
Καὶ ταῦτα οὐκ ἐσίγησαν, ἡ ὄχλητα ἐκράτειεν,
καθὼς τὸ καταλόγιν τους εἶπεν πολλὰ ὁ κόραξ, 580
ἀμμὴ ὁ μποῦφος πήδησεν βαρύκωλος ʼς τὸ μέσον
καὶ τὴν πτωχὴν τὴν κίχλαν τὴν ἤρξατο καθυβρίζειν,
ὡς μπάους ἀνεφάνηκεν μέ τό μεγάλον μάτιν.
καὶ λόγους ἐπεχείρησεν τοιούτους νὰ τῆς λέγῃ
„κίχλα, καὶ τίς σʼ ἐκάλεσεν καὶ ἦλθες εἰς τὸν γάμον. 585
μετʼ αὐτὸν τὸν κουκουδωτὸν ἐμπαλωτόν σου ῥοῦχον;
οὐ κάθεσαι ὡς κάθουνται τοῦ κόσμου τὰ πουλία,
ἀμμή, γυρίζεις, περπατεῖς, ὅλα καταλαλεῖς τα,
καὶ θλίβεις καὶ πικραίνεις τα, εἰς πειρασμούς τὰ βάνεις.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/218
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––196––